32 χρόνια χωρίς τον Μίμη Φωτόπουλο: Η συγκλονιστική ιστορία της ζωής του

Σαν σήμερα, πριν από 32 χρόνια, φεύγει από τη ζωή ο εμβληματικός ηθοποιός Μίμης Φωτόπουλος. 

Ο γνωστός ως ο «μάγκας» του ελληνικού κινηματογράφου, εξαιτίας των ρόλων που έπαιξε κατά κανόνα με ιδιαίτερο χιούμορ. 

Στη μακρόχρονη πορεία του στον κινηματογράφο, πήρε μέρος σε περίπου 100 ταινίες.

Όπως είχε αναφέρει ο ίδιος, ο αρχικός του στόχος ήταν να γίνει «ζεν πρεμιέ», αλλά οι καθηγητές του στη Δραματική σχολή του Εθνικού θεάτρου, όπου φοιτούσε, τον έστρεψαν προς την κωμωδία, στην οποία έκανε τελικά καριέρα. Είχε εξομολογηθεί πως η κωμωδία τον βοήθησε να ξεπεράσει τη μελαγχολία που τον συνόδευε από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια.

 

Ο χαμός του πατέρα του και της αδελφής του

Ο Μίμης Φωτόπουλος γεννήθηκε στις 7 Απριλίου του 1913 στη Ζάτουνα της ορεινής Γορτυνίας. Οι γονείς του γνωρίστηκαν στο Αίγιο όπου ήταν ο τόπος καταγωγής της μητέρας του. Ο πατέρας του ήταν έμπορος, βρέθηκε στην περιοχή για κάποια εμπορική συναλλαγή, τη γνώρισε και παντρεύτηκαν.

Ο Μίμης ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας. Λίγους μήνες μετά τη γέννησή του, ο πατέρας του πέθανε από φυματίωση. Η μητέρα του για να τα βγάλει πέρα πήρε τα τρία της παιδιά και επέστρεψε στο Αίγιο, όπου ζούσαν η μητέρα και η αδελφές της. Τα προβλήματα όμως όχι μόνο δεν τέλειωσαν, αλλά χειροτέρεψαν, με τον θάνατο της αδελφής του Μίμη.

Η Άννα Φωτοπούλου ήταν μόλις 27 ετών, χήρα και είχε χάσει την κόρη της, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Αφοσιώθηκε στην ανατροφή των δύο γιων της και παρά το νεαρό της ηλικίας της, δεν ξαναπαντρεύτηκε, γεγονός που εκτιμούσε ο ηθοποιός ακόμα και όταν μεγάλωσε.

Όταν η κατάσταση στο Αίγιο χειροτέρεψε, οι γυναίκες της οικογένειας αποφάσισαν να αναζητήσουν την τύχη τους στην Αθήνα. Έτσι μετακόμισαν στην περιοχή Πευκάκια, τη σημερινή Νεάπολη Εξαρχείων.

 

Η ζωή στην Αθήνα και η στροφή στην υποκριτική λόγω αγγελίας

Ο Μίμης στην Αθήνα, ζούσε σε ένα σπίτι με τον αδελφό του τον Άγγελο και πέντε γυναίκες. Τη μητέρα, τη γιαγιά του και τις αδελφές της γιαγιάς του.

Όλες εργάζονταν ως μοδίστρες, προκειμένου να καταφέρουν να επιβιώσουν. Τα δύο αγόρια μεγάλωσαν ακούγοντας νυχθημερόν τον ήχο της ραπτομηχανής.

Παρά τη φτώχεια και τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης, η Άννα Φωτοπούλου φρόντισε να δώσει στα δύο παιδιά της την καλύτερη δυνατή μόρφωση. Είχαν δασκάλα Γαλλικών, ενώ και τα δύο αγόρια μάθαιναν βιολί.

Ο ηθοποιός ευγνωμονούσε τη μητέρα του για τον τρόπο που διαπαιδαγώγησε τον ίδιο, αλλά και τον αδελφό του. Με την παιδεία που απέκτησε αγάπησε τη λογοτεχνία. Τόσο ο ίδιος, όσο και ο αδελφός του ξόδευαν σχεδόν όλο το χαρτζιλίκι τους στην αγορά βιβλίων.

Ο ηθοποιός δεν αγάπησε τα γράμματα μόνο ως αναγνώστης, αλλά άρχισε και ο ίδιος να γράφει. Σε ηλικία 17 ετών, κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών στο Αίγιο, έγραψε το πρώτο του ποίημα.

Όταν το 1931 αποφοίτησε από το γυμνάσιο, ξεκίνησε να δουλεύει ως πλασιέ σιδηρικών. Παράλληλα ξεκίνησε και τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή, όπου πέρασε, λόγω του καλού βαθμού που είχε γράψει στην έκθεση. Λίγο νωρίτερα είχε απορριφθεί από τη Γεωπονική Σχολή, εξαιτίας του κακού βαθμού που είχε γράψει στην έκθεση!

Φωτόπουλος – Σταυρίδης, αχτύπητο δίδυμο στην Ωραία των Αθηνών. Μάρτιος 1954

 

Η υποκριτική δεν ήταν παιδικό όνειρο του Φωτόπουλου

Ο Φωτόπουλος δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική, γιατί αποφάσισε να γραφτεί στη Δραματική Σχολή.

Δεν ήταν μια απόφαση που τη βασάνισε πολύ, ούτε η υποκριτική αποτελούσε παιδικό του όνειρο, όπως συμβαίνει συνήθως.

Όλα έγιναν τυχαία, όταν διάβασε μια αγγελία σε εφημερίδα. Ο ίδιος είχε περιγράψει τη σκηνή ως εξής:

«ενώ ακόμα έδινα εξετάσεις στη Φιλοσοφική, τράβηξε την προσοχή μου μια αγγελία στις εφημερίδες που μιλούσε για εισιτηρίους εξετάσεις της Δραματικής Σχολής… Ακόμα δεν μπορώ να εξηγήσω πως μου ‘ρθε έτσι στα καλά καθούμενα να δώσω εξετάσεις στη Δραματική».

Για να προετοιμαστεί για τις εξετάσεις αγόρασε από ένα περίπτερο τον Προμηθέα και άρχισε να μελετάει τραγωδία.

Η απαγγελία του έπεισε τους καθηγητές, οι οποίοι εκτός των άλλων, εκτίμησαν και τη χροιά της φωνής του.

Έτσι, ο Μίμης Φωτόπουλος ξεκίνησε τις σπουδές του στην υποκριτική. Παράλληλα με τη Φιλοσοφική και το θέατρο έδωσε εξετάσεις και στη Νομική. Πέτυχε και γράφτηκε γιατί τότε δεν ήταν σίγουρος ακόμα ποιον κλάδο θα ακολουθούσε τελικά. Σύντομα έλυσε την απορία του.

Με την Τζένη Καρέζη στην Λατέρνα. Ο Μίμης Φωτόπουλος έπαιξε σε 101 ταινίες. Πέρα από τη λαμπρή καριέρα του ως ηθοποιός, έγραψε τρία θεατρικά έργα, τρία βιβλία αυτοβιογραφικού χαρακτήρα και τέσσερις ποιητικές συλλογές

Τα πολιτικά πιστεύω του Φωτόπουλου

Κατά την περίοδο της κατοχής, ο Μίμης Φωτόπουλος εντάχθηκε στην αντίσταση και συμμετείχε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο.

Λόγω της μόρφωσής του, είχε αναλάβει περισσότερο «διαφωτιστικό» ρόλο. Μετέφερε δηλαδή τις ιδέες και τη θεωρία της επανάστασης στον απλό κόσμο.

Το 1944 έγινε μέλος και στον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών, της ομάδας των ηθοποιών που προέτασαν μέσα από τα έργα τους τις ιδέες της αριστεράς. Σαν μέλος αυτού του θιάσου συμμετείχε σε παραστάσεις που γίνονταν σε υπόγεια θέατρα, υπό το άγρυπνο μάτι ανθρώπων του ΕΛΑΣ, που φύλαγαν ηθοποιούς και θεατές από ενδεχόμενο χτύπημα.

 

Η σύλληψη του ηθοποιού και η εξορία

Στα τέλη του 1944 τα Δεκεμβριανά είχαν ήδη ξεσπάσει στην Αθήνα. Οι συγκρούσεις των ανταρτών με τους Βρετανούς και τις κυβερνητικές δυνάμεις ήταν καθημερινές και σφοδρές. Πολλά σπίτια κάηκαν και χιλιάδες άνθρωποι, ακόμα και αμέτοχοι στη σύρραξη, βρήκαν τραγικό θάνατο. Ένα από τα σπίτια που παραδόθηκαν στις φλόγες, ήταν και αυτό του Μίμη Φωτόπουλου. Η απώλεια ήταν μεγάλη. Όχι μόνο γιατί ο ίδιος και ο αδελφός του βρέθηκαν στον δρόμο, αλλά και γιατί μέσα στο σπίτι τους, τα δύο αδέλφια είχαν μια τεράστια βιβλιοθήκη, με περισσότερα από 2.000 βιβλία, που κάηκαν.

Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1945, ο Φωτόπουλος επισκέφτηκε τα στέκια των καλλιτεχνών στο Κολωνάκι, προκειμένου να βρει δουλειά. Εκεί συνελήφθη. Τον είχε προδώσει ένας άνθρωπος του θεάτρου. Ο ίδιος έχει περιγράψει τη στιγμή της σύλληψης στο βιβλίο του, «το ποτάμι της ζωής μου»:

«Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστόλης. Σε λίγο, να ‘μαι στα βάθη ενός κρατητηρίου. Βρισκόμουν βέβαια σε ένα αστυνομικό τμήμα, που στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής. Στην αρχή ήμουν ο μόνος ένοικος. Μα μέσα σε δύο ώρες, αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με τόσο κόσμο που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε».

Λίγες μέρες αργότερα, οι κρατούμενοι φορτώθηκαν σε ένα καράβι και απέπλευσαν από το Φάληρο με άγνωστο προορισμό. Μέσα στο πλοίο βρίσκονταν στοιβαγμένοι Έλληνες άντρες κάθε ηλικίας. Κανείς τους δεν γνώριζε που τους πήγαιναν.

«Μας βάλανε στα έγκατα του καραβιού και μας κλείσανε πίσω από καγκελωτές σιδερένιες πόρτες, με σκοπούς μπροστά να μας φυλάνε. Ότι σαλπάραμε το καταλάβαμε από το τράνταγμα της προπέλας, καθώς έσκιζε τα νερά του Σαρωνικού. Για που τραβάγαμε; Σίγουρα πάντως όχι για την Αίγινα». Ο προορισμός ήταν η Ελ Ντάμπα της Αφρικής….

Η ζωή στο στρατόπεδο

Οι συνθήκες ζωής στην Ελ Ντάμπα ήταν πολύ δύσκολες. Το στρατόπεδο είχε στηθεί πρόχειρα σε αμμόλοφους της ερήμου. Οι Έλληνες, που δεν είχαν συνηθίσει το κλίμα της Αφρικής, δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν. Την ημέρα η ζέστη ήταν αφόρητη και το βράδυ η παγωνιά έκανε τους αιχμαλώτους να υποφέρουν. Οι υποδομές ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Οι εξόριστοι ζούσαν μέσα σε συρματοπλέγματα, που έμοιαζαν με τεράστια κλουβιά. Οι σκηνές δεν έφταναν για όλους με αποτέλεσμα να συνωστίζονται για να κοιμηθούν.

Στρατόπεδο στην Ελ Ντάμπα. Εκεί φυλακίστηκε ο Μ. Φωτόπουλος και χιλιάδες Έλληνες εξόριστοι

Οι ψείρες έκαναν γρήγορα την εμφάνισή τους. Το φαγητό ήταν μια ακόμη δύσκολη εμπειρία για τους εξόριστους. Στην έρημο, οι αμμοθύελλες ήταν συχνές, με αποτέλεσμα πολύ συχνά οι εξόριστοι να μασάνε κόκκους άμμου μέσα στο λιγοστό φαγητό που τους έδιναν. Όλοι έψαχναν διεξόδους που θα κράταγαν ζωντανή την ελπίδα για ζωή. Ο Μίμης Φωτόπουλος βρήκε καταφύγιο στο θέατρο.

«Καιρό τώρα σκεφτόμασταν, πως μας έλειπε κάτι το ουσιαστικό. Ήταν το θέατρο. Στο κλουβί μας υπήρχε ένας θεατρώνης, ένας υποβολέας κι ένας ηθοποιός. Μετά τις παραστάσεις που δώσαμε μες το κλουβί μας, φύγαμε για περιοδεία και στ’ απέναντι κλουβί».

Για αρκετό καιρό, ο Φωτόπουλος και η ομάδα του διασκέδαζαν τους υπόλοιπους κρατούμενους κάνοντας κάτι δημιουργικό.

Ομάδα Ελλήνων εξορίστων. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας γράφει «Ελ Ντάμπα, Απρίλιος 1945″. Ο νεαρός άνδρας με το τσιγάρο είναι ο Γιώργος Κονταρίνης, φοιτητής από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέλος του ΕΛΑΣ που συμμετείχε στα Δεκεμβριανά, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στη Αφρική. Ο άλλος εξόριστος που ταυτοποιήθηκε στη φωτογραφία είναι ο Γρηγόρης Τσεβάς, με το μουστάκι δίπλα στο φοιτητή. (Πηγή : Dangerous Citizens της Νένης Πανουργιά)

 

Οι μέρες κυλούσαν κι ενώ η ζωή στην Ελ Ντάμπα είχε μπει σε ένα ρυθμό, στην Ελλάδα, οι συγγενείς του ηθοποιού δεν είχαν καταφέρει να μάθουν τίποτα για την τύχη του αγαπημένου τους.

Το γράμμα που έγραψε ο Φωτόπουλος προς την αγαπημένη μητέρα του, δεν έφτασε ποτέ

«Μας δώσανε από ένα επιστολόχαρτο να δώσουμε στους δικούς μας ένα μήνυμα που θα ‘βαζε τέλος στην αγωνία της μάνας μου. Μάνα μου, βρίσκομαι στην Αφρική, στα σύρματα, χωρίς να ξέρω γιατί. Μ’ αρπάξανε βάναυσα μέσα από τη ζεστασιά σας. Είμαι καλά. Όμως, η σκέψη μου είναι όλες τις ώρες κοντά σας. Γράψτε μου αμέσως δυο λέξεις, να μάθω κάτι για σας. Η αγωνία μου είναι τέτοια, που δεν περιγράφεται».

Η ίδια αγωνία κυρίευε όλη την οικογένεια. Έτσι, όταν ο ηθοποιός επέστρεψε τον Μάρτιο του 1945, η ξαδέλφη του που τον αντίκρισε πρώτη, ξαφνιάστηκε τόσο, που της έπεσε από τα χέρια το ταψί με το φαγητό που Πηγκρατούσε.

Ήταν 25η Μαρτίου και ο Φωτόπουλος θεώρησε τη μέρα εκείνη σημάδι της μοίρας. Η περιπέτεια του ηθοποιού είχε αίσιο τέλος, αλλά ο ίδιος δεν ξέχασε ποτέ τη σκληρή εμπειρία της εξορίας. Γι’ αυτό, η περιγραφή της περιόδου εκείνης στο βιβλίο του, είναι πολύ ζωντανή.

Ο Μίμης Φωτόπουλος γεννήθηκε στις 20 Απριλίου του 1913 και έφυγε από τη ζωή στις 29 Οκτωβρίου του 1986, σε ηλικία 73 ετών.

 

Πηγή: mixanitouxronou.gr