Τα πλεονάσματα που ντροπιάζουν τους νοικοκυραίους

Μόνο μέσα από καθημερινές ιστορίες των πολιτών, μπορούμε να κατανοήσουμε την πραγματική εικόνα της ελληνικής κοινωνίας σήμερα. Τρεις μήνες σχεδόν μετά την έξοδο από το περίφημο τρίτο μνημόνιο, και μετά από εννιά χρόνια βαριάς κρίσης, η κατάσταση ενός πολύ μεγάλου μέρους συμπολιτών μας είναι και θα παραμείνει βασανιστική – ο Θεός ξέρει για πόσο διάστημα. Και δεν μιλάμε για αυτούς που ζουν σε ακραία φτώχεια και τρώνε στα συσσίτια ή τους φροντίζουν συγγενείς και φίλοι . Αλλά γι αυτούς που το 2004 αποκαλούσαμε νοικοκυραίους και σήμερα αδυνατούν να τα φέρουν βόλτα με το φαγητό, το φως, το νερό, το τηλέφωνο και τα εισιτήρια του λεωφορείου .Και αυτοί ειναι πολλοί. Δεν καταγράφονται όλοι στις στατιστικές γιατί αρκετοί απ’ αυτούς όταν ερωτώνται απαντούν με μισόλογα. Είτε από ντροπή για την σημερινή τους κατάντια, είτε γιατί πιστεύουν ότι σύντομα η ζωή τους θα αλλάξει.

Εικόνα πρώτη: Το μεσημέρι του περασμένου Σαββάτου ψωνίζω σε σούπερ μάρκετ γνωστής αλυσίδας στην οδό Μεσογείων.Στα βόρεια προάστια. Μια γυναίκα περίπου 40 ετών που κρατούσε από το χέρι την ανήλικη κόρη της,πλησιάζει τον πάγκο του κρεοπωλείου για να ρωτήσει τον πωλητή :
-Έχετε σήμερα σε προσφορά τον κιμά ,όπως την περασμένη εβδομάδα;
-Όχι κυρία μου. Σήμερα δεν υπάρχει προσφορά. Ο κιμάς κάνει 7,5 ευρώ το κιλό. Ίσως την ερχόμενη εβδομάδα να έχουμε ξανά προσφορά.
– Ευχαριστώ, θα ξαναέρθω την Τρίτη
Καθώς έφευγε η κυρία κοίταξα το καλαθάκι που κρατούσε στο χέρι της. Είχε μέσα μόνο δύο πακέτα μακαρόνια, ένα πακέτο ρύζι και γάλα. Δεν έδειχνε ένας φτωχός άνθρωπος, που θα πήγαινε ο νους σου ότι δεν έχει να αγοράσει κιμά για το Σαββατοκύριακο .
Ήρθε η σειρά μου: «Σας παρακαλώ θέλω ένα κοτόπουλο» λέω. «Συγνώμη κύριε έμειναν μόνο αυτά και κάνουν 7,90 το κιλό. Τα φτηνά τελείωσαν από το πρωί. Όλοι αυτά παίρνουν»
«Δεν πειράζει δώστε μου αυτό που υπάρχει» απάντησα και απομακρύνθηκα με την ενοχή ότι ο πωλητής με κατέταξε στους πλούσιους .

Εικόνα δεύτερη: Μια μέρα μετά, το βράδυ της περασμένης Κυριακής βγήκα για φαγητό σε ταβέρνα στο Χαλάνδρι. Στο τέλος της βραδιάς είδα από όλα τα τραπέζια να παίρνουν σε πακέτο οι πελάτες τα φαγητά που περίσσεψαν. Με είδε ο σερβιτόρος που παρατηρούσα και σχολίασε γελώντας: «Παλιά τις καλές μέρες οι πελάτες ντρέπονταν να πάρουν πακέτο το περίσσευμα. Τώρα ντρέπονται να το αφήσουν ακόμη και εκείνοι που αντέχουν οικονομικά»

Θα αναρωτιέστε ίσως, αυτοί που τρέχουν όλη μέρα στους δρόμους με τα λουξ αυτοκίνητα, πάνε στα ακριβά εστιατόρια και παραγγέλνουν με ευκολία καφέ με 5 ευρώ ,ποιοι είναι;
Μην γελιέστε. Το έχουμε ξαναπεί, δεν είναι οι περισσότεροι αυτοί. Το 10 % του πληθυσμού είχε και εξακολουθεί να έχει πολλά χρήματα. Αυτοί είναι ένα εκατομμύριο άνθρωποι. Κινούνται όμως διαρκώς και κάνουν φασαρία. Έτσι δημιουργείται η εντύπωση ότι ο κόσμος έχει λεφτά και δεν χαμπαριάζει απο μνημόνια .

Χωρίς αμφιβολία, σχεδόν μετά από μια δεκαετία κρίσιμη, φαίνεται η χώρα να ισορροπεί σε ένα πολύ χαμηλό σκαλοπάτι της σκάλας. Εκεί θα παραμείνει για πολύ μεγάλο διάστημα. Οι επόμενες δύο γενιές θα κοπιάσουν πολύ για να καταφέρουν να ανέβουν 2-3 σκαλοπάτια παραπάνω, από εκεί που έπεσαν οι γονείς τους. Η χώρα, σε κάθε περίπτωση, είναι απίθανο να ζήσει ξανά τις χαλαρές μέρες του 2006 και του 2007 ,για να εξηγούμαστε.

Και προφανώς αν είναι να καλοπερνάμε όπως παλιά με δανεικά, καλύτερα να μην μας συμβεί ποτέ ξανά. Τότε τα πρωτογενή ελλείμματα του κράτους ήταν πάνω από 10% και η χώρα προσέθετε 24 δισ. ευρώ κατ’ έτος στο χρέος. Ο ΣΥΡΙΖΑ που ακόμη δεν ήξερε τι σημαίνουν όλα αυτά, δεν σήκωνε κουβέντα περί μείωσής τους..Αλλά και η Ν.Δ και το ΠΑΣΟΚ στην πράξη δεν ήταν καλύτεροι. Αυτό έδειξε το αποτέλεσμα. Αν κάποιοι από αυτά τα κόμματα είχαν επισημάνει τον κίνδυνο σε συνέδρια, μικρή αξία έχει .

Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού έμαθε με πολύ επώδυνο τρόπο ότι η συνεχής αύξηση των ελλειμμάτων δεν φέρνει ανάπτυξη, συνομολόγησε το καλοκαίρι του 2015 ένα πρόγραμμα υπερβολικών πλεονασμάτων. Όμως το καλοκαίρι του 2015, δεν υπήρχαν περιθώρια ελιγμών. Έγιναν κάποιοι υπολογισμοί στο πόδι για την ανάπτυξη, αλλά όλοι ήθελαν απλώς να τελειώνει ο εφιάλτης.

Η επίτευξη πλεονασμάτων χωρίς εξορθολογισμό των δαπανών οδήγησε στην υπερφορολόγηση, που με τη σειρά της ψαλίδισε τον ρυθμό ανάπτυξης. Τώρα μπήκαν τα λεφτά στον κορβανά του κράτους, περισσότερα από όσα χρειάζονται, αλλά η οικονομία αγκομαχά. Η κυβέρνηση, πανηγυρίζει για τα υπερπλεονάσματα και εμφανίζεται μνημονιακότερη των μνημονιακών. Είναι πλέον το καλό παιδί των δανειστών .

Σύντομα, αν συνεχιστεί αυτό το ξεζούμισμα των λίγων πολιτών που πληρώνουν φόρους, θα χρειαστεί ένα τέταρτο και αντίστροφο μνημόνιο. Ενώ τα τρία πρώτα ήταν για την μείωση των ελλειμμάτων, αυτό θα έχει στόχο τον περιορισμό των πλεονασμάτων, για να ανασάνει η κοινωνία και να πάρει μπροστά η αγορά.