Ο κρίσιμος μήνας θα είναι ο Οκτώβριος

Η ιστορία των κυβερνήσεων και των κομμάτων έχει πάντα γοητεία για όσους ασχολούνται με αυτήν, επειδή είναι γεμάτη από ανατροπές. Καμιά κυβέρνηση δεν μοιάζει με άλλη και κανένα κόμμα δεν έχει όμοιό του. Όσοι πολιτικοί, επιστήμονες και αναλυτές έχουν επιχειρήσει να κάνουν προβλέψεις με συγκρίσεις σε παλαιότερες καταστάσεις, απέτυχαν παταγωδώς. Γιατί τα λέω τώρα αυτά. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι ένα νέο φαινόμενο στην νεότερη ελληνική ιστορία που προκαλεί -αν μη τι άλλο- σε αυτή τη φάση έκπληξη.

Γράφει ο Γιάννης Πολίτης

Τι ξέραμε μέχρι τώρα; Οι κυβερνήσεις στο μέσο της θητείας τους μπάζουν νερά. Στα δύο χρόνια αρχίζει η αμφισβήτηση και αναδεικνύονται οι ανεκπλήρωτες προσδοκίες των ψηφοφόρων μαζί με τις γκρίνιες των κομματικών στελεχών. Έτσι, υπάρχει πάντα μια δημοσκοπική καθίζηση με ταυτόχρονη άνοδο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πολλές φορές η αντιπολίτευση, παρότι εμφανίζεται δυνατή, φτάνει στη βρύση και δεν πίνει νερό, όπως συνέβη το 2000 με τη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή. Ήταν σταθερά μπροστά από το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη, αλλά δεν κέρδισε τις εκλογές. Σε κάθε περίπτωση, ο κανόνας είναι η αντιπολίτευση να κερδίζει έδαφος.

Στην παρούσα φάση, όλα γίνονται αλλιώς. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκπλήσσει τους δημοσκόπους, τον έναν μετά τον άλλο. Στη μέση της θητείας του και ενώ διαχειρίζεται δεκαπέντε μήνες τον εφιάλτη της πανδημίας, εμφανίζεται πανίσχυρος. Για να μην επαναλαμβάνουμε αριθμούς που είναι σε όλους γνωστοί, αν έκανε εκλογές αύριο το πρωί, θα κατέγραφε μία ακόμη συντριπτική νίκη. Είναι το ίδιο, αν όχι και περισσότερο ισχυρός από την 7η Ιουλίου του 2019 που κέρδισε τις εκλογές.

Η πρώτη ερμηνεία που διακινείται με ευκολία στα πολιτικά γραφεία και στις κοινωνικές μαζώξεις είναι πως η κυβέρνηση πάει καλά γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν τραβάει». Είναι ντεμοντέ και εκτός εποχής, λένε οι περισσότεροι και άλλοι συμπληρώνουν ότι ο Τσίπρας έχει χάσει τη λάμψη και τη δυναμική του, καθώς δεν ξέρει με ποιους να πάει και ποιους να αφήσει στο κόμμα του, όπου μαίνεται ο πόλεμος μεταξύ των διαφόρων τάσεων.

Εντάξει, όλα αυτά ισχύουν, αλλά υπάρχει και κάτι περισσότερο από αυτό. Όσο κι αν θα φανεί περίεργο αυτό που γράφω, η σημερινή κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη δρομολογήθηκε πριν ακόμα εκλεγεί αρχηγός. Και εξηγούμαι: στο διαβόητο δημοψήφισμα το καλοκαίρι του 2015, πριν ακόμα ξεκινήσουν οι διαδικασίες διαδοχής στη Ν.Δ., με το «ναι» και το «όχι» διαμορφώθηκε το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο με το σύνθημα «Μένουμε Ευρώπη». Αυτό το συγκροτούσαν ψηφοφόροι της Ν.Δ., του Ποταμιού και η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του σημερινού Κινήματος Αλλαγής. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όταν ανέλαβε την ηγεσία, βρήκε ένα διαμορφωμένο ρεύμα στην κοινωνία και με έξυπνες κινήσεις κατάφερε να το εκπροσωπήσει.

Πλην του θέματος της συμφωνίας των Πρεσπών, που κινήθηκε στα όρια του δεξιού φάσματος για να κρατήσει το κόμμα του ενωμένο, όλες οι άλλες πολιτικές του αναδείκνυαν το προφίλ του μεταρρυθμιστή κεντρώου πολιτικού. Έτσι, τις δυνάμεις του «Μένουμε Ευρώπη» τις έχει μέχρι και σήμερα μαζί του. Καθημερινά, «χορηγός» σε αυτό -χωρίς να το καταλαβαίνει- είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς με την αντιφατική πολιτική του οδηγεί τον κόσμο του μεσαίου χώρου να είναι συνεχώς προσκολλημένος στον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Ένα ακόμη εντυπωσιακό στοιχείο σε αυτή την ανατροπή που περιγράφουμε είναι το ότι, ενώ οι ηγέτες που διαχειρίστηκαν την πανδημία τσακίζονται ο ένας μετά τον άλλον, ο Έλληνας πρωθυπουργός, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, καρπώνεται μόνο οφέλη από αυτή την καταστροφή. Ο λόγος δεν είναι ότι μοίρασε επιδόματα -αυτό ίσως θα το έκαναν οι περισσότεροι- αλλά ότι οι πολίτες τον εμπιστεύονται ως αξιόπιστο διαχειριστή αυτής της κρίσης.

Επειδή, όμως, τίποτα στη ζωή δεν διαρκεί για πάντα, οι δυσκολίες για την κυβέρνηση θα έρθουν από τον Σεπτέμβριο, καθώς θα κληθεί να αναμετρηθεί με τον εαυτό της. Πρέπει πάση θυσία να πειστεί η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας ώστε να εμβολιαστεί μέσα στο καλοκαίρι. Διότι εάν κυριαρχήσουν οι μεταλλάξεις γρήγορα και πάμε σε νέο lockdown τον Οκτώβριο, η κοινωνία θα αντιδράσει άσχημα και η εμπιστοσύνη που υπάρχει σήμερα στους χειρισμούς του Μαξίμου μπορεί να χαθεί μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα.

Το δεύτερο και ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η αντιμετώπιση των μεγάλων κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών που επέφερε η πανδημία. Ακόμη και αν αύριο το πρωί τελειώσουμε με τον κορωνοϊό, δεν υπάρχει το μαγικό κουμπί που θα πατήσει ο πρωθυπουργός για να επαναφέρει την κανονικότητα που γνωρίζαμε. Πολλοί άνθρωποι θα μείνουν χωρίς δουλειά και όσοι από αυτούς είναι άνω των 50 γύρευε πότε και πού θα ξαναβρούν θέση εργασίας. Πολλές επιχειρήσεις θα καταρρεύσουν ή θα αλλάξουν χέρια.

Η απάντηση ότι θα μπούνε 32 δισεκατομμύρια στη χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης ακούγεται ωραία, αλλά ενδεχομένως να μη φτάσουν στην πρώτη φάση ή ακόμη και ποτέ στους ανθρώπους που τους παρέσυρε η δίνη της πανδημίας. Μπορεί οι αριθμοί σε σύντομο χρόνο να βελτιωθούν, αλλά να μείνουν μετέωροι, αντιμέτωποι με το φάσμα της φτώχειας δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι.

Απαιτείται, επομένως, ένα ριζοσπαστικό σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας που να είναι ανθρωποκεντρικό. Έχουν δίκαιο οι άνθρωποι των κοινωνικών επιστημών που λένε ότι οι κοινωνίες μετά την πανδημία δεν θα χρειάζονται έναν αυστηρό πατέρα, αλλά μια μητέρα με μια μεγάλη αγκαλιά.