Η εικόνα της Αθήνας 120 χρόνια πριν - Τα πλατάνια στην Πανεπιστημίου και ο αγαπημένος περίπατος στη Σταδίου
Μαζί με την ανάπλαση της Αθήνας, με παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας στο κέντρο της πόλης και μια σειρά έργων σε κάθε μία από τις γειτονιές της, σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται και ο δημόσιος διάλογος για πολλά επιμέρους ζητήματα.
«Η σύνδεση της πλατείας Συντάγματος με την Ομόνοια μέσω του κεντρικού άξονα της Πανεπιστημίου, ήταν πάντα το “όραμα” πολεοδόμων και χωροτακτών που ουδέποτε υλοποιήθηκε, αλλά πλέον οι συνθήκες έχουν ωριμάσει και η Αθήνα δικαιούται να γίνει η ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που αξίζει στην Ελλάδα», αναφέρει μεταξύ άλλων ο Δήμος Αθηναίων σε ενημερωτικό του σημείωμα για τα έργα που θα ξεκινήσουν, δίνοντας σειρά απαντήσεων από το χρονοδιάγραμμα, την δαπάνη, αλλά και τα πλατάνια και τους χώρους πρασίνου που θα δημιουργηθούν.
Μια Αθήνα που σταδιακά γιγαντώθηκε από τα τέλη του προπερασμένου αιώνα όταν είχε πληθυσμό 63.000 κατοίκους το 1880, 142.000 κατοίκους το 1907, 292.00 το 1920 και έφτασε τα 3.000.000 σήμερα. Αντιμετωπίζει, όμως, ορισμένες ίδιες προκλήσεις, σε διαφορετική βέβαια ένταση.
Οι αναμνήσεις του Μίλτου Γ.Λιδωρίκη, θεατρικού συγγραφέα, σκηνοθέτη θεάτρου, δημοσιογράφου και πολιτικού της γενιάς του 1890, το πατρικό σπίτι του οποίου ήταν στην οδό Πανεπιστημίου 10, δίπλα στο Ιλίου Μέλαθρον καταγράφηκαν από τον ίδιο, δημοσιεύτηκαν στον έντυπο Τύπο της εποχής (εφημερίδα “Ασύρματος”) και αφορούν μια χρονική περίοδο που καλύπτει από τα 1880 μέχρι το 1930. Αποτέλεσαν πρόσφατα τη βάση για την έκδοση του βιβλίου “Μίλτος Λιδωρίκης – Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ” (Εκδόσεις Polaris).
Τα πλατάνια στην Πανεπιστημίου
«Η Αθήνα της τότε εποχής, και για μερικά ακόμη χρόνια, είχε ορισμένα σημεία πρασίνου, που δυστυχώς δεν υπάρχουν πλέον. Σε αυτά ο κόσμος εύρισκε καταφύγιο, όταν τρέχοντας μέσα στην Αθήνα για τις δουλειές του και υπό καυστικόν ήλιον πουθενά σχεδόν δεν απαντούσε λίγη σκιά, να σταματήσει και ν’ ανασάνει. Οι πελώριες θαυμάσιες λεύκες της οδού Σταδίου, από την οδόν Έδουάρδου Λω έως την οδόν Κοραή, φυτευμένες δεξιά και αριστερά στα πεζοδρόμια, πανύψηλες και φουντωτές, ένωναν τις κορφές τους και σχημάτιζαν μιαν όαση πρασίνου και σκιάς. κάτω από τον ωραίο αυτό και πρασινόλευκο θόλο, οι Αθηναίοι κάναν στάση για να βγάλουν τα καπέλα τους», αναφέρει ο Μίλτος Λιδωρίκης.
Σε άλλες σελίδες του βιβλίου αναφέρει: «Άλλο σημείο πρασίνου ήσαν τα πανώρια πλατάνια τα φυτευμένα στο πεζοδρόμιο της οδού Πανεπιστημίου, εμπρός από το τότε Μέγαρο Γερασίμου Κούππα, όπου σήμερα είναι ο μικρός Ζοννάρ. […] Πολύ παιδί, και ύστερα μεγάλος, θυμάμαι το θαυμάσιο “σπίτι του Κούππα”, από τα αρχιτεκτονικά θαύματα της Αθήνας, σήμερα αγνώριστο από τις μετατροπές που πήρε. Θυμάμαι τους πτωχούς, τους δυστυχείς που περίμεναν έξω από τη θύρα τις μεσημβρινές ώρες πότε θα γυρίσουν σπίτι τους, ο “Κούππας και η Κούππενα”. Η βαριά μεγάλη δρύινη θύρα άνοιγε και ο φτωχόκοσμος έμπαινε μέσα σ’ ένα αριστουργηματικό χολ, μια μεγαλοπρεπεστάτη είσοδο με αγάλματα, καθρέπτες, φυτά, και στο βάθος τη μαρμαρένια σκάλα που ανέβαινε στα πάνω πατώματα. […] Η οικογένεια Κούππα περιποιείτο και διετήρησε τα θαυμάσια εκείνα πλατάνια που σκέπαζαν όλο το πεζοδρόμιο και έκλειναν τα παράθυρα του σπιτιού ».
Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου σημείο συγκέντρωσης των αμαξάδων
«Άλλο πράσινο καταφύγιο για τους καιομένους Αθηναίους που περπατούσαν σε φλογισμένους δρόμους και καιόμενα πεζοδρόμια βρισκόταν έξω από το σπίτι μας. Μια λεύκα, που δεν μπορούσε από κάτω να δει κανείς την κορφή της, και μια σειρά φουντωμένων ακακιών, που εμείς τις ποτίζαμε από το περίφημο πηγάδι της ψηφιδωτής αυλής μας, έριχναν σκιά και δροσιά. Κάτω από τη λεύκα μαζεύονταν και οι αμαξάδες των αμαξιών που στάθμευαν γωνία Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου. Οι άλλοι κεντρικοί δρόμοι και οι πλατείες πείτε πως δεν είχαν δένδρα, τα πευκάκια και η πλατεία Ελευθερίας, απεριποίητοι πευκώνες με τσουκνίδες και αναιμικές παπαρουνίτσες, όπως και οι γύρω από το Πανεπιστήμιον και την Ακαδημίαν χώροι. Αλλά πώς ήταν δυνατόν να υπάρξουν δένδρα στους δρόμους, αφού την πρωτεύουσα εμάστιζε τυραννική λειψυδρία και που μόνον κάποτε έβαινε ένα τρύπιο βυτίο, που το παρμένο από βρομοπήγαδα νερό του χυνόταν προτού το μεταχειρισθούν για κατάβρεγμα;», γράφει στα απομνημονεύματα του ο Μίλτος Λιδωρίκης.
Η Αθήνα αλλάζει. Βόλτα στη Σταδίου και η διαδρομή Ομόνοια-Σύνταγμα
«Από του 1890 μέχρι του 1912 άρχισεν ως διά μαγείας η μεταβολή της πόλεως και από του ’12, που νικηφόρος η Έλλάς επεβλήθη, αλματικώς επροχώρησεν η πρόοδος σε όλους τους κλάδους της εθνικής ζωής. Η κίνησις του κόσμου στις πλατείες και στους δρόμους της πρωτευούσης δεν ήταν γενική. Ορισμένοι δρόμοι σε ορισμένες ώρες είχαν την κίνησή τους. Η οδός Έρμού το πρωί και τις πρώτες απογευματινές ώρες είχε μεγάλη κίνηση», αναφέρει ο Λιδωρίκης.
«Μετά τις πέντε το απόγευμα και όλη τη νύκτα, κάπου κάπου μια σκιά ανθρώπου φαινόταν να γλιστράει μέσα στο σκοτάδι που βασίλευε σε αυτήν. Το ίδιο οι οδοί Αιόλου, Αθηνάς, Αγίου Κωνσταντίνου, Πειραιώς, 3ης Σεπτεμβρίου. Για τους άλλους δρόμους ας μη γίνεται λόγος. Την ημέρα μικρή και συνήθης κίνησις, το βράδυ και τη νύκτα νέκρα. Έις την οδόν Σταδίου η κίνησις άρχιζε πολύ πρωί και χωρίς να σταματήσει διόλου, εξακολουθούσε ως τις πρωινές ώρες. Kίνησις διαρκής, γιατί σε αυτό το δρόμο ο κόσμος δεν ανεβοκατέβαινε μόνο για τις δουλειές του. Έκοβε βόλτες, όπως έλεγαν τότε, από την πλατεία του Συντάγματος ως την Ομόνοια, πάνω κάτω, έτσι, για περίπατο.
“Τι λες, πάμε να κόψουμε βόλτες στην οδόν Σταδίου;”, και πραγματικά, ο κεντρικός αυτός δρόμος ήταν ο αγαπημένος περίπατος των Αθηναίων, που ξεκινούσαν από το Σύνταγμα, έφθαναν στην Ομόνοια, έκαναν μεταβολή κι επανελάμβαναν το ίδιο, δύο και τρεις φορές, περπατώντας σιγά σιγά, πειράζοντας τα κορίτσια, βλέποντας σε κάθε γύρισμα τα πρόσωπα που ήθελαν. Το ίδιο γινόταν το πρωί μόνον στην οδόν Έρμού, που κάθε μέρα ήταν γεμάτο από το ωραίο φύλον, που όταν έφευγε από το σπίτι του και το ρωτούσαν “πού πας;” απαντούσε «”στα μαγαζιά”. Έτσι ελέγαμε όλοι τότε την οδόν Έρμού. Αυτή η συνήθεια του περιπάτου σε κεντρικούς, πολυσύχναστους και θορυβώδεις δρόμους δεν κράτησε πολύ. Έπαυσε με τη λειτουργία των κοσμικών ζαχαροπλαστείων, των αιθουσών τσαγιού», επισημαίνει ο ίδιος στην εκτενή καταγραφή των αναμνήσεων του που περιλαμβάνουν τα ήθη και έθιμα και πολλές λεπτομέρειες της Αθήνας μεταξύ 1880 και 1930.
Μια Αθήνα που στην πορεία τής ιστορίας πέρασε πολλά, μεταμορφώθηκε σε μια μεγαλούπολη, αλλά εξακολουθεί να κρατάει πολλά από εκείνα που κατέγραψε Μίλτος Λιδωρίκης, τα οποία κατάφερε να μεταφέρει, όπως χαρακτηριστικά είπε ο Άγγελος Τερζάκης, με ένα ξεχείλισμα ζωής, έναν ενθουσιασμό όλο νιάτα. Έναν ενθουσιασμό που ακόμη διακρίνεις στα πρόσωπα των νέων ανθρώπων που έχουν όνειρα για την πόλη που ζουν και καθημερινά ανακαλύπτουν.
Πηγή: AΠΕ-ΜΠΕ