Ώρα για μια μεγάλη αγκαλιά

Γράφει ο Γιάννης Πολίτης

Όταν κάποιος φοβάται, τον παίρνεις αγκαλιά. Γιατί, αν του κουνάς το δάχτυλο και του φωνάζεις, ο φόβος του πολλαπλασιάζεται. Οι περισσότεροι από αυτούς που δεν προσέρχονται στα εμβολιαστικά κέντρα δεν είναι ούτε αρνητές ούτε ψεκασμένοι. Μπερδεμένοι είναι από τα αντιφατικά σχόλια που ακούν στην τηλεόραση και διαβάζουν στο διαδίκτυο. Τη μεγάλη ζημιά την έχει κάνει μια μικρή μειοψηφία δήθεν ειδικών, που για να εξασφαλίσουν δύο λεπτά δημοσιότητας πανικοβάλλουν την κοινωνία. Και άντε να φοβηθούν τα νέα παιδιά, οι εικοσάρηδες και οι τριαντάρηδες, που έχουν τη ζωή μπροστά τους, δεν έχουν ακόμη τεκνοποιήσει και, όταν ακούν περί δήθεν μετάλλαξης του DNA, βλέπουν σύριγγα και τους πιάνει πανικός.

Όμως, δεν είναι κατανοητό γιατί φοβούνται οι πενηντάρηδες και ακόμα χειρότερα οι εξηντάρηδες. Οι πιθανότητες να υποστούν παρενέργειες από το εμβόλιο είναι απειροελάχιστες, σε σύγκριση με αυτά που θα τους συμβούν αν νοσήσουν και μπουν στην εντατική.

Είναι μεγάλο το δίλημμα που αντιμετωπίζει αυτές τις ημέρες ο πρωθυπουργός. Γι’ αυτό και στις εξαγγελίες του για υποχρεωτικούς εμβολιασμούς ήταν πολύ προσεκτικός. Παρότι πολλοί στην κυβέρνηση και το επιτελείο του τον πιέζουν να γίνει περισσότερο αυστηρός με τους ανεμβολίαστους, το πολιτικό ένστικτό του τον συγκρατεί. Και σωστά. Γιατί, αν σφίξει περισσότερο τη μέγγενη, υπάρχει κίνδυνος να πυροδοτήσει έναν ιδιότυπο εμφύλιο, στον οποίο θα μάχονται καθημερινά οι εμβολιασμένοι με τους ανεμβολίαστους. Και αυτό θα ήταν ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί, τώρα που ο χρόνος πιέζει ασφυκτικά και παίζουμε με τις ημέρες και τις εβδομάδες για να βάλουμε φραγμό στο τέταρτο κύμα που φέρνει με ταχύτητα η μετάλλαξη «Δέλτα».

Για τις επόμενες δεκαπέντε ημέρες, αυτό που πρέπει να κάνει η κυβέρνηση είναι να αγκαλιάσει την κοινωνία. Οι ψυχολόγοι λένε ότι μετά από μια μεγάλη κρίση οι πολίτες χρειάζονται μια μανούλα και όχι έναν πατερούλη. Στην περίπτωσή μας, αυτή την εκδοχή είναι ανάγκη να υιοθετήσουμε. Η κυβέρνηση οφείλει να οργανώσει μια πανστρατιά ανθρώπων που θα μεταδίδουν το μήνυμα του εμβολιασμού σε όλη την κλίμακα της κοινωνικής ιεραρχίας.

Οι πρώτοι πυρήνες είναι οι ιερείς, από το τελευταίο χωριό της χώρας μέχρι τις μεγάλες ενορίες της πρωτεύουσας. Είναι μεγάλη η επιρροή που έχουν στους θρησκευόμενους. Την καθοριστική δουλειά, ωστόσο, θα την κάνουν οι οικογενειακοί γιατροί και οι φαρμακοποιοί της γειτονιάς. Όπως ξέρουμε, στη χώρα μας δεν υπάρχει πρωτοβάθμια περίθαλψη. Αυτό το κενό το καλύπτουν επί δεκαετίες οι ιδιώτες γιατροί και οι φαρμακοποιοί.

Όλοι έχουμε έναν φίλο γιατρό και έναν φαρμακοποιό που τον εμπιστευόμαστε με κλειστά μάτια. Σε αυτούς πρέπει να στραφούν η επιτροπή των ειδικών και το υπουργείο Υγείας και να τους απευθύνουν έκκληση για βοήθεια. Η υποχρεωτικότητα ας μείνει, προς το παρόν, στις ευαίσθητες επαγγελματικές ομάδες που ήδη ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός. Για όλους τους άλλους, μέχρι τον Σεπτέμβριο η αναγκαιότητα του εμβολιασμού θα είναι αυτονόητη για να υπάρξουν κοινωνικά και επαγγελματικά.

Τι εννοώ. Συνάντησα πριν από δύο ημέρες έναν Ελληνοαμερικανό φίλο μου που ήρθε για διακοπές στην Ελλάδα. Ζει στο Σαν Φρανσίσκο και έχει ένα δικό του καφέ. Μου είπε, λοιπόν, επί λέξει: «Εδώ και χρόνια στην Αμερική τους καπνιστές τους αντιμετωπίζουμε σαν να είναι από άλλο πλανήτη. Έτσι συμβαίνει τώρα και με τους ανεμβολίαστους. Σε λίγο δεν θα μπορούν να σταθούν πουθενά. Ούτε στις δουλειές τους ούτε στις παρέες».

Αυτό θα συμβεί και εδώ. Ελάτε στη θέση ενός καλοπροαίρετου, όχι στριφνού, εργοδότη, που έχει στην εταιρεία του δέκα εργαζομένους. Δουλεύουν όλοι στον ίδιο όροφο, αφού η εταιρεία είναι μικρή. Ο ένας από τους υπαλλήλους του έχει σοβαρό υποκείμενο νόσημα. Για παράδειγμα είναι νεφροπαθής. Και ο διπλανός του αρνείται να εμβολιαστεί. Ποιον από τους δύο θα επιλέξει να κρατήσει στη δουλειά ο εργοδότης;

Προφανώς, θα ζητήσει από αυτόν που δεν έχει εμβολιαστεί στην καλύτερη περίπτωση να πάρει άδεια άνευ αποδοχών μέχρι να τελειώσει η πανδημία. Δείτε, όμως, τώρα πώς πάει το ντόμινο. Η άδεια άνευ αποδοχών, που είναι καλύτερη από την απόλυση, συνεπάγεται στέρηση μισθού. Αλλά και κάτι χειρότερο από αυτό. Επειδή η φύση έχει την ιδιορρυθμία να καλύπτει όλα τα κενά, οι κενές καρέκλες καλύπτονται εύκολα. Και έτσι, όταν επιστρέψει ο εργαζόμενος μετά από έξι-οκτώ μήνες στην εταιρεία του, τη δουλειά που έκανε θα την κάνει κάποιος άλλος και εκείνος θα περισσεύει.

Ας φύγουμε από τα γραφεία και ας πάμε στα εστιατόρια. Είπαμε ότι στους κλειστούς χώρους θα μπαίνουν μόνο οι εμβολιασμένοι. Ποιος πελάτης θα δέχεται να του μαγειρέψει ή να του σερβίρει ένας ανεμβολίαστος; Και επειδή τα κακά νέα κυκλοφορούν εύκολα, όταν διαδοθεί ότι κάποιος εστιάτορας έχει ανεμβολίαστο εργαζόμενο, οι πελάτες θα επιλέξουν να πάνε στο διπλανό μαγαζί.

Το ίδιο θα συμβεί και στην κοινωνική μας ζωή. Κανείς εμβολιασμένος δεν θα θέλει στην παρέα του έναν ανεμβολίαστο, πολύ περισσότερο δεν θα τον καλεί στο σπίτι του. Έτσι, οι επιλογές που θα έχουν όσοι επιμένουν να φοβούνται ή να αρνούνται να κάνουν το εμβόλιο θα είναι να κινηθούν ανάμεσα στο σαλόνι και στη βεράντα του σπιτιού τους. Άρα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το πρόβλημα που σήμερα φαντάζει βουνό το επόμενο τρίμηνο θα το λύσει η ίδια η ζωή. Αρκεί μέχρι τότε να μη σαρώσει το τέταρτο κύμα τη χώρα, να μη γεμίσουν ξανά οι εντατικές και τα νεκροταφεία. Ένα είναι σίγουρο: σύντομα οι αντιεμβολιαστές θα αντιμετωπίζονται όπως οι καπνιστές στην Αμερική.