Κάθε μέρα που περνούσε, κάθε πρωινό που ο κ. Χ παραπατούσε από την κόπωση της αυπνίας του, ερχόταν αντιμέτωπος με την ίδια κι απαράλλακτη ερώτηση:«Άραγε, θα με πάρει ο ύπνος σήμερα;»
Δοκίμασε να γυμνάζεται το βράδυ, δοκίμασε χάπια φυτικής προέλευσης με βαλεριάνα, πασσιφλόρα και βερβένα, δοκίμασε βιβλία, sudoku και σταυρόλεξα, όμως τίποτα. Αμέτρητα βράδια μοναξιάς τον στοίχειωναν όπου η πόλη κοιμόταν μα η συνείδησή του, έμενε ξάγρυπνη. Ακολουθούσαν πρωινά εξάντλησης, θυμού, κατάπτωσης όπου το πρόσωπό του έμοιαζε με μάσκα του Τουταγχαμώνα. Κι ύστερα ημικρανίες, αφόρητες ημικρανίες που θύμιζαν συχνά επικίνδυνο σεισμό με επίκεντρο τον ίδιο. Όλα αυτά κάποια μέρα τον γονάτισαν. Τον ανάγκασαν να παραιτηθεί από την δουλειά του, να παραιτηθεί απ’ τις σχέσεις του και τελικά… να ζητήσει τη βοήθεια του ειδικού.
Η αϋπνία αποτελεί μια απ’ τις πιο συνήθεις διαταραχές του ύπνου και επηρεάζει αρνητικά τη ζωή των ανθρώπων. Μειώνει την αποδοτικότητά τους, την ποιότητα ζωής τους, τις ανοσοποιητικές τους λειτουργίες, ενώ αποτελεί παράγοντα κινδύνου για περαιτέρω συμπτώματα, όπως κατάθλιψη, άγχος και αυτοκτονικότητα.
O A. N. Βγόντζας, Καθηγητής Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης και του Pennsylvania State University, μας πληροφορεί πως οι άνθρωποι με χρόνια αυπνία και με αντικειμενική διάρκεια ύπνου μικρότερη των 6 ωρών παρουσιάζουν αυξημένη θνησιμότητα (περίπου 4 φορές) συγκριτικά με εκείνους που ο ύπνος είναι ομαλός.
Σύμφωνα με το Κέντρο Μελέτης Ύπνου ένα στα τρία άτομα του συνολικού πληθυσμού παρουσιάζει βραχυχρόνια αϋπνία ενώ το 10-15% παρουσιάζει χρόνια συμπτώματα. Αίτια της αϋπνίας μπορεί να είναι ψυχοφυσιολογικοί παράγοντες (έντονο άγχος, αρνητικές σκέψεις), κακή υγιεινή του ύπνου (μεγάλα γεύματα πριν τον ύπνο, μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ-καφέ, θορυβώδες περιβάλλον κλπ), η χρήση φαρμάκων, οι επώδυνες καταστάσεις, ο υπερθυροειδισμός, οι περιοδικές κινήσεις των άκρων στον ύπνο, και οι διαταραχές του κιρκάδιου ρυθμού, δηλαδή του βιολογικού ρολογιού. Η βραχυχρόνια αϋπνία συσχετίζεται επίσης άμεσα με τραυματικές καταστάσεις και γεγονότα. Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να χορηγηθούν για μικρό χρονικό διάστημα υπναγωγά φάρμακα πάντα υπό την επιτήρηση γιατρού. Ωστόσο, στην περίπτωση που η αϋπνία γίνει χρόνια, δηλαδή κρατήσει παράπανω από έναν μήνα, η χρήση υπναγωγών δεν συνίσταται και το άτομο θα πρέπει να καταφύγει σε συμβούλους ψυχικής υγείας ή ειδικούς στην διάγνωση/ αντιμετώπιση της αϋπνίας.
«Άραγε, θα μπορέσω κάποτε να κοιμάμαι φυσιολογικά;» ήταν μια εύλογη ερώτηση που ο κύριος Χ με μεγάλη δυσπιστία είχε υποβάλλει. «Ναι» ήταν η απάντηση για εκείνον, αφού όμως πρώτα κατάφερε να εκθέσει στο φως του ήλιου όχι μόνο το κουρασμένο πρόσωπό του, αλλά κυρίως, τις αλήθειες που δεν τον άφηναν να κοιμηθεί. «Ναι» θα ήταν η απάντηση και για πολλούς άλλους αϋπνους, αν παραιτούνταν από ανεύθυνες, γενικευμένες ή κομπογιαννίτικες πρακτικές και αφήνονταν να εξεταστούν από ειδικούς υπό το πρίσμα της δικής τους, ιδιάζουσας, ψυχοφυσιολογικής δομής.