Περισσότερα από τους άλλους Ευρωπαίους, καταναλώνουν οι Έλληνες για ρούχα και παπούτσια

Παρότι οι δαπάνες για ένδυση και υπόδηση των ελληνικών νοικοκυριών βρίσκονται σε πτώση από το 2009 οι Έλληνες εξακολουθούν να βρίσκονται ψηλά στον πίνακα της κατανάλωσης σε ρούχα και παπούτσια. Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Πλεκτικής και Ετοίμου Ενδύματος (ΣΕΠΕΕ)και με αφορμή την ετήσια έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό του εισοδήματος, που δαπανήθηκε στην Ελλάδα για αγορές στην κατηγορία της ένδυσης.παρέμεινε από τα υψηλότερα στην Ευρώπη για το 2017

Πέρυσι,το ποσοστό αυτό αντιστοιχούσε στο 5,8%, του εισοδήματος των Ελλήνων,ενώ το αντίστοιχο στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Αγγλία και η Ιταλία, κυμαίνεται μεταξύ 4% και 5,1% (σ.σ. αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι στις χώρες αυτές είναι παραδοσιακά υψηλότερες οι δαπάνες για στέγαση, μετακινήσεις κτλ).

Ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας

Η συνολική  δαπάνη ανά νοικοκυριό -ως ποσοστό του εισοδήματος- διαφοροποιείται ανάλογα με την ηλικία των μελών της οικογένειας. Για παράδειγμα, τα νοικοκυριά με δύο παιδιά κάτω των 16 ετών κατανάλωσαν σε ενδύματα το 7,4% του εισοδήματός τους, σε αντίθεση με την κατηγορία των μεμονωμένων ατόμων άνω των 65 ετών, όπου το αντίστοιχο ποσοστό πέφτει στο 3,5%.

Στο μεταξύ, μικρή αύξηση, κατά 0,2% σε σχέση με το 2016, σημείωσε πέρυσι η μέση ετήσια δαπάνη ανά άτομο στην Ελλάδα για την κατηγορία ένδυση – υπόδηση και ανήλθε σε 382 ευρώ.

Επίσης, η συνολική ετήσια κατανάλωση ενδυμάτων – υποδημάτων στην Ελλάδα το 2017 ανήλθε περίπου σε 4 δισ. ευρώ.

Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο γενικός διευθυντής του ΣΕΠΕΕ, Θεόφιλος Ασλανίδης, έκανε λόγο για ραγδαία υποχώρηση της κατανάλωσης ενδύματος-υποδήματος στα χρόνια της κρίσης, η οποία άρχισε ξανά να αυξάνεται μετά το 2015.

“Εν έτει 2008, οι ‘Ελληνες είχαν συνολικά δαπανήσει για ένδυση και υπόδηση περί τα 8,5 δισ. ευρώ, με την κατανάλωση να μεταφράζεται στο 8,2% του εισοδήματός τους.

Το 2009 ξεκίνησε η υποχώρηση και το χειρότερο έτος ήταν το 2013, όταν η κατανάλωση υποχώρησε γύρω στο 5%. Δειλά-δειλά από το 2014 και το 2015 άρχισε ξανά να αυξάνεται, μέχρι που φτάσαμε στο αποτέλεσμα του 2017” εξήγησε.