Μαφία χρυσού: Για τοκογλυφία-κλεπταποδοχή-φοροδιαφυγή «δένουν» την υπόθεση Ριχάρδου

Μπορεί σύμφωνα με το γράμμα του νόμου η Ασφάλεια να περιμένει εντολές από τον εφέτη ανακριτή που θα αναλάβει την υπόθεση για νέο κύκλο ερευνών σχετικά με την υπόθεση Ριχάρδου, όμως όπως φαίνεται, ήδη έχει καθοριστεί το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθούν οι αξιωματικοί προκειμένου να σώσουν την παρτίδα.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Πρώτου Θέματος ουσιαστικά οι Αρχές θα εστιάσουν σε τέσσερις άξονες προκειμένου αυτή τη φορά να δέσουν καλά την υπόθεση. Ετσι, τη λαθρεμπορία θα τη μετατρέψουν σε φοροδιαφυγή, την πολυτέλεια και τη χλιδάτη ζωή των αρχηγών όπως επίσης και τα μεγάλα επενδυτικά projects που αναφέρουν στο διαβιβαστικό σε πιθανό ξέπλυμα μαύρου χρήματος, ενώ θα μαζέψουν στοιχεία για τοκογλυφία και κλεπταποδοχή.

Μετά το φιάσκο και την αποφυλάκιση του συνόλου των εμπλεκομένων πλην του Δημήτρη-Ριχάρδου Μυλωνά και άλλων επτά, πληροφορίες από την Ασφάλεια λένε ότι αρκεί η ογκωδέστατη δικογραφία που έχει σχηματιστεί να εμπλουτιστεί με νέα στοιχεία που θα στηρίζουν επιπλέον κατηγορίες σε βαθμό κακουργήματος.

Παρέκαμπταν το τελωνείο

Η πεποίθηση των αξιωματικών είναι ότι όποιες ποσότητες μπορούσε να «σπρώξει» ο Ριχάρδος με νομότυπα παραστατικά τις προώθησε μέσω του αεροδρομίου «Ελευθέριος Βενιζέλος», όμως το μεγαλύτερο κομμάτι του χρυσού έφευγε με λεωφορεία από τους Κήπους του Εβρου. Ετσι, μπορεί το έγγραφο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) να λέει ότι η εξαγωγή χρυσού στην Τουρκία είναι αδασμολόγητη, αυτό όμως -λένε οι αστυνομικοί- αφορά στις νόμιμες εξαγωγές που διαθέτουν παραστατικά. Θα πρέπει δηλαδή ο χρυσός να έχει λιώσει σε νόμιμο χυτήριο, να συνοδεύεται από εκθέσεις του χημείου για την καθαρότητά του, να φέρει ειδική σφραγίδα και, φυσικά, να περάσει από το τελωνείο πριν εξαχθεί στην Τουρκία.

Στην περίπτωση του Ριχάρδου ο χρυσός ήταν κρυμμένος σε ασυνόδευτα δέματα, δεν είχε περάσει από το τελωνείο, ενώ μέσα στη δικογραφία υπάρχουν καταθέσεις για απόλυτη μυστικότητα στη διακίνηση των πλακών από άτομα εμπιστοσύνης που χρησιμοποιούσαν ειδικές ζώνες-πατέντες με άγκιστρα. Οσο για την προέλευση του χρυσού, δεν βρέθηκε κάποιο έγγραφο που να την πιστοποιεί. Ακόμη και οι εξαγωγές που γίνονταν με νομότυπο τρόπο από το «Ελευθέριος Βενιζέλος» μπήκαν στο μικροσκόπιο, καθώς υπάρχουν υπόνοιες για χρήση πλαστών και εικονικών τιμολογίων.

Ετσι, μπορεί να μην προκύπτει κακουργηματική λαθρεμπορία χρυσού, εντούτοις διαφαίνεται εκτεταμένη φοροδιαφυγή που ξεπερνά τις 150.000 ευρώ και άρα είναι κακούργημα. Το μόνο μειονέκτημα σε αυτό το σενάριο που επεξεργάζεται η Αστυνομία είναι ότι δεν βρέθηκαν οι τεράστιες ποσότητες χρυσού που θα έκαναν πιο εύκολη τη δουλειά της.

Ελιωναν τα κλεμμένα χρυσαφικά

Στις πρώτες σελίδες του διαβιβαστικού η Ασφάλεια αναφέρει ότι «οι αρχηγοί μέσω της αφθονίας των οικονομικών μέσων που διέθεταν χρηματοδοτούσαν καθημερινά μέλη τους με σκοπό την αγορά σχεδόν του συνόλου του χρυσού που οι οικονομικά εξαθλιωμένοι συμπολίτες μας, ένεκα της οικονομικής κρίσης που βιώνει η χώρα μας, ενεχυρίαζαν ή πουλούσαν…», συμπληρώνοντας: «Καθώς και την αγορά χρυσού από κάθε πηγή αδιάφορου προέλευσης», υπονοώντας φυσικά ότι έλιωναν και κλεμμένα κοσμήματα. Αυτό το κομμάτι που δεν είχε ψαχτεί όσο έπρεπε αναμένεται να μπει στο μικροσκόπιο. Και υπάρχουν στη δικογραφία στοιχεία και πρόσωπα που, αν δουλευτούν σωστά, μπορεί να αποδειχθεί ότι και στις δύο ομάδες κατέληγαν και κλεμμένα χρυσαφικά από συμμορίες ληστών και διαρρηκτών που είχαν ρημάξει σπίτια σε όλη την Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο ότι η δεύτερη ομάδα φέρεται να είχε διασυνδέσεις με Ρομά που την προμήθευαν με αδιευκρίνιστης προέλευσης κοσμήματα.

Οι «γυρολόγοι»

Στη σελίδα 33 του διαβιβαστικού υπάρχει ειδική παράγραφος που αναφέρεται στη συγκέντρωση τιμαλφών από τους λεγόμενους «γυρολόγους». Εκεί, οι συντάκτες διευκρινίζουν ότι «το μέλος με ρόλο γυρολόγου συγκέντρωνε τιμαλφή από άγνωστα στην προανάκριση πρόσωπα, προφανώς μη επιτηδευματίες, συναλλαγές του δρόμου. Τα συγκεκριμένα μέταλλα παραδίδονταν από τον ίδιο στα γραφεία- καβάντζα και η χρηματοδότηση για την αγορά των πολύτιμων τιμαλφών γινόταν είτε απευθείας με την παράδοσή τους, είτε υπήρχε προγενέστερη της πράξης χρηματοδότηση με σκοπό την αγορά χρυσού λόγω της εμπιστοσύνης που είχαν τα αρχηγικά στο χρηματοδοτούμενο μέλος».

Τοκογλυφία

Στους έξι μήνες που οι αστυνομικοί του Τμήματος Ασφαλείας Αμαρουσίου παρακολουθούσαν τις κινήσεις των εμπλεκομένων στην υπόθεση, διαπίστωσαν ότι υπήρχαν ενέργειες που έδειχναν ότι γινόταν και τοκογλυφία. Χαρακτηριστικά, στη δικογραφία αναφέρεται ο τρόπος που λειτουργούσε ένα από τα αρχηγικά μέλη της δεύτερης οργάνωσης: «Φρόντιζε η λειτουργία της να γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε το μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους να μπαίνει στα ταμεία της οργάνωσης που διαχειριζόταν ο ίδιος και με αυτά να πραγματοποιεί δανειοδότηση με τοκογλυφικούς όρους σε τρίτα συγκεκριμένα κάθε φορά πρόσωπα, αυξάνοντας ακόμα περισσότερο τον παράνομο πλουτισμό». Σε αυτό το κομμάτι της υπόθεσης οι αστυνομικοί λένε ότι δεν έγινε ενδελεχής έρευνα και υπάρχουν πράγματα που αν ψαχτούν σωστά ίσως βγει λαβράκι.

Ξέπλυμα: Η κομπίνα με τους Κινέζους

Σύμφωνα με τη δικογραφία, τα κέρδη των οργανώσεων από τις εξαγωγές χρυσού ήταν τεράστια. Εκατομμύρια ευρώ, που όμως δεν έχουν βρεθεί στα ταμεία των νόμιμων επιχειρήσεων, και, έτσι οι αστυνομικοί, λένε οι πληροφορίες, αναζητούν τις διαδρομές του χρήματος κατά το δόγμα «follow the money». Ο Ριχάρδος είχε βρει ένα μοναδικής σύλληψης τέχνασμα, όπως το χαρακτηρίζουν στη δικογραφία οι αστυνομικοί, που του επέτρεπε να εισπράττει στην Αθήνα τα λεφτά από τις εξαγωγές στην Τουρκία χωρίς μεταφορά χρημάτων και εμπλοκή τραπεζών. «Το τέχνασμα αυτό βασιζόταν στη χρησιμοποίηση Κινέζων εμπόρων ρούχων που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας έχοντας εταιρείες στο κέντρο της Αθήνας και οι οποίοι πραγματοποιούσαν αγορές στο εξωτερικό.

Με χαρτονομίσματα των 10 και 20 ευρώ

Τα χρήματα μετατρέπονταν στο σύνολό τους στην Τουρκία σε κινέζικο νόμισμα και με αυτά Κινέζοι που δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά στην Ελλάδα ως χονδρέμποροι ρούχων αγόραζαν στο εξωτερικό είδη ένδυσης, τα οποία εισάγονταν στην Ελλάδα μέσω μεταφορικής και παραδίδονταν σε αυτούς. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας παρέδιδαν χαρτονομίσματα των 10 και 20 ευρώ στην εγκληματική οργάνωση. Η εν λόγω μέθοδος εξασφάλιζε και τις δύο πλευρές συναλλασσομένων. Για την Ε.Ο. μείωνε ή εξανέμιζε τα ρίσκα μεταφοράς χρημάτων, για δε τους Κινέζους χονδρέμπορους έσπαγε τα capital controls και βοηθούσε στην αγορά και πώληση φορολογικά μαύρων προϊόντων. Η εν λόγω διαδικασία λάμβανε χώρα σε καθημερινή βάση και αφορούσε κατά μέσο όρο ποσά της τάξεως των 100.000 ευρώ ημερησίως». Επιπλέον, λένε, για να νομιμοποιούν το μαύρο χρήμα αγόραζαν σωρηδόν κερδισμένα δελτία του ΟΠΑΠ από πρακτορεία.