Η σχέση δανειστή και δανειζομένου είναι αρχέγονη και έχει πάντα τα ίδια χαρακτηριστικά.
Ένας από τους τοκογλύφους του χωριού που μεγάλωσα δάνεισε τη δεκαετία του ’60 χίλιες δραχμές σε μια χρεοκοπημένη οικογένεια. Η συμφωνία ήταν να μπαρκάρει αμέσως ο άντρας του σπιτιού σε έναν «σκυλοπνίχτη» της εποχής για να ξεχρεώσει σε έναν χρόνο. Αυτό όμως δεν συνέβη ποτέ. Έτσι ο δανειστής πήγε στο ελαιοτριβείο τον επόμενο χειμώνα και με επιδεικτικό τρόπο τού πήρε όλο το λάδι της σοδειάς: «Μα τι κάνεις; Μου παίρνεις το λάδι; Πώς θα ζήσουμε, πώς θα στείλω το παιδί να σπουδάσει;».
«Δεν θα σπουδάσει ο γιος σου. Θα τον στείλεις στα παπόρια να δουλέψει για όλους σας γιατί εγώ δεν θα σε δανείσω ποτέ ξανά».
Πράγματι το παιδί δεν έμαθε γράμματα. Δούλεψε σκληρά 30 χρόνια στη θάλασσα, με πίκρα, θυμό που κουβαλά μέχρι σήμερα, για το χαμένο όνειρό του να γίνει γιατρός.
Η συμπεριφορά των δανειστών μας με τα κοστούμια και τους καλούς τρόπους είναι όμοια με του άξεστου χωριάτη τοκογλύφου. Τα διδακτορικά δεν κάνουν τη διαφορά, όταν μιλάμε για χρέη. Και όσοι πρότειναν η χώρα να τρίξει τα δόντια στους Ευρωπαίους με την απειλή ότι θα σας παρασύρουμε όλους μαζί μας στον βυθό, με το ντόμινο της χρεοκοπίας, έμαθαν καθυστερημένα, με επώδυνο τρόπο, έναν βασικό κανόνα ζωής: όποιος απειλεί ότι θα γίνει καμικάζι πρέπει να ζωστεί τα πυρομαχικά και να είναι αποφασισμένος να το πράξει. Διαφορετικά θα καταντήσει και χρεωμένος και γελοίος.
Η ζωή απέδειξε ότι κανείς από εκείνους που ζητούσαν να τρομάξουμε τους τρομοκράτες-δανειστές δεν ήταν διατεθειμένος να αυτοπυρποληθεί.
Συμπέρασμα: Στην διευθέτηση του χρέους που περιμένουμε, πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι. Θα πάρουμε μια επιμήκυνση, αλλά θα είναι μικρή και τσιγκούνικη. Όπως την θέλουν οι Γερμανοί. Ως προς την επιτήρηση, θα παραμείνει σκληρή και απόλυτη για πολλά χρονια, ας μην έχουμε αυταπάτες.