Τις τελευταίες ημέρες κυριαρχεί στην (εκλογική) επικαιρότητα η φοροκαταιγίδα στις επιχειρήσεις, που εξαπέλυσαν ως “προγραμματική θέση” ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ.
Του Θοδωρή Καλούδη
Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα που προκύπτουν από την πλειοδοσία των κυριότερων κομμάτων της αντιπολίτευσης στην επιβολή φόρων στους “έχοντες” μερίσματα από επιχειρηματική δραστηριότητα προς όφελος τάχα των “μη προνομιούχων”:
- Τι εννοούν και τί σημαίνει αυτό
- Γιατί το αναδεικνύουν σε προεκλογική περίοδο
Ας δούμε τι εννοούν
Προφανώς εννοούν ότι όσοι, “μεγάλοι” ή “μικρομεσαίοι” επιχειρούν στην Ελλάδα είναι “προνομιούχοι” που λίγο – πολύ η δραστηριότητά τους είναι σπαρμένη με ρόδα. Αγνοούν (μάλλον κλείνουν τα μάτια στην αλήθεια) ότι από τη στιγμή που ένας πολίτης αποφασίσει να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση προσλαμβάνει συνέταιρο το κράτος.
Φορολογείται η συγκέντρωση κεφαλαίου, φορολογούνται με 22% τα κέρδη της επιχείρησης (μετά τη δραματική μείωση της κυβέρνησης Μητσοτάκη από το 28%, το 2019) , προεισπράττεται ένα επιπλέον 80% επί των κερδών ως κρατική “καβάτζα” για τα … κέρδη του επόμενου έτους. Επιπλέον μια επιχείρηση καταβάλει υψηλές εργοδοτικές εισφορές (περίπου 38% επί των μισθών των εργαζομένων) υψηλό ΦΠΑ επί των πωλήσεών της και σειρά άλλων επιβαρυντικών “τελών” ανάλογα με τον κλάδο της. Πολλές – όπως οι φαρμακευτικές και οι επιχειρήσεις υγείας – έχουν να καταβάλουν και επιπλέον “πέναλτι” επί της αύξησης του τζίρου τους, τα λεγόμενα clawback. Και βέβαια όλες έχουν να αντιμετωπίσουν ένα “βάρβαρο” τραπεζικό δανεισμό, που δεν κοιτάει την επιχειρηματικότητα αλλά ασφαλίζεται στις εγγυήσεις του μικρού κυρίως επιχειρηματία (συνήθως προσημειώνουν το σπίτι του).
Μετά από αυτή την αφαίμαξη – από ένα κράτος που παρά τους σημαντικούς εκσυγχρονισμούς της τελευταίας τετραετίας, παραμένει εν πολλοίς αντιεπιχειρηματικό – ο επιχειρηματίας φορολογείται με 5% στα κέρδη του, ποσοστό που οι φωστήρες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ θεωρούν “λίγο” και θέλουν να διπλασιάσουν.
Αυτή η αντίληψη των “αριστερών ριζοσπαστών” και των “σοσιαλδημοκρατών” (αλα ελληνικά) πάσχει στην ίδια τη δικαιολογητική βάση της.
- Πρώτον, θεωρεί ότι στην Ελλάδα σαρώνει το “μεγάλο κεφάλαιο” και γι’ αυτό πρέπει να υπερφορολογηθεί. Να το συζητήσουμε, σύντροφοι, αφού δούμε επίσης με ποιες μεθόδους το μεγάλο κεφάλαιο διεθνώς κάνει κουμάντο με τα κέρδη του και πως εισπράττεις φόρους ή φορολογείς εκτάκτως υπερκέρδη από τη δραστηριότητά του.
- Δεύτερον, αγνοεί τους 110.000 μικρομεσαίους επιχειρηματίες που τραβούν καθημερινά την ανηφόρα κουβαλώντας δυσβάσταχτα φορτία (και πολλές θηλιές στο λαιμό τους).
- Τρίτον δεν λαμβάνει υπόψιν την ανάγκη δημιουργίας και διατήρησης ευνοϊκού επιχειρηματικού και επενδυτικού κλίματος, ικανού να τροφοδοτήσει την ανάπτυξη.
- Τέταρτον, αντιπαρέρχεται το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της φορολογικής διοίκησης, οι χαμηλότεροι συντελεστές φορολογίας μερισμάτων, που υιοθέτησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, πέτυχαν τρία πράγματα: περισσότερα έσοδα στα δημόσια ταμεία λόγω υψηλότερης φορολογικής συμμόρφωσης των επιχειρήσεων, περισσότερα κέρδη που επανεπενδύονται, άρα περισσότερες ξένες και ελληνικές επενδύσεις και εν τέλει περισσότερες θέσεις εργασίας.
- Πέμπτον κλείνει τα μάτια στο αυτονόητο ότι, αν εφαρμοστούν οι προτάσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, δεν θίγονται οι ξένες επιχειρήσεις, που στην πλειονότητα τους – λόγω των συμβάσεων αποφυγής διπλής φορολόγησης – φορολογούνται με 5%. Αλλά οι Ελληνικές που με νέα φορολογική επιβάρυνση θα αντιμετωπίσουν δυσμενέστερο ανταγωνισμό.
Ας δούμε και γιατί το κάνουν
Οι επικοινωνιολόγοι των δύο κομμάτων πιθανόν να θεωρούν ότι η ανατροπή μέρους της φορολογικής πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας (που ας μην ξεχνάμε ευνόησε εργαζόμενους, νοικοκυριά και επιχειρήσεις) και η προβολή της φορολόγησης του “κεφαλαίου” ίσως χαϊδεύει προεκλογικά τα αυτιά των “λαϊκών στρωμάτων”, αφού “τι είχαν τι έχασαν”. Και αφού πάντα το “κεφάλαιο” στην Αριστερή ρητορική ξορκίζεται ως “εχθρός του Λαού”, έστω και αν είναι μικρομεσαίο, αυτοδημιούργητο, καινοτόμο, νεανικό και βγαλμένο από τον πυρήνα της κοινωνίας. (Κοιτάξτε στον ευρύτερο κύκλο σας: Πόσους “μεροκαματιάρηδες” επιχειρηματίες γνωρίζετε και πόσους “μεγαλοκαρχαρίες”;)
Αλλά η προεκλογική εμμονή ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ σε φορομπηχτικές πολιτικές δεν αφορά μόνο την passée φιλοσοφία τους για την οικονομία, την αγορά και την αναπτυξιακή προοπτική του τόπου. Δεν αφορά καν την ίδια την πολιτική και τα “κυβερνητικά” τους προγράμματα. Έχει να κάνει κυρίως με την πολιτικά ιδιοτελή μάχη μεταξύ δύο ηττημένων των εκλογών και ανταγωνιστών πλέον στον χώρο που έχει απομείνει στην “Κενροαριστερά”. Ποιός θα πάρει περισσότερα “λαϊκά” ψηφαλάκια, ποιός θα επικρατήσει στις “εκλογές της αντιπολίτευσης”, ποιος έχει πολιτικό μέλλον. Ε, αν στη διελκυστίνδα αυτή πούνε κι ένα “μπιπ” παραπάνω, τι πειράζει; Μήπως θα κληθούν να το εφαρμόσουν;
Πηγή: economico.gr