Υπόθεση Σορίν Ματέι: Μια ομηρία σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση και το αιματηρό φιάσκο της ΕΛ.ΑΣ.

 Στις 23 Σεπτεμβρίου 1997 ο καταζητούμενος από την Ελληνική Αστυνομία Ρουμάνος κακοποιός Σορίν Ματέι εισέβαλε σε διαμέρισμα του πρώτου ορόφου πολυκατοικίας στην οδό Νιόβης, έχοντας στην κατοχή του χειροβομβίδα, όντας υπό την επήρεια ναρκωτικών και κράτησε ομήρους τέσσερις ενοίκους. Αυτή ήταν η αρχή της ιστορίας που οδήγησε σε μεγάλο φιάσκο της ΕΛΑΣ αλλά και στην αλλαγή του τρόπου χειρισμού ομηρίας και απαγωγών. 

Το χρονικό της υπόθεσης

Στο διαμέρισμα τη στιγμή της εισβολής του Ματέι βρίσκονταν η Σουλτάνα Γκινάκη, 58 χρονών, τα δύο της παιδιά, Ευάγγελος Γκινάκης, 24 χρονών, και Αμαλία Γκινάκη, 25 χρονών, καθώς και ο αρραβωνιαστικός της τελευταίας, Απόστολος Μακρινός, 34 χρονών. Στο σημείο της ομηρίας, εξαιτίας της σοβαρότητας της κατάστασης, μετέβη και ο τότε αρχηγός της ΕΛΑΣ, Αθανάσιος Βασιλόπουλος, ο οποίος και ηγείτο της επιχείρησης.

Στις 7 το απόγευμα ο Ματέι τηλεφωνεί στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΙ και ζητεί να συνδεθεί με τον παρουσιαστή του κεντρικού δελτίου, Νίκο Ευαγγελάτο. Οι δυο τους συνομιλούν συνολικά για τέσσερις ώρες. Ο Ματέι ζητεί 500.000 δραχμές, γνωστοποιώντας παράλληλα ότι έχει κάνει χρήση ηρωίνης.  Είναι τότε μόνο που ο Θεόδωρος Παπαφίλης, διευθυντής της αστυνομίας Αθηνών, αναλαμβάνει τις διαπραγματεύσεις, ενώ παράλληλα η επικοινωνία με το δημοσιογράφο συνεχίζεται.

Περίπου μία ώρα μετά, κατά τις 20:00, φτάνει στον ΣΚΑΙ ο υπαρχηγός της αστυνομίας, υποστράτηγος Θεόδωρος Πλάκας, προκειμένου να κατευθύνει τις διαπραγματεύσεις μέσω του τηλεφώνου. Ο Ματέι ζητεί αμφεταμίνες για να παραμείνει ξύπνιος αλλά η ΕΛΑΣ του στέλνει υπνωτικά, κάτι που γίνεται αντιληπτό από τον κακοποιό και σταματά η επικοινωνία με τους αστυνομικούς. Ο Ματέι απελευθερώνει τον Βαγγέλη Γκινάκη.

Η χειροβομβίδα δεν ήταν ψεύτικη

Η αστυνομία προσπαθεί να διαπιστώσει αν η χειροβομβίδα που έχει ο Ματέι είναι αληθινή. Επικρατεί η άποψη του αρχηγού Βασιλόπουλου που υποστηρίζει ότι είναι ψεύτικη και λαμβάνεται η απόφαση η αστυνομία να εισβάλει στο διαμέρισμα. Με τη λύση αυτή διαφωνεί ο διευθυντής ασφαλείας Αττικής, Θεόδωρος Παπαφίλης, ενώ κατά τον Σταμάτη Μαλέλη, τον τότε διευθυντή Ενημέρωσης του σταθμού, και ο υπαρχηγός της αστυνομίας, Θεόδωρος Πλάκας, διαφωνεί με την εκτίμηση περί ψεύτικης χειροβομβίδας.

Στις 23:00 ο Ματέι απελευθερώνει και την Σουλτάνα Γκινάκη. Η αστυνομία εισβάλλει τελικά στο διαμέρισμα, η χειροβομβίδα σκάει και τραυματίζεται σοβαρά η Αμαλία Γκινάκη, ο αρχηγός της αστυνομίας, αντιστράτηγος Αθανάσιος Βασιλόπουλος, ο οποίος και μεταφέρεται στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο με ελαφρά τραύματα στο πρόσωπο και ρήξη αριστερού τυμπάνου, ο υπαρχηγός της αστυνομίας και μετέπειτα αρχηγός αυτής, υποστράτηγος Ιωάννης Γεωργακόπουλος, ο οποίος διακομίζεται στον Ερυθρό Σταυρό με σοβαρά τραύματα στο αριστερό μάτι, ο Βασίλειος Τσιατούρας, προϊστάμενος του εκεί τμήματος και μετέπειτα αρχηγός της αστυνομίας, ο Γιώργος Mαρκόπουλος, αστυνόμος της Ασφάλειας με ελαφρά τραύματα και ο Γιώργος Παλιούρας, οδηγός του Αθανάσιου Βασιλόπουλου, του οποίου ακρωτηριάζεται το ένα πόδι.

Σορίν Ματέι - Αμαλία Γκινάκη

Η Γκινάκη θα πεθάνει στο νοσοκομείο στις 9 Οκτωβρίου. Την μοιραία μέρα που ο Ματέι εισέβαλε στο σπίτι της, η κοπέλα ετοίμαζε τα προσκλητήρια για τον γάμο της με τον Απόστολο Μακρινό, ο οποίος και σώθηκε.

Ο θάνατος του Σορίν Ματέι καταγράφεται το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου από τον γιατρό υπηρεσίας του νοσοκομείου των φυλακών Κορυδαλλού όπου και νοσηλευόταν. Κατά τον ιατροδικαστή της οικογένειας του κακοποιού, Μάριο Ματσάκη, ο θάνατός του οφειλόταν σε πνιγμό λόγω εισρόφησης γαστρικού υγρού σε συνδυασμό με την παρατεταμένη καταστολή. Ο ιατροδικαστής άφησε αιχμές κατά των γιατρών του Κρατικού Νίκαιας που επέτρεψαν τη μεταφορά του Ματέι στις φυλακές τονίζοντας ότι εάν είχε μείνει στο νοσοκομείο θα ήταν ζωντανός.

Το «φιάσκο» έφερε την αλλαγή

Η υπόθεση Ματέι ήταν η αφορμή ώστε να συσταθεί στην Ελληνική Αστυνομία ομάδα ειδικών διαπραγματευτών και ψυχολόγων για τη διαχείριση απαγωγών και αντίστοιχων κρίσεων. Κλιμάκια της Σκότλαντ Γιάρντ και του FBI που βρέθηκαν στη χώρα μας το 1998 εκπαίδευσαν Έλληνες αστυνομικούς πώς να χειρίζονται κρίσιμες υποθέσεις, για παράδειγμα τρομοκρατίας ή απαγωγών.

Όπως αναφέρει το vice.gr, σήμερα στην ΕΛΑΣ υπάρχουν περισσότεροι από 50 διαπραγματευτές. Μιλούν οι ίδιοι στο τηλέφωνο με τους δράστες και, όπως γράφουν τα αστυνομικά εγχειρίδια, τηρούν ευλαβικά έναν «χρυσό κανόνα»: Δεν λένε ποτέ ψέματα στους απαγωγείς. Βασικό τους μέλημα είναι η ζωή του θύματος, αλλά και των δραστών.