Αντίο Λάρυ... Με λυγμούς ο επικήδειος από τον Πορτοκάλογλου
Ο Νίκος Πορτοκάλογλου, στενός του φίλος, ο Διονύσης Τσακνής αλλά και ο γιατρός που τον φρόντιζε, ήταν τα τρία άτομα που αποχαιρέτησαν με επικήδειους τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα στο τελευταίο του ταξίδι, εκφράζοντας τα συναισθήματα όσων τον αγάπησαν ως άνθρωπο αλλά και ως καλλιτέχνη
«Θα μου λείψεις, σε αγαπάω Λάρυ», είπε ο Διονύσης Τσακνής, ενώ ο καρδιοχειρυυργός κ.Πράπας περιέγραψε την αντίδρασή του εκλιπόντος όταν διαπιστώθηκαν τα προβλήματα με την καρδιά του και πως η μοναχοκόρη του, η Μαρία Κλάρα έγινε το κίνητρό του για να γίνει «ο πιο πειθαρχημένος ασθενής». Είπε: «Γιατί; Μήπως δεν πρόσεξε, μήπως δεν έπαιρνε τα φάρμακά του, μήπως τον κούρασαν οι συνεργάτες του;
Όταν δημιουργήθηκαν τα προβλήματα με την καρδιά του, μου έλεγε ότι δεν φοβάται τίποτα. Η κόρη του ήταν τότε τεσσάρων ετών κι έλεγε « έχω μια κόρη που πρέπει να μεγαλώσω» Ήταν ο πιο πειθαρχημένος ασθενής . Δυστυχώς αυτή τη φορά έπαθε ανακοπή Λαυρέντη αγαπημένε καλό ταξίδι εκεί στον παράδεισο όπου σε περιμένουν οι φίλοι σου να σκαρώνετε τραγουδάκια στις γειτονιές των αγγέλων» είπε φανερά συγκινημένος ο Σωτήρης Πράπας.
Σπαρακτικός ο Νίκος Πορτοκάλογλου
Αβάσταχτος είναι ο πόνος του Νίκου Πορτοκάλογλου για τον φίλο και συνεργάτη του: «Με τον Λαυρέντη είχαμε τέσσερις δεκαετίες παράλληλες αλλά δεν είχε συνεργαστεί ποτέ μέχρι πέρσι. Τέτοια εποχή πέρσι βρεθήκαμε για την πρώτη πρόβα. Κι όπως ξέρετε πολύ συνεργάτες και φίλοι του δεν τις αγαπούσε τις πρόβες ο Λαυρέντης.
Μπήκε στο στούντιο την πρώτη ημέρα φουριόζος και άρχισε να φωνάζει με τη βροντερή φωνή του. «Ωχ» σκέφτηκα, «έμπλεξα με φωνακλά! Μετά από λίγο όμως κάποιος πέταξε ένα αστείο και εκεί που ήταν συνοφρυωμένος, έσκασε αυτό το χαμόγελο. Δεν πέρασαν δυο – τρεις ημέρες και κατάλαβα ότι είχα μπλέξει με έναν φωνακλά αλλά με χρυσή καρδιά.
Ήταν ειλικρινής σε βαθμό κακουργήματος, πληθωρικός, τρυφερός και ευαίσθητος σαν παιδί. Ένα παιδί απρόβλεπτο, ατίθασο και σκανταλιάρης. Από την πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε στη σκηνή μαζί συνέβη κάτι μαγικό, ήταν λες και παίζαμε μαζί για χρόνια. Νιώθαμε ξανά σαν δυο πιτσιρικάδες που φτιάξαμε το πρώτο μας συγκρότημα.
Εκεί στη σκηνή θαύμασα τη δύναμη που είχε σαν εμπνευστής, την απίστευτη γκάμα της εκφραστικότητάς του, το χάρισμα της επικοινωνίας που είχε με τον κόσμο χωρίς κόλπα και εφέ αλλά με πηγαία λαϊκότητα και ένα χιούμορ.
Η αγάπη του για το ροκ, το λαϊκό αλλά το γαλλικό και ιταλικό τραγούδι που ήταν το φόρτε του, όλα συνυπήρχαν αβίαστα και αρμονικά μέσα στις λαμπερές μελωδίες του.
Ο Λαυρέντης, δεν ήταν έντεχνος ή ροκ ή λαϊκός, ήταν ο Λαυρέντης και αφορούσε τους πάντες. Για αυτό τη στιγμή που μάθαμε το τραγικό νέο, η αντίδραση του κόσμου στα κοινωνικά δίκτυα ήταν τόσο αυθόρμητη. Άνθρωποι θρηνούσαν όχι για την απώλεια ενός σημαντικού καλλιτέχνη αλλά του δικού τους ανθρώπου που περιφρονούσε τις δημόσιες σχέσεις και το παιχνίδι της δημοσιότητας. Ήταν τελικά αγαπητός όσο ελάχιστοι.
Στη διάρκεια αυτής της συγκλονιστικής χρονιάς που περάσαμε μαζί, γελούσε νομίζοντας ότι παίζαμε σε μια κοινή σαπουνόπερα. Ξαφνικά στα 60 μας ανακαλύψαμε ότι είχαμε έναν χαμένο αδελφό. Μου μίλαγε ξανά και ξανά για τη βαθιά αγάπη του για τη σύντροφο της ζωής του, την Ελένη, που ήταν όπως έλεγε ο φύλακας άγγελός του και για τη λατρεμένη του κόρη, Μαρία Κλάρα και τον αδελφό του τον, Σωκράτη, για τους φίλους του και συνεργάτες του, στους οποίους ήταν πιστός και αφοσιωμένος».