Άκουγα πριν από χρόνια τους παλιούς Αθηναίους να λένε ότι ποτέ δεν εγκαταλείπουν την Αθήνα το Δεκαπενταύγουστο, το Πάσχα και τα παντός είδους τριήμερα, γιατί τότε έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν την πόλη τους. Τους έλεγα υπερβολικούς και έτρεχα να προλάβω το τελευταίο λεωφορείο για να φτάσω με κούραση στο χωριό μου. Αυτό κάνουμε πάντα όλοι επαρχιώτες. Πέρασαν δεκαετίες για να κατανοήσω την αξία της άδειας Αθήνας και να αποφεύγω την ταλαιπωρία στις μαζικές εξόδους.

Το περασμένο Σαββατοκύριακο ενέδωσα στην πίεση των φίλων μου να περάσουμε το τριήμερο της 28ης Οκτωβρίου σε ένα ορεινό χωριό της Πελοποννήσου. Από τη στιγμή που βγήκα στην εθνική οδό, συνειδητοποίησα κάτι που ενδεχομένως ξέρουν πολλοί, αλλά εγώ το αγνοούσα. Και αυτό είναι ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει στη χώρα και όλα είναι όπως παλιά. Σαν να μην πέρασε μια μέρα από τις προ μνημονίων εποχές. Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να καταλάβεις ότι ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού διαθέτει αρκετά χρήματα και βιάζεται να τα καταναλώσει με απληστία. Σαν να μη βυθιστήκαμε 10 χρόνια στη χρεοκοπία.

Αυτά τα λεφτά προφανώς υπήρχαν στα μπαούλα και τώρα ξαναεμφανίζονται. Γιατί… καινούργια λεφτά η χώρα δεν προλάβει ακόμη να αποκτήσει. Η περίφημη ανάπτυξη, που είναι το ζητούμενο, μπορεί να βρίσκεται καθ’ οδόν, μπορεί αρκετοί να σκέφτονται ότι στην Ελλάδα υπάρχουν ευκαιρίες, αλλά ακόμη δεν έχει πάρει μπροστά η μηχανή. Αν θέλετε να είμαστε αισιόδοξοι, γίνεται προθέρμανση και οι καλύτερες ημέρες είναι ένα πιθανό σενάριο.

Η εθνική οδός ήταν γεμάτη καινούργια αυτοκίνητα. Με την ίδια οδική συμπεριφορά των Ελλήνων, παρά τους νέους αυστηρούς κώδικες κυκλοφορίας. Οι σταθερές μας συνήθειες στις προσπεράσεις και στην επιδειξιομανία δεν άλλαξαν ούτε κατά διάνοια. Στα ορεινά χωριά που επισκέφθηκα -και δεν μιλάμε για διάσημους προορισμούς- τα αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα αρκετά έξω από τους οικισμούς. Το εντυπωσιακό, όμως, ήταν η κατανάλωση. Από το μεσημέρι και μέχρι τα μεσάνυχτα τα πιρούνια έπαιρναν φωτιά. Όπως το 2004, για να φανταστείτε την εικόνα.

Θα πείτε, μα γιατί ενοχλεί η κατανάλωση; Δεν λένε οι ειδικοί ότι για να πάρει μπρος η αγορά είναι αναγκαία προϋπόθεση το να καταναλώνουμε; Καλά τα λένε οι ειδικοί, αλλά φοβάμαι ότι πολύ γρήγορα θα χαθεί το μέτρο.

Η ελληνική υπερβολή βρίσκει ξανά τη θέση της. Είναι αυτό ακριβώς που ενοχλεί τους Γερμανούς, τους Ολλανδούς και τους Δανούς, όταν βλέπουν στοίβα τα πιάτα στις ταβέρνες. Και αυτό ακριβώς είναι που περιγράφουν τα σατιρικά ευρωπαϊκά έντυπα, κάθε φορά που η χώρα βγαίνει με απλωμένα χέρια για δανεικά. Η υπερβολή στην κατανάλωση είναι το ένα σκέλος. Και κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι και προσωπική υπόθεση του καθενός να ξοδεύει τα λεφτά του όπως θέλει. Και μετά να ζει την ξεφτίλα της ζητιανιάς.

Το δεύτερο και σημαντικότερο θέμα είναι οι υπηρεσίες που παρέχουμε και ο τρόπος που τις παρέχουμε. Μας αρέσει να λέμε ότι είμαστε σπουδαία τουριστική χώρα και επιδιώκουμε την επέκταση της σεζόν το φθινόπωρο, τον χειμώνα και την άνοιξη, ώστε να έρχονται στην Ελλάδα τουρίστες όλο τον χρόνο. Αυτό καλύτερα -προς το παρόν- να το ξεχάσουμε, μέχρι να μάθουν οι επαγγελματίες -τρόπος του λέγειν -τι σημαίνει εξυπηρέτηση επισκεπτών.
Αν εξαιρέσει κανείς τους γνωστούς προορισμούς της χώρας και τα νησιά μας, που είναι παγκοσμίως φημισμένα και έχουν βελτιώσει τις υπηρεσίες τους, στα περισσότερα μέρη της ελληνικής επαρχίας ο τρόπος που αντιμετωπίζονται οι επισκέπτες είναι να κλαις. Ασε που τα νέα κτίσματα μέσα στους πέτρινους οικισμούς προσβάλουν τα παλιά. «Τι έχει η Τοσκάνη που δεν το έχουμε εμείς», λένε όσοι δεν έχουν δει ούτε από περιέργεια τι έχουν κάνει οι γείτονες μας στη βόρεια Ιταλία για να καταφέρουν το θαύμα του 12μηνου τουρισμού.
Στον έναν ταβερνιάρη του έφυγαν τάχα μου οι σερβιτόροι αιφνιδιαστικά. Ο άλλος ξέμεινε από μπριζόλες, ο τρίτος δεν είχε φέτα, στον τέταρτο μόλις του χάλασε μηχάνημα και δεν δέχεται πιστωτική κάρτα. Ο μέσος όρος αναμονής για να φας ήταν 3 ώρες. Μέσα σε αυτό τον χρόνο υπολογίστε και 40 λεπτά για να μαζέψουν τα πιάτα των προηγούμενων. Τι τους νοιάζει ο περαστικός πελάτης. Να γλιτώσουν τα 50 ευρώ για τον έξτρα σερβιτόρο θέλουν. Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα. Αυτή είναι η Ελλάδα της νεοελληνικής κακομοιριάς.
Οι αποδείξεις, βέβαια, είναι σπάνιες. Ποιος να τολμήσει να ζητήσει απόδειξη από τον άνθρωπο που του έκανε τη χάρη να τον ταΐσει. Ολοι αυτοί, εάν τους ρωτήσεις την επόμενη μέρα, θα σου πουν σταθερά: το τριήμερο πήγε μέτρια και ο τζίρος ήτανε 20 % κάτω από τον περσινό.
Κάπως έτσι, με την κλάψα και τα ψέματα, τα καταφέρνουν και στο τέλος της χρονιάς δηλώνουν εισόδημα κάτω από το φορολογητέο όριο, με το επιχείρημα «αδερφέ, μια ταβερνούλα στο χωριό έχω, ίσα που ζω».
Πολύ φοβάμαι ότι η πολυετής κρίση δεν μας έμαθε τίποτα ούτε στον τρόπο που δουλεύουμε ούτε στον τρόπο που ζούμε. Έτσι, αν δεν γίνει κάποιο θαύμα, θα πορευτούμε στην επόμενη συμφορά αργά ή γρήγορα, όπως συμβαίνει κυκλικά στην Ελλάδα. Για την οποία προφανώς και θα φταίνε πάλι οι κακοί, ξενέρωτοι ξένοι που ζηλεύουν τον τρόπο που ζούμε και στήνουν σκευωρίες εναντίον της χώρας μας για να αγοράσουν τα οικόπεδά μας για ένα κομμάτι ψωμί.