Πάντοτε το λαϊκό χωράφι άρδευε τις πολιτικές ρίζες του ελληνικού συντηρητισμού. Υπήρξε αληθινός γόνος της κοινωνικής ψυχής, του συλλογικού μόχθου. Όργωνε μαζί με τον ηλιοκαμένο αγρότη, αλίευε μαζί με τον μουσκεμένο ψαρά, βοηθούσε τον ταλαιπωρημένο χειρώνακτά, αγωνιούσε ανοιχτά για τον μικρομεσαίο επιχειρηματία, φρόντιζε τον διαφανή μισθωτό, άκουγε προσεκτικά τον συνταξιούχο, δίχως δόσεις δημοκοπίας ή πελατειακής θωπείας.
Τούτη ακριβώς, η διαταξική αγκαλιά προστατεύει την ανθεκτικότητα του. Είναι η παραδοσιακή στέγη της τυπικής ελληνικής οικογένειας, του μέσου νοικοκυριού. Εξ ου και η προσφώνηση ‘‘παράταξη’’, αντί του στενόκαρδου ‘‘κόμματος’’. Άλλωστε, τα κόμματα αποτελούν αναλώσιμους μεταπράτες, ενώ οι παρατάξεις φιγουράρουν ιστορικοί πρεσβευτές.
Στη δίνη του πυκνού γίγνεσθαι, η πατρίδα μας εκλιπαρεί για την ανάσταση της λαϊκότητας, η οποία θα κατασκευάσει το προνοιακό οχυρό, το θεσμικό θώρακα απέναντι στα πικρά δεινά του διεθνούς σκότους.
Στις καθημερινές συζητήσεις πρωταγωνιστεί η μομφή, ότι η δημοκρατία φτωχοποιεί τις πλειοψηφίες και πλουτίζει τις μειοψηφίες. Πολίτες με σκυθρωπά πρόσωπα, πυροβολούν τον σημερινό καπιταλισμό ότι καννιβαλίζει τον λαϊκό άνθρωπο για να ταΐσει τους κροίσους. Εκθέτει τους ανυπεράσπιστους και ασφαλίζει τους σκληρούς. Θεραπεύει τους υγιείς και μολύνει τους ασθενείς.
Ώσπου η κοινωνική αγανάκτηση θίγει τη ρυπαρή πολιτική της κακοδαιμονία, με αίσθημα οργίλης ματαιότητας. Ομιλεί περί διαπλεκόμενης, αλαζονικής κομματοκρατίας, δεξιάς – αριστεράς, που εχθρεύεται την κοινωνική ευημερία και λογοδοτεί σε ολιγάρχες. Το άθροισμα των εν λόγω εξουσιών, το ονομάζει αφηρημένα ‘‘σύστημα’’, σαθρό και αδηφάγο.
Έτσι, τα επίορκα κόμματα συνάπτουν συμβόλαια εξουσίας ως πολιτικοί τραπεζίτες των κατεστημένων ελίτ. Καυστική ή μη, ισοπεδωτική ή μη, αληθής ή μη η ανωτέρω εικόνα πλανάται ανομολόγητα πάνω στη λαϊκή συνείδηση, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου, οικονομικά σπαρακτικής και κοινωνικά εύφλεκτης.
Αν δεν επανιδρύσουμε τη λαϊκή σχέση, αν δεν αναστήσουμε το κοινωνικό δεσμό τότε ο κυοφορούμενος πολιτικός ριζοσπαστισμός είναι μοιραίος, με το φαινόμενο να γενικεύεται ανεξέλεγκτα. Επείγει να ανακτήσουμε το κοινωνικό πρόσωπο, έντιμο και ευυπόληπτο, που θα ακούμπησει τη καρδιά του καθημερινού ανθρώπου, αποσπώντας την εμπιστοσύνη του. Κερδίζοντας τον μέσο πολίτη, επαναφέρουμε τη πλειοψηφία, από το περιθώριο στον ομφαλό του κοινωνικού πράττειν.
Ιδού το δίλλημα, υπαρξιακό και καίριο. Πρέπει να αποφασίσουμε τώρα. Η Νέα Δημοκρατία θα ονοματίζει μια Ανώνυμη Εταιρία των Ολίγων ή μια Οργανική Παράταξη της Κοινωνίας;
Κοινωνικός συντηρητισμός και κοινωνικός φιλελευθερισμός απαντούν σωτήρια, διερμηνεύοντας συνετά την ιστορική αειθαλία.
Οψόμεθα.