"Σφετεριστές ελευθερίας" στην Δημοκρατία μας δεν χωρούν
23 χρόνια μετά, κι όμως τίποτα δεν είναι αυτονόητο.
Της Αθηνάς Κοροβέση
Τα χρώματα του ανατέλλοντος ηλίου ξεπρόβαλαν διαφορετικά σήμερα. Η αντανάκλασή τους στην γυάλινη πρόσοψη του επιβλητικού κτιρίου της Εθνάρχου Μακαρίου στο Παλαιό Φάληρο δεν θα ήταν ίδια.
Η «κανονικότητα» της ανατολής είχε καμφθεί. Μαζί της επλήγη και η κανονικότητα μιας εργάσιμης ημέρας σαν όλες τις υπόλοιπες, η οποία έδωσε για άλλη μία φορά την σκυτάλη σε μιαν άλλη «κανονικότητα». Εκείνη της ανομίας, της επικυριαρχίας του φόβου, της τρομοκρατίας. Και στην προκειμένη περίπτωση, στην «κανονικότητα» που συνδέεται με το βαθύ πλήγμα στην Ελευθεροτυπία και τη Δημοκρατία.
Μία εβδομάδα πριν την άγια ημέρα των Χριστουγέννων, το επερχόμενο μήνυμα της γέννησης του Θεανθρώπου δεν πτόησε εκείνους που θέλησαν να σπείρουν τον φόβο και να κατευνάσουν τα ιδανικά της Δημοκρατίας.
Ώρα 02:37. Ξημερώματα 17ης Δεκεμβρίου 2018. Η ισχυρή έκρηξη βόμβας που σημειώθηκε λίγα μόνο μέτρα μακριά από την είσοδο του κτιρίου που στεγάζει τον ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ και την εφημερίδα «Καθημερινή» ξυπνάει μνήμες. Μιας άλλης κανονικής ημέρας, με τον χρόνο να “παγώνει” για τους εργαζομένους του Μεγάλου Καναλιού.
Ήταν Τετάρτη 15 Μαρτίου 1995, όταν στις 20:50 ακριβώς, δύο ρουκέτες εκτοξεύονταν κατά των εγκαταστάσεων του Μega Channel στην Παιανία. Την ώρα που το κεντρικό δελτίο βρισκόταν στον αέρα με παρουσιαστή τον Αιμίλιο Λιάτσο. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 29 Μαρτίου, η 17Νοέμβρη με προκήρυξή της που εστάλη στην εφημερίδα “Έθνος” ανέφερε ότι είχε τηλεφωνήσει στην “Ελευθεροτυπία” πληροφορώντας την εφημερίδα ότι οι δύο βόμβες θα εκραγούν σε 15-20 λεπτά και ζήτησε να ειδοποιηθεί ο τηλεοπτικός σταθμός ώστε να εκκενωθεί το κτίριο.
Το ευτύχημα και στις δύο τρομοκρατικές επιθέσεις, ήταν η απουσία θυμάτων, καθώς στις εγκαταστάσεις του Mega εκείνη την ώρα βρίσκονταν περισσότερα από 100 άτομα, ενώ αντίστοιχα στο γυάλινο κτίριο της Εθνάρχου Μακαρίου υπήρχε πλήθιος εργαζομένων λόγω της 24ωρης λειτουργίας του.
23 χρόνια μετά, κι όμως τίποτα δεν είναι αυτονόητο.
Η σύσσωμη καταδίκη του σημερινού περιστατικού ήταν πάνω και από επιβεβλημένη. Οι αντοχές της Δημοκρατίας λειτούργησαν ωστόσο αντιστρόφως ανάλογα και ο παλμός της μετάδοσης και της υπηρέτησης του λειτουργήματος από τα χαλάσματα δεν έπαψε ούτε για λεπτό.
Αν κάτι έπαψε όμως, δεν ήταν η πηγαία αυτή θέληση για την ακαμψία της ελευθερίας του Τύπου, η οποία πυροδοτήθηκε ακόμη περισσότερο, αλλά η διαχρονική πίστη στα ιδανικά, που μετενσαρκώνεται σε τοξικότητα την οποία κατοχύρωσε πια ως περίβλημά της η Δημοκρατία μας.
Τα ιδανικά αυτού του λίκνου της Δημοκρατίας, της αθηναϊκής Δημοκρατίας που έδωσε τα φώτα της σε όλον τον κόσμο, φαντάζουν πλέον πολύ μακρινά.
Στην αυγή του 2019 και στους “πρόποδες” της 200ής επετείου της Ελληνικής Επανάστασης, τα κεκτημένα αιώνων καταρρίπτονται από φωνές διχασμού και μισαλλοδοξίας που ζουν ανάμεσά μας. Οι οποίες προβαίνουν είτε εμπράκτως, με εμφανή τα αποτελέσματα, είτε υπογείως, με ανωνυμίες, ψευδώνυμα και παντός είδους πρακτικές, στην υπονόμευση των διαχρονικών μας κεκτημένων.
Όπως στην ιδιωτική μας ζωή, έτσι και στη δημόσια σφαίρα, οι σφετεριστές της ελευθερίας μας δεν χωρούν. Οι στάχτες που αφήνουν πίσω τους, μαζί με τα αποκαΐδια της ψυχικής μας ισορροπίας, αποτελούν για άλλη μία φορά την προφανή ένδειξη ότι η ελληνική κοινωνία οφείλει να ταρακουνηθεί. Οφείλει να αναλάβει δράση χωρίς αναστολές, όντας (ή όπως νομίζουν ότι είναι) κυριαρχούμενη από τα αισθήματα που θέλησαν να σπείρουν οι θιασώτες της εγχώριας τρομοκρατίας.
Η εικόνα των δημοσιογράφων του ΣΚΑΪ βγαίνοντας στον αέρα ανάμεσα σε αυτές τις στάχτες, περικλείει το απύθμενο σθένος για το λειτούργημα της δημοσιογραφίας, το οποίο δια μέσου της τηλεοπτικής εικόνας και των ραδιοφωνικών συχνοτήτων μετακυλίεται στο τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό κοινό.
Η ψυχική δύναμη του καθενός από εμάς οφείλει να υψώσει ξανά το ανάστημά της σε όλους τους ανατροφοδότες του διχαστικού κλίματος. Για να συμβάλει στη σωτηρία των κεκτημένων αιώνων, και να μην τα παραδώσει στη «ζούγκλα» εμφανών και μη τρομοκρατών.
Με υψωμένο ανάστημα και με προοπτική μέλλοντος, η κοινωνία οφείλει να κοιτάξει μπροστά. Το ίδιο και οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Γιατί δεν αρκεί μονάχα η λεκτική καταδίκη, αλλά και η πλήρης καταστολή φαινομένων βίας και ανομίας που τρομοκρατούν ψυχές και συνειδήσεις, μέσα από τις “μαγικές και άγνωστες” ιδίως στα χρόνια της κρίσης, λέξεις, της “σύμπνοιας” και της “εθνικής συμπόρευσης”.
Ο δρόμος για ένα περισσότερο ευοίωνο μέλλον είναι μπροστά, αρκεί να μην ξεφύγουμε από το μονοπάτι του.