«Ενάμισι ζευγάρι κάλτσες και 40 πήχες βρακοζώνα» - Τα προικόχαρτα και το savoir vivre της υπογραφής τους

 Ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει την προίκα βαρβαρικό έθιμο, ενώ ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία» είναι ενάντιός της όχι για λόγους υποτίμησης της γυναίκας, αλλά γιατί τη θεωρεί βαθιά αντιδημοκρατική, αφού η εφαρμογή της συμβάλλει στην ένωση δύο μεγάλων περιουσιών, άρα και στη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια ολίγων.

Η ιστορία της προίκας είναι πανάρχαιη και το μέγεθος και η ποιότητά της  καθόριζε σε απόλυτο βαθμό τον «καλό γαμπρό».

Το έθιμο ουσιαστικά κάλυπτε μια κοινωνική αναγκαιότητα των παλαιότερων χρόνων, αφού η κλεισμένη στο σπίτι γυναίκα δεν αποτελούσε μέρος του εργατικού δυναμικού, άρα δεν εισέφερε στο οικογενειακό εισόδημα. Στη δημιουργία της συμμετείχε όλη η οικογένεια. Οι γονείς δούλευαν συνεχώς, τα κορίτσια έραβαν ή κεντούσαν τα προικιά τους, ενώ τα αγόρια έμπαιναν από νωρίς στον αγώνα της ζωής αφού, αν δεν «αποκαθιστούσαν» τις αδελφές τους, δεν θα μπορούσαν να κάνουν τη δική τους οικογένεια. Τα πράγματα για τους τελευταίους ήταν ιδιαίτερα δύσκολα αν η ανύπαντρη αδελφή και δεν είχε προίκα και ήταν άσχημη ή μεγάλη…

Προξενιό

Οταν τελικά βρισκόταν ο γαμπρός -συνήθως με προξενιό-, το αμέσως επόμενο, ή παράλληλο, βήμα ήταν η συνάντηση των οικογενειών για τον καθορισμό της επίμαχης προίκας. Αν, συνήθως μετά από σκληρά παζάρια, υπήρχε τελική συμφωνία, τότε γινόταν ο επίσημος αρραβώνας μαζί με την υπογραφή του προικώου εγγράφου, προικόχαρτου, αρραβωνόχαρτου, ή όπως έχει φτάσει μέχρι σήμερα, προικοσύμφωνου. Οπως και να ονομαζόταν ανά εποχή και περιοχή, το τελευταίο αποτελούσε επίσημο έγγραφου γαμήλιου συμβολαίου.

Στην Τουρκοκρατία συντασσόταν σε δύο αντίγραφα από κληρικούς ή μοναχούς παρουσία μαρτύρων που το υπέγραφαν κι αυτοί, ενώ μετά την ανεξαρτησία της χώρας αποτελούσε επίσημο έγγραφο που δινόταν στο υποθηκοφυλακείο και είχε ισχύ συμβολαίου.

Στο προικοσύμφωνο γινόταν λεπτομερέστατη καταγραφή -συχνά με σχολιασμό της κατάστασης των πραγμάτων- όσων παραδίδονταν στο γαμπρό.Σε περίπτωση θανάτου του γαμπρού η προίκα επέστρεφε στην κατοχή της νύφης.

Πλένοντας τα προικιά

Σαράντα πήχες βρακοζώνα

Μπορεί να είναι μεγάλο, αλλά νομίζουμε ότι αξίζει τον κόπο να σας μεταφέρουμε, σχεδόν αυτούσιο, ένα προικοσύμφωνο που συντάχθηκε το 1675, στη Σύρο, ώστε να κατανοήσετε καλύτερα το πνεύμα των εγγράφων αυτών. Μετά τις ευχές που δίνονται από την οικογένεια της νύφης στο νέο ζευγάρι «…από τα φύλλα της καρδιάς μας την ευχήν να τρισευτυχήσουν και να πολυχρονίσουν», προχωράμε στις υλικές παροχές: «Δεύτερον δε, τέσσερα εικονίσματα, το πρώτον εις ξύλον χονδρόν και δυνατόν δύο δάκτυλα. Τρία υποκάμισα, τα δύο μικρά και ένα μεγάλο. Δύο μικρά, παστρικά, ατρύπητα και ολόγερα. Δύο μισοφόρια ολόγερα και μπουγαδιασμένα. Ενάμισι ζευγάρι κάλτσες. Εως ότου να γίνει ο γάμος, έχει καιρό να πλέξει και την άλλη να γίνουν δύο ζευγάρια. Ενα φουστάνι τσίτι ριγωτό, ένα άλλο σακονέτα της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου. Μια φασκιά για το καλορίζικο. Δύο ζεύγη παπουτσιών και ένα μπαλωμένο. Σαράντα πήχες βρακοζώνα και μετά το θάνατο του παππού άλλο τόση. Του γαμπρού μια σκούφια, να τη φορεί βράδυ παρά βραδιά παρά βραδιά, για να μην του τρυπήσει γρήγορα. Δύο τσουκάλια κάστρινα. Δυο φλιτζάνια του καφέ χωματένια. Το αμελέτητο νερό, με δυο χέρια, παστρικό και άπιαστο. Τρεις βελόνες της κάλτσας. Ενα στρώμα μπαλωμένο της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου από φύλλα καλαμόφυλλα. Ενα κλειδί. Μια ψαράγγα (χωράφι) ίσια με μια κυλίστρα του γαϊδάρου. Τρία ράλια, πέντε παράδες και τρία άσπρα. Μαζί μ’ αυτά, που τους κάνουμε τους πρώτους νοικοκυραίους της Σύρου, τη μια κάμαρα του σπιτιού που καθούμαστε κι άμα πεθάνω εγώ και ο παππούς της Κατής, όλο το σπίτι. […} Εις δε το γαμπρόν, την Κατή με τα ούλα της».

Η προίκα μπορεί να βοήθησε πολλά ζευγάρια στη νέα τους κοινή ζωή, αλλά δημιούργησε άλλους τόσους γάμους συμφερόντων, προικοθηρίας και οικογενειακών προστριβών γι’ αυτό και χαρακτηρίστηκε και ως «έθιμο εξαγοράς». Μεταπολεμικά η εφαρμογή της περιορίστηκε αλλά ουσιαστικά δεν καταργήθηκε ποτέ. Νομικά καταργήθηκε το 1983 και κατα μία έννοια αντικαταστάθηκε από τη «γονική παροχή»

Αποτέλεσμα εικόνας για προικα

Καλοί τρόποι και ευρωπαϊκός αέρας

Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα είχε κυκλοφορήσει ένα βιβλίο που ήθελε να αλλάξει την εθιμοτυπία της προίκας, φέρνοντας ευρωπαϊκό «αέρα» και βάζοντας κανόνες στη διαδικασία. Ας ξεκινήσουμε με την υπογραφή του προικοσύμφωνου: «Ο συμβολαιογράφος δίδει την πένναν πρώτον εις τον μνηστήρα. Ούτος σηκώνεται, χαιρετά την μνηστήν του, υπογράφει και προσφέρει επιχαρίτως την πένναν εις την κόρην.Υπογράφει και αυτή, και δίδει την πένναν εις την μέλλουσαν πενθεράν της, προ της οποίας έχει προηγουμένως υποκλιθεί. Ο μνηστήρ της τείνει προς αυτήν το χέρι του, το οποίον δέχεται διά να επανέλθει εις την θέσιν της. Η μητέρα του νέου υπογράφει κατόπιν και η πέννα μεταβιβάζεται εις τους πατέρας και έπειτα εις όλα τα μέλη της οικογενείας κατά την τάξιν της ηλικίας. Οταν οι γονείς υπογράψουν το προικοσύμφωνον τούτο πηγαίνει εις εν γειτονικόν δωμάτιον. Οι προσκεκλημένοι πηγαίνουν και το υπογράφουν χωρίς, φυσικά, να επεμβαίνουν εις τους όρους τους οποίους περιέχει».

Εάν επιθυμείτε να δώσετε άλλη βαρύτητα και επισημότητα στο προικοσύμφωνο, πρέπει να ακολουθήσετε άλλο δρόμο και ενδυμασία: «Μερικαί οκογένειαι θέλουσι να έχουν επάνω εις το προικοσύμφωνον την υπογραφή ενός διασήμου προσώπου, την επομένην φέρουν το πρωτότυπον του προικοσύμφωνου εις την κατοικίαν αυτού του προσώπου. Ο συμβολαιογράφος επιφορτίζεται διά την επίσκεψην, η οποία ηξεύρεται εκ των προτέρων ότι πρέπει να γίνει ευγενώς δεκτή. Μερικοί συμβολαιογράφοι, υπέρ το δέον περιποιητικοί, φιλούν το χέρι της μνηστής, αφού όμως ζητήσουν την άδειαν από την μητέρα και τον νέον, οι οποίοι διά του βλέμματος σπεύδουν να συναινέσουν. Σήμερον το προικοσύμφωνο υπογράφεται εις το ίδιο το συμβολαιογραφείον.

Δικαίως φρονούν ότι μια τοιαύτη διατύπωσις πρέπει να εκτελείται εν στενώ κύκλω και σπανίως εφαρμόζεται, επί των ημερών μας, η επουσιώδης μεγαλοπρέπεια της παλαιάς εθιμοτυπίας. Οταν το προικοσύμφωνον υπογράφεται εις το συμβολαιογραφείον, ο νέος και όλοι οι άνδρες πηγαίνουν εις αυτό με ρεδιγκόταν, αι δε κυρίαι με ενδυμασίαν επισκέψεως».

του Κωνσταντίνου Μπορδόκα, από την Έντυπη έκδοση του Κυριακάτικου Ελεύθερου Τύπου