Τα βασικά και ισχυρότερα όπλα της ανθρωπότητας, εναντίον του νέου κορωνοϊού και των μεταλλάξεών του, είναι τα εμβόλια και όσο διευρύνεται η χορήγησή τους, τόσο περισσότερο συνεισφέρουν καθοριστικά μάλιστα στην αναχαίτιση της πανδημίας.
Η Θεραπευτική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ διεξάγει μελέτη (https://www.clinicaltrials.gov/ct2/show/NCT04743388) της κινητικής των αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 σε εθελοντές που λαμβάνουν τα εγκεκριμένα εμβόλια από το Υπουργείο Υγείας.
Πρόσφατα ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της σύγκρισης της παραγωγής εξουδετερωτικών αντισωμάτων μετά τη χορήγηση του εμβολίου της Pfizer ή της AstraZeneca, σε εθελοντές ηλικίας 60-64 ετών (διάμεση ηλικία τα 61 έτη και με τα δυο εμβόλια).
Η επιλογή της ηλικιακής ομάδας έγινε γιατί οι συμπολίτες μας ηλικίας 60-64 ετών ήταν οι πρώτοι που εμβολιάσθηκαν με το εμβόλιο των AstraZeneca. Η σύγκριση έγινε με υγειονομικούς που έλαβαν το εμβόλιο της Pfizer και είχαν ίδια ηλικία και φύλο με αυτούς που έλαβαν το εμβόλιο των AstraZeneca.
Η μελέτη για τη δημιουργία αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό
Στη μελέτη μετρήθηκε η παραγωγή εξουδετερωτικών αντισωμάτων (όπως υποδεικνύει το όνομα τους είναι αυτά τα οποία «εξουδετερώνουν» τον ιό), η ύπαρξη των οποίων σε επίπεδο άνω του 30% είναι ενδεικτική της αδρανοποίησης του ιού, ενώ επίπεδα άνω του 75% δηλώνουν πολύ υψηλή προστασία έναντι του ιού.
Η μέτρησή τους έγινε την ημέρα της πρώτης δόσης του εμβολίου (πριν τον εμβολιασμό), 3 εβδομάδες αργότερα (ημέρα 22, πριν τη δεύτερη δόση του εμβολίου για όσους έλαβαν το εμβόλιο της Pfizer), και στη συνέχεια έπειτα από 4 εβδομάδες (ημέρα 50 μετά την πρώτη δόση του εμβολίου).
Οι μετρήσεις γίνονται με εμπορικά διαθέσιμες τεχνολογίες που έχουν εγκριθεί από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ. Οι επικεφαλής της μελέτης, Ευάγγελος Τέρπος (Καθηγητής Αιματολογίας του ΕΚΠΑ), Ιωάννης Τρουγκάκος (Καθηγητής Τμήματος Βιολογίας του ΕΚΠΑ) και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης του ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα πιο σημαντικά αποτελέσματα της έρευνας.
Τι έδειξαν τα αποτελέσματα
Συγκρίθηκαν τα αποτελέσματα 78 συμπολιτών μας που έλαβαν το εμβόλιο της Pfizer με αυτά 73 εθελοντών που έλαβαν το εμβόλιο των AstraZeneca. Πριν την πρώτη δόση των εμβολίων δεν υπήρχε διαφορά στην τιμή των εξουδετερωτικών αντισωμάτων μεταξύ των δυο ομάδων. Την ημέρα 22, πριν τη χορήγηση της δεύτερης δόσης του εμβολίου της Pfizer, το 78% των εμβολιασθέντων με το εμβόλιο της Pfizer ανέπτυξαν εξουδετερωτικά αντισώματα, έναντι του 56% αυτών που έλαβαν το εμβόλιο της AstraZeneca.
Την ημέρα 50, που η ομάδα του εμβολίου της Pfizer είχε λάβει ήδη και τη δεύτερη δόση του εμβολίου και είχε περάσει διάστημα 4 εβδομάδων, η διαφορά ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Συνολικά, το 98% των εμβολιασθέντων με το εμβόλιο της Pfizer ανέπτυξαν εξουδετερωτικά αντισώματα (σχεδόν όλοι σε επίπεδα άνω του 75%) έναντι του 75% αυτών που έλαβαν το εμβόλιο της AstraZeneca.
Στη ομάδα του εμβολίου της AstraZeneca μόνο το 11% είχε τίτλους εξουδετερωτικών αντισωμάτων άνω του 75%, 50 ημέρες μετά την πρώτη δόση του εμβολίου. Ωστόσο, όπως φαίνεται και από τα αποτελέσματα, παρατηρήθηκε αύξηση του αριθμού των ατόμων με θετικούς τίτλους αντισωμάτων και με το εμβόλιο της AstraZeneca, μεταξύ 3 και 7 εβδομάδων μετά την πρώτη δόση του εμβολίου.
Η σημασία της 2ης δόσης
Η μελέτη του ΕΚΠΑ δείχνει ότι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων είναι πολύ μεγάλη και στην ομάδα των συμπολιτών μας ηλικίας 60-64 ετών. Η δεύτερη δόση των εμβολίων είναι απαραίτητη για την επίτευξη υψηλών τίτλων εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2.
Τα αποτελέσματα με το εμβόλιο των AstraZeneca δηλώνουν ότι η επιλογή πολλών χωρών να προτείνουν τη χορήγηση της δεύτερης δόσης του εμβολίου σε διάστημα λιγότερο των 12 εβδομάδων μετά την πρώτη δόση, είναι σωστή, ώστε να μειωθεί το διάστημα μέχρι την επίτευξη της μέγιστης παραγωγής εξουδετερωτικών αντισωμάτων.
Στις χώρες αυτές ανήκει και η Ελλάδα που προτείνει να γίνεται η δεύτερη δόση του εμβολίου των AstraZeneca μεταξύ 8 και 12 εβδομάδων μετά την πρώτη δόση, όπως και το Ηνωμένο Βασίλειο που χορηγεί τη δεύτερη δόση στις ευπαθείς ομάδες 8 εβδομάδες μετά την πρώτη δόση, αντί των 12 εβδομάδων που ήταν η συνήθης πολιτική του μέχρι προ εβδομάδος.