Τα "καθαρά χέρια" της Χούντας: Οικονομικά σκάνδαλα και οικογενειοκρατία κατά τη "μαύρη" επταετία

Ήταν ακριβώς 49 χρόνια πριν, το πρωινό της 21ης Απριλίου 1967, όταν η Αθηναίοι ξύπνησαν από ένα θόρυβο που μόνο οι επιζώντες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είχαν ξανακούσει: τον ήχο από τις ερπύστριες των τανκς πάνω στην άσφαλτο. Μόνο που αυτή τη φορά, δεν γινόταν πόλεμος και το αρχικό μούδιασμα αντικατέστησε ένα αίσθημα τρόμου που έμελλε να κρατήσει 7 συναπτά έτη.

Η βιβλιογραφία, οι μαρτυρίες, τα ντοκουμέντα εκείνης της εποχής που βλέπουν το φως της δημοσιότητας όλα αυτά τα χρόνια έχουν λίγο-πολύ φωτίσει το ειδεχθές κομμάτι της καταστολής: των βασανιστηρίων, των πολιτικών διωγμών, της κατάργησης της ελευθερίας του λόγου και του Τύπου, κατά την “μαύρη” εκείνη επταετία που η χώρα μπήκε “στον γύψο”. Ωστόσο, αυτό που έμεινε για χρόνια ως “επιχείρημα” στους αμετανόητους θιασώτες του καθεστώτος ήταν η οικονομική “ανάπτυξη” και το σαθρό επιχείρημα που “άνθιζε” όσο τα οικονομικά σκάνδαλα της μεταπολίτευσης αυξάνονταν: “Τουλάχιστον αυτοί δεν φάγανε”.

Αυτό το τελευταίο επιχείρημα καταρρίπτουν τα στοιχεία που συνεχώς αυξάνονται, στα οποία καταγράφεται πλιάτσικο σε ταμεία, χατιρικές συμβάσεις, διορισμοί και πολλά άλλα ‘συμπτώματα’ που αναγνωρίζουμε στην πολιτική ζωή του τόπου κατά την μεταπολίτευση.

Λίγους μήνες αφού ανέλαβαν την εξουσία, για παράδειγμα, τον Δεκέμβριο του 1967, οι χουντικοί έκριναν ότι οι μισθοί τους χρειάζονταν… αύξηση. Έτσι, σχεδόν διπλασίασαν τον πρωθυπουργικό μισθό: Από τις 23.600 ο μισθός του πρώτου χουντικού πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Κόλλια, ανήλθε στις 45.000 δρχ, ενώ οι αποδοχές Υπουργών και Υφυπουργών, από τις 22.400 ανήλθαν στις 35.000 δρχ. Και σαν να μην ήταν αρκετά αυτά τα ποσά, θεσπίστηκαν και ημερήσια «εκτός έδρας»- χίλιες δρχ για τον Πρωθυπουργό και 850 για Υπουργούς και Υφυπουργούς.

Όσο για το κομμάτι της διαχείρισης των οικονομικών της χώρας, αποκαλυπτικό είναι το βιβλίο του Διονύση Ελευθεράτου: “Λαμόγια στο χακί”, στο οποίο, μεταξύ άλλων, ο συγγραφέας αναφέρεται με στοιχεία σε “βουτιές” στα δημόσια ταμεία, σε χατιρικές συμβάσεις σε “κολλητούς”, σε θαλασσοδάνεια, τράπεζες που χρηματοδοτούν λ.χ. ελληνικά τρακτέρ από την…Αυστρία και άλλα πολλά.

Επίσης, τόσο σε αυτό το βιβλίο όσο και σε δημοσιεύματα και πολιτικά αρχεία καταγράφεται ο “αλληλοσπαραγμός” των κορυφαίων στελεχών του καθεστώτος, φυσικά για την… “ταμπακιέρα”. Όπως, βιτριολικές επιστολές προς τον Γ. Παπαδόπουλο, «αλληλομαχαιρώματα» και καταγγελίες, εκθέσεις της ΚΥΠ που «φακέλωνε» τους πρωταγωνιστές των οικονομικών σκανδάλων και των χαριστικών δανείων – τόσο τους δότες, όσο και τους παραλήπτες. Κι ακόμη, διενέξεις των οικονομικών «εγκεφάλων» της δικτατορίας, για το τι έφταιξε που κατακρημνίστηκε το πολυδιαφημισμένο – από τους ίδιους- οικονομικό «θαύμα», πριν βέβαια δώσει τη χαριστική βολή το μεγάλο ωστικό κύμα της διεθνούς κρίσης του 1973.

Το περιοδικό «Ταχυδρόμος», χαρακτηριστικά,  στην πρώιμη μεταπολιτευτική περίοδο, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1974, αποκάλυψε δυο έγγραφα του Ρουφογάλη, αρχηγού της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, για μια κατηγορία δανείων αναφερόταν ως «χαριστικά και επισφαλή». Στα «χορηγηθέντα» δάνεια καταγραφόταν ποσό άνω του 1,5 δισεκατομμυρίου και στα «υπό έγκρισιν» πάνω του 1,6 δισεκατομμυρίου δρχ.

Ο Ρουφογάλης, εκτός από την έφεση στην εξασφάλιση δανειοδοτήσεων σε «ημετέρους», φυσικά με επιβάρυνση των κρατικών τραπεζών, είχε και μία τάση στις “θορυβώδεις δεξιώσεις, δημοσίας εμφανίσεις με μεγαλοπλουσίους, επίδειξιν πλούτου» (εκφράσεις του Σάββα Κωσταντόπουλου), μετά της συζύγου του Ντέλλα (φωτομοντέλο που νυμφεύθηκε το ’73).

Σημειώνεται ότι “έφεση” προς τα θαλασσοδάνεια είχε ο «κύριος καθαρά χέρια» – προσωνύμιο που προσομοιάζει ανησυχητικά με τη φράση του αρχηγού της “Χρυσής Αυγής” Μιχαλολιάκου “αυτά τα χέρια μπορεί καμιά φορά να χαιρετάνε έτσι (ναζιστικά) αλλά είναι καθαρά”… -, ο Λαδάς.

Πέρα από τα οικονομικά σκάνδαλα, ωστόσο, στοιχεία για τα οποία ξεφυτρώνουν τα τελευταία χρόνια σαν “μανιτάρια”, αίσθηση προκαλεί η οικογενειοκρατία, το “βόλεμα” συγγενών και φίλων σε βάρος πάντα των δημοσίων ταμείων – η “φαυλοκρατία” την οποία υποτίθεται ήρθαν να καταργήσουν οι χουντικοί με το πραξικόπημα.

Ο ισχυρός άνδρας της Χούντας – τουλάχιστον μέχρι το 1973 – Γιώργος Παπαδόπουλος έκανε τον έναν αδελφό του, τον Κωνσταντίνο, στρατιωτικό ακόλουθο, Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Προεδρίας, Περιφερειακό Διοικητή Αττικής και «υπουργό παρά τω πρωθυπουργώ». Ο άλλος αδελφός του τοποθετήθηκε στη Γενική Γραμματεία του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και αναρριχήθηκε στην ιεραρχία σε χρόνο… ρεκόρ.

Όσο για τον Στέλιο Παττακό, που οι αλήστου μνήμης φωτογραφίες του με το μυστρί στο χέρι κάνουν ακόμη ορισμένους αμετανόητους νοσταλγούς να αναπολούν την… ανάπτυξη στον κατασκευαστικό τομέα,  ανέθεσε στο γαμπρό του, Αντρέα Μεϊντάση, διάφορες επικερδείς δουλειές με το Δήμο Αθηναίων: κατασκευή υπόγειου γκαράζ στην πλατεία Κλαυθμώνος, τεχνικές μελέτες, κλπ.

Ο πιο… ολιγαρκής ήταν ο  Μακαρέζος, ο οποίος διόρισε τον κουνιάδο του, Αλέξανδρο Ματθαίου, Υπουργό Γεωργίας και – αργότερα- Βόρειας Ελλάδας. «Αι βέβαιοι μικρολοβιτούραι του Ματθαίου» συμπεριλαμβάνονταν στα πολλά συμπτώματα διαφθοράς του καθεστώτος, που διέγνωσε και κοινοποίησε με επιστολή του στον Κ. Καραμανλή ο Ευάγγελος Αβέρωφ (Οκτώβριος 1968).