«Πέθανε ακριβώς την ώρα που έβαζε το ξυπνητήρι για να πάει στη δουλειά» - ΄Υστατο χαίρε στον Βασίλη Λυριτζή

Μεγάλο πλήθος συγγενών, φίλων, συναδέλφων και πολιτικών, έσπευσε να πει το στερνό «αντίο» στον Βασίλη Λυριτζή, κατά την πολιτική του κηδεία.

Η οικογένεια του γνωστού δημοσιογράφου, που έφυγε από τη ζωή, χτυπημένος από τον καρκίνο, το πρωί της Τρίτης, σε ηλικία 62 ετών, ζήτησε από όσους δώσουν το «παρών» στην κηδεία, αντί στεφάνων, να καταθέσουν εισφορές στο Σύλλογο Γονέων Παιδιών με Νεοπλασματική Ασθένεια «Φλόγα».

Μεταξύ αυτών, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, συνάδελφοί του από αρκετά Μέσα Ενημέρωσης (Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, OPEN Beyond, εφημερίδα «Εθνος» κ.ά.), πολιτικοί (όπως ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης) και πολλοί ακόμη.  

Παρόντες στην κηδεία, μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας Στέργιος Πιτσιόρλας, ο Νίκος Φίλης, η περιφερειάρχης Αττικής Ρένα Δούρου, ο υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων Παύλος Γερουλάνος.

Η τελευταία περιπέτεια  

Ο επί χρόνια συνεργάτης του Βασίλη Λυριτζή, Δημήτρης Οικονόμου, αποκάλυψε ότι ο αδελφικός του φίλος (ο Βασίλης) «ήταν περίπου ένα μήνα στο νοσοκομείο. Επιδεινώθηκε ραγδαία η κατάστασή του, τους τελευταίους 2-3 μήνες».

Από την πλευρά του, ο δημοσιογράφος Κώστας Γιαννακίδης είπε ότι ο Βασίλης Λυριτζής «στάθηκε γενναία απέναντι στον θάνατο. Το εννοώ, δεν είναι προσχηματικό. Το δέχθηκε και το διαχειρίστηκε με πραότητα».

Ο ίδιος επισήμανε ότι «ο Βασίλης πέθανε στις 05.10 το πρωί της Τρίτης, στο δωμάτιο 2662, στον έκτο όροφο του “Αγίου Σάββα”. Πέθανε ακριβώς την ώρα που, για χρόνια, έβαζε το ξυπνητήρι του για να πάει στη δουλειά».

Το να ταφεί με πολιτική κηδεία ήταν επιθυμία του ιδίου.

«Το βράδυ που πέθανε ο Βασίλης», το αντίο από τον Κώστα Γιαννακίδη…

Στάθηκε γενναία απέναντι στον θάνατο. Το εννοώ, δεν είναι προσχηματικό. Το δέχθηκε και το διαχειρίστηκε με πραότητα. Με ένα σήκωμα των ώμων. Και εμείς γύρω του να βιώνουμε το αδιανόητο. 

Ένας εύσωμος, φαλακρός νοσοκόμος της βραδινής βάρδιας ήρθε και πήρε τη σορό από το δωμάτιο. «Ζωή σε λόγου σας» ευχήθηκε. Δεν του απάντησε κανείς. Οικογένεια και φίλοι αρχίσαμε να μαζεύουμε το μικρό νοικοκυριό που στήθηκε τις τελευταίες εβδομάδες εκεί μέσα. Και μετά, λες και φεύγαμε εμείς ταξίδι και όχι ο Βασίλης, τραβώντας βαλίτσες, κρατώντας τσάντες στην αγκαλιά, κατεβήκαμε στο κυλικείο. Γύρισα δεξιά, κοίταξα μία τηλεοπτική οθόνη, είδα τον Οικονόμου να αναγγέλλει την είδηση. Κάποιος άλλαξε κανάλι. Και ο Παπαδάκης για τον Βασίλη έλεγε. Και εκεί, με τους αγκώνες επάνω σε ένα βρώμικο τραπέζι, ποτισμένο με καφέ και πασπαλισμένο με στάχτη, έβαλα τα κλάματα. 

Δεν είναι μόνο που θα μου λείψει ο κουμπάρος μου. Είναι τα χρόνια και οι αναμνήσεις που, από τη μία στιγμή στην άλλη, έγιναν καντηλάκι σε ένα από τα πολλά μνήματα που χτίζουμε μέσα μας όσο μεγαλώνουμε. Ναι, φυσικά, από τον Βασίλη θα μου λείψει η καλοσύνη, η αισιοδοξία και η συναισθηματική του γενναιοδωρία. Περισσότερο, όμως, θα μου λείψει ο Βασίλης ως ένας φάρος ρεαλισμού, κοινής λογικής και ηθικού προσδιορισμού.

Ο Λυριτζής λειτουργούσε ως μπούσουλας για τους ανθρώπους γύρω του. Και είχε ένα πολύ σπάνιο χαρακτηριστικό: κατάφερνε να συνδυάζει τις, δεδηλωμένες άλλωστε, πολιτικές του αρχές με τον ρεαλισμό, τη λογική και την ευρύτητα στη ματιά. Αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασμό με την εντιμότητα και τη βαθιά του καλλιέργεια, συνέβαλαν στην καθολική αποδοχή της προσωπικότητας και του δημοσιογραφικού έργου που παρήγαγε.

Δεν ήταν, απλώς, ένας καλός δημοσιογράφος. Ήταν ο ορισμός, η περιγραφή του καλού δημοσιογράφου. Και ένας αληθινά προοδευτικός άνθρωπος. 

Δεν έχω αποφασίσει αν θα διαγράψω το όνομά του από τις επαφές του κινητού μου. Ο ίδιος θα μου έλεγε ότι δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά. «Υπάρχει περίπτωση να στείλεις SMS σε νεκρό ή να σε πάρει τηλέφωνο;» θα ρωτούσε. Κοίτα, όμως, Βασίλη που αυτό σε αφορά. Περισσότερο από όσο μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε.