Ανατροπή στις μεγάλες δίκες φέρνει ο νέος Ποινικός Κώδικας - Σε ισχύ και η ποινική διαπραγμάτευση για να μην γίνει η δίκη

Οι νέες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα ενδέχεται να φέρουν σηµαντικές αλλαγές σε εν εξελίξει δίκες, ενώ εδώ και µήνες ζητούνται σωρηδόν αναβολές από κατηγορουµένους ως καταχραστές του ∆ηµοσίου οι οποίοι απειλούνται ακόµη και µε ισόβια κάθειρξη.

Η ισχύς των νέων κωδίκων αρχίζει από την 1η Ιουλίου, µε πολλές δίκες να βρίσκονται κοντά στο στάδιο της εισαγγελικής πρότασης, ενώ σε άλλες, όπως στη δίκη των κατηγορουµένων για την Siemens, η εισαγγελέας έχει κάνει την πρότασή της επί της ενοχής (µε βάση τον παλιό κώδικα), µε τις νέες διατάξεις, όµως, να περιλαμβάνουν τους κατηγορουµένους, αφού ο νέος κώδικας έχει αναδροµική ισχύ και για τις εκκρεµείς υποθέσεις. Τι µέλλει γενέσθαι;

Νοµικοί λένε πως είναι µονόδροµος για τους δικαστές να… κατεβάσουν τα µολύβια µέχρι τις 2 Ιουλίου, ώστε να αντιµετωπίσουν τη νέα πραγµατικότητα, αποφεύγοντας οποιαδήποτε ενδιάµεση διαδικασία.

Παράλληλα, τόσο οι δικαστικοί λειτουργοί όσο και οι δικηγόροι θα έχουν ικανό χρόνο προετοιµασίας εν όψει των νέων δεδοµένων, αφού, όπως λένε στο «Εθνος της Κυριακής», όλοι οι συλλειτουργοί της Θέµιδος θα πρέπει να καθίσουν και πάλι στα θρανία!

Για τη δωροδοκία

Στις βασικές αλλαγές που φέρνει ο νέος Ποινικός Κώδικας βρίσκεται εκτός από την κατάργηση νόµου για τους καταχραστές του Δηµοσίου, που χρονολογείται από το 1950 και επέσυρε µέχρι και ισόβια, και το αδίκηµα της δωροδοκίας.

Πλέον η δωροληψία δηµοσίου υπαλλήλου είναι πληµµέληµα όταν τελείται για πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά του, για παράδειγµα όταν πάρει «δώρο» για να βγάλει µια πολεοδοµική άδεια γρηγορότερα. Ωστόσο, είναι κακούργηµα όταν η πράξη που κάνει είναι αντίθετη µε τα καθήκοντά του (για παράνοµη αιτία).

Στον νέο κώδικα εντάσσεται σαφέστερα η δωροδοκία στον ιδιωτικό τοµέα, ενώ η δωροδοκία πολιτικών προσώπων και δικαστών παραµένει κακούργηµα και για εκείνον που κάνει τη δωροδοκία και για εκείνον που λαµβάνει τον «µποναµά», µε τον τελευταίο, όµως, να τιµωρείται αυστηρότερα, µε ποινή µέχρι και 15 χρόνια.

Στα οικονοµικής φύσεως αδικήµατα συναντάται και η απιστία, στην οποία, εάν η ζηµία υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ, ο δράστης τιµωρείται µε κάθειρξη έως 10 έτη, ενώ αν έγινε σε βάρος του ∆ηµοσίου επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον από 10 έως 15 έτη.

Μικρότερες ποινές για Χριστοφοράκο και τραπεζικά στελέχη

Το πλάισιο απειλούµενων ποινών λόγω των αλλαγών στο σύστηµα ποινών του ΠΚ αναµόρφωσε και τις ποινές στους ειδικούς ποινικούς νόµους όπως το ξέπλυµα βρώµικου χρήµατος.

Η πράξη παραµένει κακούργηµα, αλλά τιµωρείται µε νέο πλαίσιο ποινής από 1 έως 6 χρόνια, ενώ στη διακεκριµένη του µορφή (κατ’ επάγγελµα και κατ’ εξακολούθηση) είναι κακούργηµα και τιµωρείται µε κάθειρξη από 10 έως 15 χρόνια.

Εάν δικαζόταν σήµερα ο Ακης Τσοχατζόπουλος, ο οποίος µε τις διατάξεις του παλαιού Ποινικού Κώδικα καταδικάστηκε σε κάθειρξη 19 ετών, σήµερα η ποινή του θα µπορούσε να φθάσει τα 15 χρόνια. Χαρακτηριστικότερο παράδειγµα υπόθεσης που επηρεάζεται είναι η δίκη για τις µίζες του γερµανικού κολοσσού της Siemens, για την οποία έναν µήνα νωρίτερα η εισαγγελέας της έδρας είχε κάνει την πρότασή της για τους κατηγορουµένους, που θα κληθεί, όπως φαίνεται, να ξανακάνει, συνυπολογίζοντας τα νέα δεδοµένα.

Οι αλλαγές που θα κληθεί να κάνει η εισαγγελική λειτουργός δεν θα επηρεάσουν, όπως λένε παράγοντες της δίκης, τον πρώην «στρατηγό» Θεόδωρο Τσουκάτο, για τον οποίο είχε προτείνει -ούτως ή άλλως- απαλλαγή για το αδίκηµα της συνέργειας σε δωροδοκία υπαλλήλων.

Ωστόσο, βέβαιο πρέπει να θεωρείται ότι θα αντιµετωπιστούν µε βάση τις διατάξειςτου νέου κώδικα πρωταγωνιστές της υπόθεσης όπως ο Μιχάλης Χριστοφοράκος ή ο Χρήστος Καραβέλας, οι οποίοι κατηγορούνται και για ενεργητική δωροδοκία υπαλλήλων του ΟΤΕ, οι οποίοι θεωρούνταν δηµόσιοι υπάλληλοι.

Ο νέος κώδικας ξεκαθαρίζει ότι οι οργανισµοί κοινής ωφέλειας όπως ο ΟΤΕ δεν ανήκουν πλέον στον ευρύτερο τοµέα του ∆ηµοσίου. Μετά την κατάργηση του άρθρου 263Α του ΠΚ, που θεωρούσε πλασµατικά «δηµοσίους υπαλλήλους τους εργαζοµένους σε αυτά» (ενώ, στην πραγµατικότητα, ∆ηµόσιο είναι πλέον οι ΟΤΑ, τα υπουργεία και τα ΝΠ∆∆, και όχι τα ΝΠΙ∆ και οι ιδιωτικές τράπεζες), δεν µπορεί να έχει εφαρµογή ο ν. 1608/50 περί καταχραστών του ∆ηµοσίου (ο οποίος την ίδια ώρα καταργείται) και, συνεπώς, η ποινική µεταχείριση των κατηγορουµένων ενδέχεται να είναι επιεικέστερη.

Μετατροπή σε πλημμέλημα

Για τους κατηγορουµένους που αντιµετωπίζουν το αδίκηµα της ενεργητικής δωροδοκίας, εκείνους που «λαδώνουν» δηλαδή, εφόσον αυτή µετατραπεί σε πληµµέληµα, έχει παραγραφεί (ανάλογα µε τον χρόνο τέλεσής της).

Ωστόσο, όπως εξηγούν νοµικοί στο «Εθνος της Κυριακής», «εάν η δωροδοκία είναι παραγεγραµµένη, το δικαστήριο δεν εµποδίζεται να καταδικάσει κάποιον για ξέπλυµα χρήµατος εάν κριθεί ένοχος και γι’ αυτήν τη πράξη (σ.σ.: παραγράφεται στα 20 χρόνια).

Η ανατροπή, ωστόσο, θεωρείται βέβαιη στην ποινική µεταχείριση των υπαλλήλων του ΟΤΕ που κατηγορούνται ότι «τα πήραν» (σ.σ.: παθητική δωροδοκία) ως υπάλληλοι του ∆ηµοσίου για την υπογραφή της σύµβασης 8002 του ΟΤΕ, καθώς πλέον δεν θεωρούνται δηµόσιοι υπάλληλοι.

Αλλαγές θα υπάρξουν, όµως, και στις δίκες για τα τραπεζικά σκάνδαλα, στην περίπτωση που υπάρξουν καταδίκες. Οι 35 κατηγορούµενοι στη δίκη του Ταχυδροµικού Ταµιευτηρίου αντιµετωπίζουν τις κατηγορίες της απιστίας και απάτης µε τις επιβαρυντικές διατάξεις του ν. 1608/1950 περί καταχραστών του ∆ηµοσίου και του ξεπλύµατος βρώµικου χρήµατος. Και σε αυτήν την περίπτωση, το πλαίσιο ποινής θα αλλάξει, αφού «σπάνε» τα ισόβια. Τα ίδια θα ισχύσουν και για τη δίκη της Proton Bank, µε βασική διαφορά ότι κάποιοι εκ των κατηγορουµένων βαρύνονται µε το αδίκηµα της ένταξης και της συγκρότησης εγκληµατικής οργάνωσης.

Εκεί ο νόµος διατηρεί την ποινή 5-10 ετών για τα µέλη, αλλά για τον «αρχηγό» η προβλεπόµενη ποινή κυµαίνεται από 5 έως 15 έτη – αλλαγή που επηρεάζει και τη δίκη της Χρυσής Αυγής, στην περίπτωση καταδίκης των κατηγορουµένων ως διευθυντικών στελεχών.

Στο προσχέδιο του Ποινικού Κώδικα δεν υπήρχε η «διεύθυνση» ως επιβαρυντική περίσταση και, συνεπώς, ο διευθύνων είχε την ίδια ποινική ευθύνη και µεταχείριση µε το απλό µέλος, δηλαδή ποινή κάθειρξης 5-10 έτη.

Ωστόσο, µετά τις αντιδράσεις επανήλθε η διεύθυνση ως διακεκριµένη µορφή του εγκλήµατος και τιµωρείται µε ποινή κάθειρξης από 5 έως 15 χρόνια. Με τον προηγούµενο κώδικα οι διευθυντές εγκληµατικής οργάνωσης τιµωρούνταν µε ποινή κάθειρξης έως 20 χρόνια, ωστόσο µε τον νέο κώδικα το ανώτατο όριο κάθειρξης δεν ξεπερνά τα 15 έτη.

Ψευδής βεβαίωση

Αυστηρότερο γίνεται το πλαίσιο του νόµου και για το αδίκηµα της ψευδούς βεβαίωσης, στο οποίο πλέον περιλαµβάνεται ως ιδιαίτερα διακεκριµένη µορφή του εγκλήµατος η τέλεση της πράξης κατά του ∆ηµοσίου, όταν το αντικείµενό της υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ. Το αδίκηµα αυτό αφορά την υπόθεση της Novartis, για την οποία, σύµφωνα µε τη δίωξη που άσκησε η εισαγγελέας ∆ιαφθοράς, ο αρµόδιος υπάλληλος του υπουργείου, µέλος της ∆ιεύθυνσης Τιµών Φαρµάκου που βεβαίωσε την αυξηµένη τιµή του σκευάσµατος, είναι αντιµέτωπος µε την κατηγορία της ψευδούς βεβαίωσης.

Οµολογία ενοχής µε «δώρο» µειωµένη ποινή χωρίς δίκη

Με στόχο το διαρκές ζητούµενο, που δεν είναι άλλο από την επιτάχυνση απονοµής της δικαιοσύνης, τα µέλη της νοµοπαρασκευαστικής επιτροπής προχώρησαν σε αλλαγές και στις διατάξεις της Ποινικής ∆ικονοµίας, στον τρόπο δηλαδή µε το οποίο λειτουργούν τα δικαστήρια, στις αρµοδιότητές τους, αλλά και εκείνες των οργάνων τους, των δικαστών και εισαγγελέων. Το µοντέλο από το οποίο η επιτροπή υιοθέτησε κανόνες είναι κυρίως το γερµανικό, στο οποίο κυρίαρχος της ανακριτικής διαδικασίας είναι ο εισαγγελέας. Υιοθετήθηκαν, όµως, και νέες διαδικασίες, όπως η αποχή από την ποινική δίωξη, η ποινική συνδιαλλαγή και η ποινική διαπραγµάτευση.

Αποχή από τη δίωξη

Η προσωρινή αποχή από την άσκηση της δίωξης από τον εισαγγελέα µε την έγκριση του δικαστή θα γίνεται στα πληµµελήµατα µε απειλούµενη ποινή φυλάκισης µέχρι τρία χρόνια, υπό την προϋπόθεση ότι ο δράστης θα εκπληρώσει µέσα σε σύντοµο χρονικό διάστηµα ορισµένους όρους (π.χ. ουσιώδης προσπάθεια συµφιλίωσης µε το θύµα ή την καταβολή ενός ποσού σε ίδρυµα). Εάν ο κατηγορούµενος τηρήσει τους όρους, τότε θα υπάρξει αποχή από την άσκηση της δίωξης. Η αποχή προβλέπεται και για το κακούργηµα της υπεξαίρεσης και της απιστίας, µε την προϋπόθεση ότι ο δράστης θα αποκαταστήσει πλήρως τη ζηµία, καταβάλλοντας στον παθόντα -αποδεδειγµένα- το κεφάλαιο και τους τόκους υπερηµερίας.

Εάν ο δράστης δεν τελέσει µέσα σε τρία χρόνια το ίδιο αδίκηµα, τότε η αποχή από τη δίωξη σε βάρος του καθίσταται οριστική.

Η ποινική διαπραγµάτευση

Η ποινική διαπραγµάτευση έχει κεντρικό γνώρισµά της την ανταλλαγή της οµολογίας µε το «δώρο» της µειωµένης ποινής. Με δυο λόγια, πες ότι είσαι ένοχος και θα έχεις ελαφρύτερη ποινή. Εφαρµόζεται εδώ και πολλά χρόνια στη Γαλλία και τη Γερµανία, και αποδίδει καρπούς, αφού σε όλη την Ευρώπη στόχος είναι η αποφυγή της κλασικής ποινικής δίκης -λόγω µακράς διάρκειας-, αλλά και η αποσυµφόρηση των δικαστηρίων. Η διαπραγµάτευση θα γίνεται µε τον συνήγορο του κατηγορουµένου και τον εισαγγελέα, οι οποίοι θα πρέπει να συµφωνήσουν µε την ποινή που πρόκειται να επιβληθεί.

Ο εισαγγελέας θα είναι αυτός που θα αξιολογεί το έγκληµα, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστηκε και την προσωπικότητα του δράστη, και θα κρίνει αν µπορεί η επίµαχη περίπτωση να ενταχθεί στον νέο θεσµό ή θα πρέπει να γυρίσει στην πεπατηµένη οδό, που δεν είναι άλλη από την κλασική δίκη. Εκτός διαπραγµάτευσης βγαίνουν, σε κάθε περίπτωση, τα αδικήµατα της τροµοκρατικής οργάνωσης, της ανθρωποκτονίας, της ληστείας µετά φόνου, αλλά και τα εγκλήµατα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονοµικής εκµετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.

Τέλος, ενισχύεται η διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής, η οποία δεν «περπάτησε» και αφορά στα οικονοµικά εγκλήµατα και στην ελαφρύτερη ποινική τους µεταχείριση, µε την προϋπόθεση ότι θα γίνει πλήρης αποκατάσταση της οικονοµικής βλάβης του θύµατος ή του ∆ηµοσίου.