Δεν... ξέρει, δεν θυμάται τίποτα ο Μαυρίκος

Δεν του ζήτησαν χρήματα, ισχυρίζεται ο επιχειρηματίας Νίκος Μαυρίκος ούτε εκείνος τους έδωσε για την απελευθέρωσή του. Μάλιστα, όταν ρωτήθηκε για τους διαλόγους που είχε με τους δράστες και αν τους είδε, εκείνος απάντησε: «Μου είχαν βάλει κουκούλα, με είχαν χτυπήσει στο πρόσωπο και είχα δεμένα χέρια. Δεν ξέρω ποιοι ήταν, δεν θυμάμαι διαλόγους».

Ο άνθρωπος που στις 27 Δεκεμβρίου έπεσε θύμα αρπαγής από τέσσερις αγνώστους, απελευθερώθηκε την Πέμπτη (3/1), βρίσκεται ήδη στην οικογένειά του, ωστόσο, τα ερωτηματικά της αστυνομίας, και όχι μόνο, για την εξαφάνιση παραμένουν αναπάντητα.

Ερωτηματικά εξάλλου προκαλεί και ο ισχυρισμός του επιχειρηματία ότι δεν θυμάται πού τον άφησαν ελεύθερο οι δράστες. Έτσι η αστυνομία προσπαθεί να διαπιστώσει τι ακριβώς συνέβη στον επιχειρηματία ώστε «να μην θυμάται». Λένε, μάλιστα, ότι το σημείο της απελευθέρωσής του είναι καθοριστικό, προκειμένου να προχωρήσουν οι έρευνες με στόχο τον εντοπισμό των δραστών. Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ.  αναζητούν οπτικό υλικό, πιθανές μαρτυρίες και άλλα στοιχεία, που μπορεί να αποδειχθούν σημαντικά για την πορεία της υπόθεσης.

«Είμαι ο Νίκος Μαυρίκος και είμαι καλά»

«Είμαι ο Νίκος Μαυρίκος», είπε στους αστυνομικούς, στις 12 το μεσημέρι, συνεχίζοντας: «Με απελευθέρωσαν. Είμαι καλά στην υγεία μου και βρίσκομαι στο σπίτι μου». Αμέσως μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, σε συγγενικό σπίτι του επιχειρηματία στον Πειραιά, έφτασε κλιμάκιο του Τμήματος Ανθρωποκτονιών προκειμένου να δώσει κατάθεση για την περιπέτειά του.

Την ίδια στιγμή, τόσο ο πατέρας του επιχειρηματία όσο και ο ξάδερφός του μίλησαν στον Τύπο, λέγοντας: «Το παιδί είναι καλά. Είμαστε πολύ χαρούμενοι». Στο μεταξύ, προκύπτουν πολλά ερωτήματα γύρω από την αρπαγή του επιχειρηματία. Οι αστυνομικοί που ερευνούν την υπόθεση διαπιστώνουν πολλά κενά και προσπαθούν με τα ερωτήματά τους να καταλάβουν τι ακριβώς έχει συμβεί.

Τα δύο ερωτηματικά

Το πρώτο ερώτημα είναι γιατί ο Νίκος Μαυρίκος τηλεφώνησε στην αστυνομία το πρωί της Παρασκευής (4/1) ενώ είχε αφεθεί ελεύθερος το απόγευμα της Πέμπτης (3/1). Αυτό το ερώτημα, σύμφωνα με τους αστυνομικούς, δεν έχει διευκρινίσει ακόμη ο 51χρονος. Ο ίδιος ο επιχειρηματίας κατέθεσε στους αστυνομικούς ότι επιβιβάστηκε σε ένα ταξί που βρήκε μπροστά του και χρειάστηκε σχεδόν μία ώρα για να φτάσει στο σπίτι της μητέρας του στον Πειραιά, το οποίο είναι κοντά στο δικό του. Όπως φέρεται να είπε στους αστυνομικούς, εκεί έφτασε περίπου στις 14:00, αλλά δεν ειδοποίησε την ΕΛ.ΑΣ. γιατί ήθελε να ηρεμήσει από την περιπέτεια που είχε περάσει.

Ωστόσο, η αστυνομία χαρακτηρίζει «αρπαγή» και όχι απαγωγή την εξαφάνιση του Πειραιώτη. Κι αυτό γιατί οι δράστες δεν επικοινώνησαν με την οικογένεια και την ΕΛ.ΑΣ. Γι’ αυτό προκύπτει το ερώτημα αν ο ίδιος ο επιχειρηματίας διαπραγματεύθηκε με τους αρπαγείς του και τι ήταν αυτό που του ζήτησαν. Γι’ αυτό και οι αστυνομικοί εξετάζουν τις επαγγελματικές δραστηριότητες του επιχειρηματία, αλλά και κάθε είδους πιθανό σενάριο που σχετίζεται με τα επαγγελματικά. Ένα απ’ αυτά αναφέρει ότι ο επιχειρηματίας, στο πλαίσιο των νόμιμων συναλλαγών με ανθρώπους από το εξωτερικό, είχε οικονομικές εκκρεμότητες και πως η αρπαγή του έγινε μόνο για λόγους εκφοβισμού.