«Κούρσα» παροχών μέχρι τις εκλογές

Αν ρωτήσουμε τους περισσότερους τι τους έμεινε από τη συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη, όλοι θα πουν το ίδιο: αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ. Καλή πρόταση, αλλά τρέχω να πω ότι αυτό μέσα στον επόμενο ένα χρόνο θα γίνει εκ των πραγμάτων. Είτε το νομοθετήσει είτε όχι το υπουργείο Εργασίας.

Γράφει ο Γιάννης Πολίτης

Συνάντησα πριν από λίγες ημέρες ένα μεγάλο ξενοδόχο της Κρήτης. Τον ρώτησα πώς πήγε η σεζόν και μου απάντησε: «Εξαιρετικά. Πέραν πάσης προσδοκίας. Όχι απλώς γεμίσαμε αυτό το τρίμηνο, αλλά είχαμε πληρότητα 101% τον Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο». Το πρόβλημα για τις μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις στην Κρήτη, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα ήταν ότι δεν έβρισκαν προσωπικό για να τις λειτουργήσουν. Ο συνομιλητής μου μού είπε ότι δεινοπάθησε, καθώς υπολειτούργησε με το 60% του προσωπικού.

Ίδια είναι η εικόνα σε όλη την Ελλάδα. Για Αιγαίο και Ιόνιο οι ξενοδόχοι και οι εστιάτορες έχουν να σου αφηγηθούν παρόμοιες ιστορίες. Και επειδή η φύση καλύπτει πάντα τα κενά, το επόμενο καλοκαίρι, που ο τουρισμός θα σημειώσει έκρηξη, θα αρχίσει ο πλειστηριασμός στα μεροκάματα από τον Μάρτιο. Άρα, τα 800 ευρώ που ζήτησε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα είναι ένα μηνιάτικο το οποίο εκ των ων ουκ άνευ θα πάρουν οι καμαριέρες και οι σερβιτόροι. Τώρα, αν αυτό το κόστος θα το επιβαρυνθεί ο εργοδότης ή ο καταναλωτής, θα φανεί στην πράξη.

Κατά τα άλλα, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχασε στη Θεσσαλονίκη μια μεγάλη ευκαιρία. Η σκηνική του παρουσία ήταν, όπως πάντα, καλή. Αυτή η ικανότητά του άλλωστε τον οδήγησε το 2015 στην κορυφή. Μόνο που έχασαν την ικανότητα ο ίδιος και το επιτελείο του να ανακαλύπτουν νέες ιδέες. Αναμασούν τις παλιές. Είχε πεδίον δόξης λαμπρόν από το βήμα της ΔΕΘ να αγκαλιάσει τους νέους που βρίσκονται σε αμηχανία. Να δώσει όραμα στους εικοσάρηδες που μετά από δύο χρόνια πανδημίας, κλεισμένοι στα δωμάτια του πατρικού τους σπιτιού, βρίσκονται σε σύγχυση.

Όσο για το άνοιγμα που έκανε στο Κίνημα Αλλαγής για τη λεγόμενη προοδευτική διακυβέρνηση, ήταν κι αυτό θολό και μπερδεμένο. Γιατί να σπεύσει η Φώφη Γεννηματά ή ο διάδοχός της, εφόσον υπάρξει, να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ; Για να αφομοιωθεί και να εξαφανιστεί; Άσε που η μεγάλη πλειοψηφία των λίγων ψηφοφόρων της Χαριλάου Τρικούπη, που είναι μεταξύ 6% και 7%, είναι αντι-ΣΥΡΙΖΑ. Άρα, και να ήθελε η ηγεσία αυτού του μικρού πλέον κόμματος να ανοίξει διάλογο για συγκυβέρνηση με την Κουμουνδούρου, θα ήταν κενό γράμμα. Κάποια μεσαία στελέχη του παραδοσιακού ΠΑΣΟΚ θα ήταν ανοιχτά σε κάτι τέτοιο, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πήγε στη Θεσσαλονίκη με πιο ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα. Και με τον τρόπο του κήρυξε την έναρξη μιας μακράς προεκλογικής περιόδου. Αντέγραψε τον Κώστα Σημίτη του 2000, για τον οποίο πολλοί Νεοδημοκράτες δεν κρύβουν την εκτίμησή τους. Ζήτησε «καθαρές λύσεις» στην επόμενη κάλπη, όποτε και αν στηθεί. Απέρριψε τα περί συνεργασιών και προανήγγειλε ότι θα γίνουν διπλές εκλογές ώστε να καεί ο νόμος της απλής αναλογικής και να εξασφαλίσει το κόμμα του αυτοδυναμία. Ποντάρει πολύ στο γεγονός ότι ο κόσμος δεν είναι ζεστός με τις κυβερνήσεις συνεργασίας και, όπως έχουν τουλάχιστον σήμερα οι συσχετισμοί, ο πρωθυπουργός μπορεί να πετύχει αυτό που θέλει.

Μπορεί η εικόνα του να τραυματίστηκε με τις πυρκαγιές, όπως θα συνέβαινε στον καθένα, οι απώλειές του, όμως, είναι ελάχιστες. Το να χάνει το κυβερνών κόμμα μία ή δύο μονάδες μετά από τέτοια καταστροφή, δεν το λες και ζημιά. Άρα, συνεχίζει να έχει το μαχαίρι και το πεπόνι και μπορεί να δρομολογήσει όποιες πολιτικές εξελίξεις κρίνει ότι τον συμφέρουν. Οι εκλογές δεν θα γίνουν ακριβώς στο τέλος της τετραετίας, αλλά ούτε και αρκετά νωρίτερα, όπως κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ φοβούνται. Το Μαξίμου θα περιμένει πρώτα να πέσουν στην πραγματική οικονομία τα μεγάλα πακέτα από την ευρωπαϊκή βοήθεια και τις ιδιωτικές επενδύσεις -αυτά τα χρήματα είναι πολλά- και μετά θα βρει το ξέφωτο που το βολεύει για να στήσει κάλπες.

Με απλά λόγια, οι εκλογές θα γίνουν το νωρίτερο τον Οκτώβριο του 2022 και το αργότερο τον Μάρτιο του 2023. Και μέχρι τότε θα έχουμε πλειοδοσία παροχών και από τις δύο πλευρές. Η επιθυμία του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα μπορούσε να υπάρξει συγκυβέρνηση δεύτερου, τρίτου και ενδεχομένως τέταρτου κόμματος, όπως για παράδειγμα του κόμματος του Γιάνη Βαρουφάκη, δεν είναι πολύ δημοφιλής στη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών.

Άλλωστε, πού ακούστηκε το πρώτο κόμμα, που θα είναι η Ν.Δ., να μείνει εκτός κυβέρνησης; Έτσι, λοιπόν, θα πάμε σε σκληρή διπολική αναμέτρηση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έχει σταθερό στόχο να κερδίσει αυτοδυναμία με μικρότερη, εκ των πραγμάτων, πλειοψηφία από αυτή που έχει σήμερα στη δεύτερη αναμέτρηση και ο Αλέξης Τσίπρας θα επιδιώκει, ασχέτως τι θα λέει δημόσια, να ηττηθεί σχεδόν με το ίδιο ποσοστό που έχασε και στις προηγούμενες εκλογές, δηλαδή γύρω στο 30%. Μια ήττα με αυτά τα χαρακτηριστικά θα τον διατηρήσει στην ηγεσία, έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο να τον απειλεί σοβαρά. Έτσι, θα αναμένει, βάσει της θεωρίας του ώριμου φρούτου, να κυβερνήσει μετά τις μεθεπόμενες εκλογές.