Η πολυκύμαντη σχέση, στενή, σχεδόν έγγαμη, ανθρώπου-φύσης διαμορφώνει το πλανητικό γίγνεσθαι από τα σπάργανα της γενέσεως. Για την ακρίβεια, το ανθρώπινο πολιτισμικό σύμπαν στοιχειοθετείται ως υλικό και πνευματικό αποτύπωμα της αέναης τούτηςδημιουργικής διαπλοκής ή πάλης, με πολύχρωμες παραλλαγές. Στους σύγχρονους καιρούς μας, ο ορατός περιβαλλοντικός μαρασμόςσταδιακά καταμαρτυρεί τον οιηματία, πανούργο άνθρωπο-κατασκευαστή και τη ρυπαρή παρεμβατικότητα του ως υπαίτιο,επωάζοντας μια ριζοσπαστική οικολογική κριτική, η οποία επανεξετάζει την αυτοτοποθέτηση μας ως κυρίαρχο είδος. Το κίνητρο της συνετό και νουνεχές. Από την άλλη το ύφος τηςκαυστικό, θορυβώδες, καταγγελτικό, πρόσφορο στο να αφυπνίσει. Μολαταύτα, προοδευτικά το πνεύμα της ολιστικά οικοκεντρικό και ανομολόγητα μισανθρωπικό. Μάλιστα, ο «πράσινος» κήρυκαςπρώτιστα ηθογραφεί και κατόπιν ιδεολογεί. Μην απορεί ο αναγνώστης στο βαρύγδουπο της διαπίστωσης, μήτε να μηδιάσει σαρκαστικά(ο γέλωτας πάλι ευφραίνει άρα είναι καλοδεχούμενος) καθώς ο μύχιος οικολογικός χρησμός, ο ανείδωτος, δεν υπαινίσσεταιτην κατάφαση του φυσικού δεσμού ή τη διάσωση του, αλλάδιερωτάται την επέκεινα παρουσία του ανθρώπου στη γαλάζια Εδέμ. Ποιόν ρόλο πέπρωται να υποδυθεί ο άνθρωπος ως κορωνίδα της έμβιας πυραμίδας. Προχώρει ενδελεχώς στη ταυτότητα του.
Παρότι, η οικολογική προβληματική ερεθίζεται από την περιβαλλοντική συμφορά, ωστόσο ξεστρατίζει προς μια συμπλεγματική, συνάμα αστόχαστη αξιακή υποβάθμιση του ανθρώπου εν είδει παρασιτικού οργανισμού που κατατρώγειλαίμαργα τα σωθικά της μητέρας γης. Άπαντες γνωρίζουμε την παροιμιώδη μεταφορά, που θέλει την ανθρώπινη δραστηριότητα, απείκασμα του ιοβόλου πολλαπλασιασμού. Δεν αντιλέγω, πολλάκις σε μεγαλόστομες υπερβολές καμουφλάρονται ψήγματααυτογνωσίας. Πλαστογραφεί εντούτοις το ανθρώπινο «είναι»,αδικώντας το κατάφωρα. Εν ολίγοις, σοβεί μια κεκαλυμμένη εμπάθεια και εχθρότητα έναντι της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης καταρρακώνοντας ισοπεδωτικά τη μοναδικότητα της. Ταυτόχρονα η φύση εξιδανικεύεται και εξυμνείται. Ο άνθρωπος δεν αποτελεί παρά ένα σπιθαμιαίο, μηδαμινό κλαδί της. Όριστε, ολοκάθαρα μια κλίμακα υπεροχής, περίπου παγανιστική.
Προτού, λοιπόν οδηγηθούμε στο αυτομαστίγωμα του νιχιλισμού, ας ανακαλέσουμε ότι ο άνθρωπος διαφέρει καισαρικά και οντολογικάαπό τη φύση, παρά την βιολογική του υπόσταση και συνάφεια, στο χάρισμα της ελλογιμότητας. Κατασκευάζει αυτόνομα ηθικά συστήματα εξευγενίζοντας τη συμπεριφορά του, χαλιναγωγώνταςούτω την ενστικτώδη και αταβιστική παρόρμηση του. Προικισμένος με τη δύναμη της συντεταγμένης σκέψης, ήτοι τον δομημένο συλλογισμό, σταθμίζει και συνειδητοποιεί, εν προκειμένω, το κακουργηματικό περιβαλλοντικό ατοπήμα, στη θέα του μολυσμένου και δυσώδους πλανητικού «έλους». Και βρίσκεται σε θέση, αφότου ανακρούσει πρύμνα, να επεξεργαστεί τρόπους συστηματικήςεξυγίανσης. Μονάχα, ο πολυμήχανος άνθρωπος ως αγαθός κληρονόμος και μηδέ νιτσεϊκός τύραννος του κόσμου, φέρει παρεμφερή και θαυμαστή τεχνουργική σοφία,
Ας επιστρέψουμε στο προλογικό ερώτημα. Προτείνω να αποφύγουμε τις συνθηματικές και εργαστηριακές ορολογίες του οικολογισμού, βαθέως και ρηχού. Πιότερο να ενσκήψουμε στο πυρήνα τουαρχέγονου, κυριολεκτικά, διακυβέβευματος. Με μια συγγνωστήαφαιρετικότητα, στη δυτική ηθικοφιλοσοφική παρακαταθήκη δεσπόζει ένα αντιδιαμετρικό δίπολο ερμηνείας του ζεύγους Ανθρώπου-Φύσεως, εκείνο της αρχαιοελληνικής φυσιοκρατίας όπουπρωτεύει η ακατάργητη κοσμική αρμονία και ευταξία, και εκείνο της βιβλικής αφήγησης περι θεόδοτης κτιστής δημιουργίας.
Με κοινή γεωγραφική μήτρα, έκαστη παράδοση σμιλεύει ένα διφυές ανθρωπολογικό πρότυπο, έναν διπρόσωπο ηθοποιό, που έξαφνακαλείται να υιοθετήσει το ένα ενσαρκώνοντας το στην επίγειατραγωδία. Το πρώτο εσωστρεφές. Το δεύτερο εξωστρεφές. Χάριν οικονομίας χώρου στεκόμαστε βραχύλογα επι αμφοτέρων.
Συνοπτικά η αρχαιοελληνική ουσιοκρατία εκλαμβάνει τον άνθρωπο, αδρανή και παθητικό μέτοχο του κόσμου. Ο χρόνος καθυποτάσσεται, παραπαίει και απεμπολεί την ιδιότητα της μεταβολής. Μετατρέπεται σε κυκλικός, ισοδύναμος του κλοιός. Πανταχόθεν βασιλεύει η νομοτέλεια την οποία ο εχέφρων άνθρωπος δεν καταπολεμά αλλά συνθηκολογεί μοιρολατρικά. Οξυδερκής, πλην κομπάρσος.
Αντιπαραβολικά, η ιουδαιοχριστιανική εσχατολογία φιλοτεχνεί τον άνθρωπο-ενεργητικό συμμέτοχο του επουράνιου Πατρός. Ανακαλύπτει, εξημερώνει, αξιοποιεί και μετασχηματίζει τη φθαρτή ύλη, εγκαινιάζοντας το άνοιγμα της φύσης στο μέλλον. Εφοδιάζεται με μια χρηστή αξιοσύνη, αυτή της μίμησης, προσοχή όχι κομπαστική υπερπήδηση, της ιερής οικοδομικής σοφίας. Εδώ, γεννάται η Ιστορία, με εκείνον, οτρηρές υποκείμενο των γεγονότων, περίλαμπροπρωταγωνιστή μιας «καινής» αφήγησης, καθόλου παρελθοντικής, αλλά χρονικά γραμμικής, προς τα πρόσω και επι τα βελτίω.
Στρεβλωτικά, ο νεωτερικός επιστήμονας νόθευσε το κίνητρο, σε έκταση τέτοια ώστε να εκφυλίσει το άδολο θείο δώρο σε ιδιοτελή ασέλγεια καθιστώντας τη φύση αναλώσιμο εργαλείο. Εν τοις πράγμασοι, ο άνθρωπος επιβάλλεται να παλιννοστήσει στη χριστιανική του καταγωγή. Γιατί τότε, θα αποκαταστήσει τον φιλεύσπλαχνο και «πράσινος» homo–faber, απαλείφοντας τον βιαστή homo-deus. Τέλος, θα αντιληφθούμε και κάτι έτι πιο κεφαλαιώδες ότι η Ιστορία συνιστά την οργανική «συνεύρεση» ανθρώπου-φύσεως. Αν δυνάμεθα να το αναπαραστήσουμε γλαφυρότερα, η Ιστορία ορθώνει ένα έργο, με τον άνθρωπο, πρωταγωνιστή και τη φύση, σανίδι. Επομένως, άνθρωπος χωρίς φύση προσιδιάζει σε πρωταγωνιστή χωρίς θέατρο. Ενώ, φύση χωρίς άνθρωπο θυμίζει άδεια και νεκρή σκηνή.
Χρήστος Γκιάτας: Πολιτικός Επιστήμων ΕΚΠΑ, Μεταπτυχιακός Φοιτητής Γεωπολιτικής ΕΚΠΑ