Της Αθηνάς Κοροβέση
1η Μαΐου. Μια μέρα άμεσα συνδεδεμένη με τον Γιάννη Ρίτσο.
Μια τέτοια ήμερα το 1909 γεννήθηκε στην αγαπημένη του Μονεμβάσια. Την Παγκόσμια Ημέρα της Εργατιάς και σύμβολο των μακρόχρονων αγώνων και θυσιών των λαών όλης της γης. Μία ημέρα που, σαν από μεταφυσικά αίτια, τον στιγμάτισε και έμελλε να της μείνει πιστός μέχρι το τέλος της ζωής του. Φυλακή, εξορία, αγώνες, ποιήματα. Όλα μαζί. Για έναν από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές.
Ημέρα Μαγιού έγραψε και το αριστούργημά του «Επιτάφιος» που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» με τον τίτλο «Μοιρολόγι» στις 12 Μαΐου του 1936. Ένα ποίημα που προκαλεί ρίγη στον αναγνώστη, ακριβώς όπως η φωτογραφία που τον ενέπνευσε. Εκείνη η φωτογραφία της μάνας του Τάσου Τούση που θρηνούσε το νεκρό γιό της, την οποία η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε στο πρωτοσέλιδό της δύο μέρες νωρίτερα.
Κάτι που συγκλόνισε το στερνοπαίδι της Ελευθερίας Βουζουναρά και του Ελευθερίου Ρίτσου που ευθύς αμέσως κλείστηκε στην σοφίτα της οδού Μεθώνης για να γράψει τα πρώτα τρία μέρη του «Επιταφίου».
Οι πλέον χαρακτηριστικοί στίχοι του ποιήματος είναι οι ακόλουθοι:
“Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;”
Το μοιρολόι της μάνας ηχεί ακόμη στα αυτιά μας θυμίζοντάς μας εκείνο τον αιματοβαμμένο Μάη του 1936. Τότε που οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης κήρυξαν απεργία ζητώντας αύξηση των ημερομισθίων τους.
Η απεργία απέκτησε χαρακτήρα εξέγερσης, αλλά ήδη μετρούσε δεκάδες τραυματίες και δώδεκα νεκρούς. Μεταξύ τους και ο γιος της μάνας που κρατούσε το άψυχο σώμα του γιου της.
Κάπως έτσι, η ποιητική στροφή ενός ολόκληρου έθνους ήταν πλέον γεγονός από εκείνο το τραγικό περιστατικό.
Μέρα Μαγιού, λοιπόν…
“Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και με το δάχτυλο απλωτό μου τα ‘δειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα
Και μου ‘δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι
Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.
Μα, γιόκα μου, κι αν μου ‘δειχνες τ’ αστέρια και τα πλάτια,
τα ‘βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια
Και μου λες, γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θα ναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.”
“ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ” συγκεντρωτική έκδοση του Γιάννη Ρίτσου, Ποιήματα (Α’ τόμος, 1978, σ. 168 άσμα VI)