Ο Αλέξης Κούγιας ανέλαβε την υπεράσπιση του Δημήτρη Λιγνάδη

Ο γνωστός ποινικολόγος, Αλέξης Κούγιας, ανέλαβε την υπερασπιστή του Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος κατηγορείται για το αδίκημα του βιασμού κατά συρροή.

Ο κ. Κούγιας, μιλώντας στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του Alpha, ανέφερε ότι ίδιος ο κ. Λιγνάδης εκδήλωσε την πρόθεσή του να τον υπερασπιστεί ο ίδιος, από κοινού με τον συνάδελφό του, Νίκο Γεωργουλέα. Επεσήμανε ότι προς το παρόν δεν έχει γνώση της δικογραφίας, και προανήγγειλε πως θα ζητήσει νέα προθεσμία για να καταθέσει ο πελάτης του, ώστε να ενημερωθεί για τη δικογραφία. «Πιστεύω ότι έως την Πέμπτη θα έχω ενημερωθεί επαρκώς», υπογράμμισε.

Ο ίδιος τόνισε μάλιστα ότι «υπερασπίζομαι τον κορυφαίο Έλληνα σκηνοθέτη και ηθοποιό», συμπληρώνοντας ότι εάν αυτά που περιέχονται στη δικογραφία είναι αντίθετα στις αρχές του, τότε θα αποχωρήσει από την υπεράσπιση.

Λίγο αργότερα, το γραφείο του κ. Κούγια εξέδωσε και επίσημη ανακοίνωση για την ανάληψη της υπόθεσης του κ. Λιγνάδη από τον γνωστό ποινικολόγο. Στην ανακοίνωση αναφέρονται τα εξής:

«Πριν από λίγη ώρα, ο επικεφαλής του δικηγορικού μας γραφείου κύριος Αλέξιος Κούγιας απεδέχθη την εντολή του κορυφαίου σκηνοθέτου και ηθοποιού και μέχρι προ ολίγου διευθυντού του Εθνικού Θεάτρου της Ελλάδος κυρίου Δημητρίου Λιγνάδη και θα είναι μαζί με τον εξαίρετο συνάδελφο κύριο Νικόλαο Γεωργουλέα υπερασπιστής του κατά την απολογία του, η οποία έχει προσδιοριστεί για την Τετάρτη 24/02/2021 και ώρα 12:00 ενώπιον της 19ης Τακτικής Ανακριτού.

Ο κύριος Αλέξης Κούγιας θα επισκεφθεί αύριο την κυρία Ανακριτή, θα ζητήσει και θα λάβει αντίγραφα της δικογραφίας και θα ζητήσει η απολογία να προσδιορισθεί για την Πέμπτη 25/02/2021, ώστε μαζί με τον κύριο Γεωργουλέα να ανταποκριθούν με επάρκεια, λόγω του περιορισμένου χρόνου, στα υπερασπιστικά τους καθήκοντα, όπως απαιτούν οι αρχές του δικηγορικού σώματος και οι συνθήκες της δίκαιης δίκης σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, οι οποίες μέχρι τώρα έχουν καταρρακωθεί από ταπεινή πολιτική εκμετάλλευση και κακή άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος, κατακρεουργώντας το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου».