«Κάποια στιγμή απάνω μου ήρθαν ξύλα. Έτσι νόμιζα. Δεν ήταν ξύλα. Ήταν πτώματα…». Ακόμη μια ζωντανή περιγραφή από τα όσα εφιαλτικά έζησαν οι κάτοικοι του Ματιού στις 23 Ιουλίου 2018 συγκλόνισε σήμερα έδρα και ακροατήριο στη δίκη που διεξάγεται για τους υπαιτίους της φονικής πυρκαγιάς, που άφησε πίσω της 104 νεκρούς και δεκάδες εγκαυματίες.
«Κάποια στιγμή απάνω μου ήρθαν ξύλα. Έτσι νόμιζα. Δεν ήταν ξύλα. Ήταν πτώματα…».
Οι βιωματικές εξιστορήσεις των μαρτύρων, οι σκηνές φόβου, τρόμου, απόγνωσης και εγκατάλειψης, που περιγράφουν σε κάθε συνεδρίαση του δικαστηρίου είναι πέρα για πέρα συγκλονιστικές.
Η Σουμέλα Χατζηλαζαρίδου, η οποία παραθέριζε στο Μάτι κατέθεσε χαρακτηριστικά για την ημέρα εκείνη: «Μου έρχονταν καύτρες στα χέρια, είπα αμέσως φεύγουμε… Πήγαμε στη θάλασσα, στην Αργυρά Ακτή. Είχε κατέβει όλος ο Βουτζάς κάτω. Εκσφενδονίζονταν σίδερα πυρωμένα, τέντες, αρχίζουν εκρήξεις από τα υγραέρια των μαγαζιών… Μπήκα στη θάλασσα.
Στις 6 .30 περίπου δεν βλέπαμε τη στεριά. Ξαφνικά ήμουν εντελώς μόνη μου. Τα κύματα με πήραν, δεν ξέρω που με πήγαν. Άρχισα να κολυμπάω μέσα στη τρικυμισμένη θάλασσα όλα ήταν μαύρα. Ούτε το ρολόι μου δεν μπορούσα να δω. Και επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Φανταστείτε έναν άνθρωπο 65 χρόνων να βρίσκεται στο σκοτάδι. Κοιτούσα τις φωτιές για να καταλάβω που ήμουν. Ζω από θαύμα. Καμία ελπίδα δεν υπήρχε να ζήσω.
Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν θα επιβιώσω. Τότε στράφηκα στη Παναγία και είπα αν θέλεις να χαθώ να χαθώ τώρα. Αν θες να με σώσεις δείξε μου τα σημάδια σου. Δεν πέρασαν ούτε 5 λεπτά και ακούω φωνές ανθρώπων. Που σαν και μένα φώναζαν βοήθεια. Η ώρα πρέπει να ήταν 11, ήμουν ήδη πολλές ώρες στη θάλασσα. Φώναζα βοήθεια και δε με βλέπανε.
Φώναζα εγώ, φώναζαν αυτοί και βρεθήκαμε. Μέσα στη θάλασσα αντιμετωπίσαμε διάφορα πράγματα. Μας χτύπησαν τσούχτρες. Εγώ είμαι αλλεργική. Τους είπα πως αν με τσιμπήσει να με αφήσουν πίσω. Ένα κορίτσι έπαθε κρίση πανικού και είχε κοκαλώσει. Την πήρα μαζί μου και την έσερνα».
Με δάκρυα στα μάτια πρόσθεσε:«Κάποια στιγμή απάνω μου ήρθαν ξύλα. Έτσι νόμιζα. Δεν ήταν ξύλα. Ο Ν. Κ. τα έσπρωχνε μακριά. Ήταν πτώματα. Αρχίσαμε να έχουμε κράμπες. Ήμουν η πιο αισιόδοξη, έλεγα ότι είμαστε τόσο κοντά στη Ραφήνα που τώρα θα έρθουν να μας σώσουν. Όπως κανείς δεν μας ειδοποίησε να φύγουμε, κάνεις δεν ήρθε και μέσα στη θάλασσα. Όλη αυτή την ώρα που πάλευα με τα κύματα μέχρι το τέλος οι παντόφλες ήταν στα πόδια μου και τα γυαλιά στα μάτια μου. Κάποια στιγμή είδαμε κάτι φώτα μακριά και κάποιος είπε παιδιά ένα καράβι σταμάτησε.
Ήταν όντως καράβι, όχι του λιμενικού, ήταν ένα ψαροκάικο από την Εύβοια. Με Αιγύπτιους ψαράδες. Ήρθαν κοντά μας, φτάσαμε στο καράβι και μας έδωσαν σχοινιά. Ξαφνικά εμφανίστηκαν και άλλοι άνθρωποι και μια γυναίκα την ώρα που ανέβαινε έπαθε ανακοπή. Εγώ τότε φοβήθηκα και τους είπα δεν μπορώ να ανέβω. Έρχεται μια βάρκα πορτοκάλι και λέω είναι το λιμενικό.
Τελικά ήταν μια απλή βάρκα. Ανέβηκα στο ψαροκάικο τελικά. Δεν μπορούσα να μιλήσω είχε κοπεί η φωνή μου. Αυτοί οι άνθρωποι μας φέρθηκαν με εξαιρετική ευγένεια. Μας κερασάνε, μας έδωσαν τηλέφωνο να έρθουμε σε επαφή με τους δικούς μας».Η μάρτυρας τόνισε ότι πια μετά από όλα αυτά «φοβάμαι το σκοτάδι, φοβάμαι τη σιωπή. Κάποιες φορές μπαίνω μόνη μου στη σιωπή.
Όταν συγχύζομαι σταματάω να ακούω, είναι συναισθηματική κώφωση μου έχουν πει οι γιατροί. Δεν μπορώ τις ανηφόρες και τις κατηφόρες».Συγκλονιστική υπήρξε και η κατάθεση της Αθανασίας Χριστιάνας Φράγκου, το κτήμα της οποίας και της οικογένειάς της, μετατράπηκε σε «νεκροταφείο» για 26 ανθρώπους.«Προσπάθησα να κινητοποιήσω την οικογένειά μου. Εκείνοι ήταν αισιόδοξοι. Φρόντισα τα ζώα και έδιωξα τους φίλους του ενός παιδιού μας. Μίλησα με την αδερφή μου και την μάνα μου που την έπεισα ότι πρέπει να φύγει από το σπίτι.
Καμία ειδοποίηση, καμία σειρήνα, το απόλυτο τίποτα. Απλά ένα δικό μου προαίσθημα. Δεν ήξερα ούτε για φωτιά ούτε τίποτα. Ήξερα μόνο για τη φωτιά στη Κινέτα, τίποτα άλλο. Αποφασίζουμε να φύγουμε με τα αυτοκίνητα. Το σπίτι από το χωματόδρομο είναι γύρω στα 100 μέτρα απόσταση. Το αυτοκίνητό μας, κοιτούσε βόρεια προς το Μάτι, πίσω μας η Ραφήνα. Με το που βγήκαμε καταλάβαμε πως θα είναι δύσκολο να φύγουμε από το δρόμο. Ξαφνικά έγινε μια τεράστια έκρηξη ενός μεγάλου πεύκου. Γυρίσαμε πίσω, ανοίξαμε την πόρτα του οικοπέδου και τρέξαμε όλοι προς το γκρεμό. Με το που φτάσαμε πάρα πολλοί έπεσαν στη θάλασσα μεταξύ αυτών και το παιδί μου, ο Κίμωνας, που δεν μπορούσε να αντέξει το καπνό. Χάθηκε για 2,5 ώρες. Όλοι όσοι πέσαμε στη θάλασσα διασωθήκαμε λόγω της τεράστιας υψομετρικης διαφοράς.
Για καλή του τύχη ο γιος μου είδε ένα αεροπλάνο και μπόρεσε να προσανατολιστεί για να βγει στην ακτή. Παραμείναμε όλοι μέσα στη θάλασσα μέχρι τις 12:30 το βράδυ όταν ήρθε βάρκα και μας πήρε. Όλοι οι κάτοικοι που ήρθαν προς εμάς, ήρθαν γιατί ξέρουν ότι είναι διέξοδος προς την Ερμιόνη που οδηγεί προς το Κόκκινο λιμανάκι», περιέγραψε.Αναφερόμενη στο σπίτι της η κα Φράγκου τόνισε πως «από το σπίτι μου δεν έμεινε τίποτα.
Το σπίτι είναι νόμιμο, δεν υπήρξε αυθαίρετο και δεν ήμουν καταπατητρια, ούτε εγώ ούτε η οικογένειά μου. Κατηγορηθήκαμε πανελληνίως σε σύσκεψη υπουργών την επόμενη της φωτιάς για την απώλεια 26 ατόμων που βρέθηκαν απανθρακωμένοι στην έκταση μας. Μας κατηγόρησαν ως καταπατητές. Το κράτος έχει καταστήσει όλους πολίτες ομήρους σε μία ψευδή συνθήκη. Είναι άθλιο και χυδαίο να έχουμε επίθεση από το Κράτος σε ανθρώπους που έχασαν δικούς τους και όλη την περιουσία τους» και πρόσθεσε:«Το οικόπεδο μας δεν έχει σκαλοπάτια προς τη θάλασσα με την κλασική έννοια. Είναι σμιλεμένα σκαλοπάτια από τον παππού μου στον βράχο. Δεν είναι βατά, είναι γκρεμός. Από εκεί σώθηκαν όσοι σώθηκαν. Δυστυχώς δεν πρόλαβαν και οι 26 διότι τους πρόλαβε θερμικό κύμα.
Θεωρώ ότι ήταν καθήκον μας να σώσουμε τους κατοίκους, αν και δεν προλάβαμε να σώσουμε τους 26. Σώσαμε όμως άλλους 40. Είναι παγκόσμια πρωτοτυπία να δέχονται κάτοικοι επίθεση από το κράτος, μετά από αυτό που συνέβη».«Αυτό το αφήγημα ότι δήθεν οι κάτοικοι φτάνε δεν αληθεύει», είπε η μάρτυρας και συμπλήρωσε ότι «δεν υπήρχε ειδοποίηση από κανέναν καήκαμε σαν τα ποντίκια». Τα όσα τραγικά έζησε περιέγραψε στο δικαστήριο ο Αντώνης Γιαννακοδήμος, ο οποίος έχασε τον πατέρα του στην πυρκαγιά. «Στις 6 παρά βλέπω μαύρο καπνό. Ανεβαίνω στην Μαραθώνος και έχει φωτιά στα 50 μέτρα. Σε κατάσταση πανικού επιστρέφω στο σπίτι, ειδοποίησα τους γονείς και μέσα σε 5 λεπτά το εγκαταλείψαμε.
Την ώρα που κατεβαίναμε καιγόταν ήδη η οροφή του σπιτιού. Είχε σκοτεινιάσει ήταν κόλαση. Επειδή έχουμε ξαναπεράσει φωτιές κατεβαίνω προς τη θάλασσα, ήταν μια ευθεία από το σπίτι. Πήγαμε στο λιμάνι του Ματιού ως ασφαλή τοποθεσία. Από τις 6:30 μέχρι τις 12 το βράδυ ζήσαμε τον απόλυτο φόβο και εξαθλίωση, εγκαταλελειμμένοι από τους πάντες», είπε ο μάρτυρας σε έντονα φορτισμένο κλίμα και συνέχισε λέγοντας, πως ο πατέρας του κατέληξε 20 μέρες μετά νοσηλευόμενος στο Θριάσιο Νοσοκομείο ενώ η μητέρα του επέζησε μετά από πολλές επεμβάσεις.Ο Γεώργιος Πολυμερόπουλος, την ημέρα της φωτιάς βρισκόταν στο σπίτι του όταν κάποια στιγμή είδε καπνό αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει από που ερχόταν. «Είδα κάποια στιγμή καπνό, δε μπορούσα να καταλάβω από του ερχόταν.
Οι καπνοί γίνονταν πιο έντονοι. Γύρω στις 6 το απόγευμα, ήταν έντονοι και δε μπορούσα να προσδιορίσω πόσο μακριά είναι η φωτιά. Σκεφτήκαμε ότι λόγω του καπνού πρέπει κάποια στιγμή να φύγουμε χωρίς όμως να πιστεύουμε πως θα κινδυνεύσουμε. Πήγε 6:20 και γίνεται μια διακοπή ρεύματος. Τότε καταλάβαμε ότι κάτι δεν πάει καλά και ξεκινάμε να φεύγουμε. Άνοιξα την πόρτα και είδα να έχει πιάσει φωτιά το πρώτο δέντρο του σπιτιού. Έπαθα σοκ. Βάζω τις φωνές και λέω φεύγουμε τώρα. Παίρνω κάτι νερά και κάτι πετσέτες», είπε ο μάρτυρας και συνέχισε :«Η πιο ασφαλής λύση ήταν να πάμε στη θάλασσα αλλά κατεβαίνοντας δεχθήκαμε ένα κύμα καπνού και κάψας στη πλάτη. Κατηφορίσαμε έχοντας καεί, μη μπορώντας να αναπνεύσουμε. Ετοιμαζόμουν να τα αγκαλιάσω τα παιδιά μου τότε είδα τη γειτόνισσα. Την παρακάλεσα να μας κατεβάσει στην παραλία.
Κατηφορίσαμε προς τη θάλασσα. Αποβιβαστήκαμε στη Ποσειδώνος και κατευθυνθήκαμε προς θάλασσα. Εκεί συνειδητοποιήσαμε ότι μητέρα μου είχε καεί σε πολλά σημεία και δεν ήταν καλά. Μπήκαμε στη θάλασσα και δροσιστήκαμε. Η μητέρα μου είχε καεί σε πάρα πολλά σημεία. Τα παιδιά ευτυχώς ήταν ψύχραιμα. Μια γυναίκα μας έδωσε το παρεο της για να σκεπάσουμε μύτες και στόματα. Αργότερα η κατάσταση της μάνας μου επιδεινωνόταν, πονούσε ζαλιζόταν. Ήμασταν μεταξύ μας, όλοι φοβισμένοι, η ώρα πέρασε και η φωτιά είχε τελειώσει. Μας βοήθησαν κάτι τουρίστες δίνοντας μας ρούχα. Φώναζα βοήθεια γενικά και αόριστα. Κοίταζα προς τη θάλασσα πιστεύοντας πως κάποιος θα ερχόταν.
Κάποια στιγμή έκανα σινιάλο σε κάτι που φαινόταν σαν καράβι. Είχε κατέβει από ένα καΐκι μια κοπέλα με ένα σωσίβιο και μας είπε ποιος θέλει να φύγει. Της είπα για τη μητέρα μου και πως πρέπει να ξανάρθει για τα παιδιά».Με τη σειρά της η αδελφή του Γ. Πολυμερόπουλου, Ευαγγελία, επίσης μόνιμη κάτοικος της περιοχής τα τελευταία 12 χρόνια, περιέγραψε πως βρήκε τους δικούς της.«Στις 6:30 με πήρε ο αδερφός μου και μου είπε πως καταστράφηκαν όλα και να βρω βοήθεια. Πήρα το Λιμενικό, καμία απάντηση. Προσπάθησα κάποια κανάλια. Μου έλεγε ο αδερφός μου ότι η μαμά κάνει εμετό, έχει σκοτάδι, ρωτούσε που είμαι. Κατά τις 9:30 το βράδυ παρέλαβα τη μάνα μου στον Ευαγγελισμό, ήταν από τους πρώτους που πήγαν.
Τα ανίψια μου πήγαν στο Παίδων και ο αδερφός μου σε ένα ιδιωτικό νοσηλευτήριο. Λίγες ώρες μετά μου είπαν πως η μητέρα μου είναι σε ιδιαίτερα κρίσιμη κατάσταση και πρέπει να μεταφερθεί για να συνεχίσει τη νοσηλεία της αφού έχει πολύ βαθιά εγκαύματα. Για δύο εβδομάδες ήταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση. Έκανε 3 χειρουργεία. Για 3 μήνες έμεινε ακίνητη για να σταθεροποιηθούν τα μοσχεύματα. Η νοσηλεία στο νοσοκομείο είναι τρομερή. Ο πόνος είναι ασύλληπτος. Τα ουρλιαχτά τους δεν μπορώ να τα ξεχάσω. Δεν μπορώ να σας εξηγήσω τι περάσαμε».
Η μητέρα των δύο αδελφών Δήμητρα Πολυμεροπούλου, η οποία είναι εγκαυματίας και έχει 40% μοσχεύματα, περιέγραψε στην κατάθεσή της πως σώθηκε εξαιτίας μιας γειτόνισσας που τους πήρε με το αυτοκίνητο της και τους οδήγησε προς την παραλία.«Όπως ετοιμαζόμαστε ξαφνικά βλέπω τον εγγονό μου γύρω στις 6:30 και μου λέει ”γιαγιά σπίθες”. Ο γιος μου τότε μου λέει ”ετοιμάσου”, δεν προλάβαμε να κάνουμε τίποτα, έγιναν όλα πολύ γρήγορα. Ανοίξαμε την πόρτα και φύγαμε τρέχοντας» είπε η μάρτυρας και συμπλήρωσε: «ήταν μία σκοτεινιά, ένα χάλι, τα έχασα, η αντιμετώπιση ήταν τραγική. Άρχισα να αισθάνομαι δεξιά και αριστερά στα χέρια μου σπίθες».