H διαθέσιμη επιστημονική βιβλιογραφία δείχνει ότι ο πανδημικός κορωνοϊός δεν μεταδίδεται μόνο από σταγονίδια που απελευθερώνονται από το βήχα και από το φτέρνισμα αλλά και από μολυσματικά σωματίδια που μένουν στον αέρα για ώρες, με τους ερευνητές να προτείνουν σημαντικές αλλαγές στα σημερινά μέτρα πρόληψης, αναφέρει μεγάλη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό Lancet.
«Προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι όλοι επιμένουν να αμφιβάλλουν για το κατά πόσο η αερογενής μετάδοση είναι ή δεν είναι η κύρια οδός μετάδοσης για αυτόν τον ιό» σχολιάζει η Κίμπερλι Πράθερ, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο που ειδικεύεται στα αερολύματα.
«Μόνο αν συμπεριλάβουμε την εισπνοή αερολυμάτων από μικρές και μεγάλες αποστάσεις μπορούμε να εξηγήσουμε τις συρροές κρουσμάτων σε κλειστούς χώρους που έχουν καταγραφεί σε όλο τον κόσμο», προσθέτει.
Η ομάδα της ουσιαστικά αμφισβητεί μελέτη για λογαριασμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, η οποία δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «η αδυναμία ανάκτησης βιώσιμων δειγμάτων του SARS-CoV-2 εμποδίζει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για την αερογενή μετάδοση». Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, η κύρια οδός μετάδοσης είναι σταγονίδια που πέφτουν στο έδαφος ή εξατμίζονται πριν διανύσουν μεγάλες αποστάσεις.
Η Πράθερ και συνεργάτες της στις ΗΠΑ, την Οξφόρδη και τον Καναδά αναγνωρίζουν ότι η αερογενής μετάδοση είναι δύσκολο να επιβεβαιωθεί, αυτό όμως δεν είναι λόγος να αποκλειστεί. Οι ερευνητές επανεξέτασαν τις διαθέσιμες μελέτες και παραθέτουν στη δημοσίευσή τους «δέκα επιστημονικούς λόγους που στηρίζουν την αερογενή μετάδοση του SARS-CoV-2».
Πρώτο επιχείρημα στη λίστα είναι τα καταγεγραμμένα περιστατικά υπερμετάδοσης, όπως αυτό που συνέβη στην χορωδία της κομητείας Σκάγκιτ στην πολιτεία της Ουάσιγκτον: Συνολικά 53 άτομα κόλλησαν τον ιό από τον ίδιο ασθενή, γεγονός που «δεν μπορεί εύκολα να εξηγηθεί με την απλή στενή επαφή ή το άγγιγμα μολυσμένων επιφανειών ή αντικειμένων».
Δεύτερον, περιστατικά μετάδοσης μεταξύ ανθρώπων που διέμεναν σε διαφορετικά δωμάτια έχουν καταγραφεί σε ξενοδοχεία καραντίνας, παρόλο που οι ένοικοι δεν είχαν βρεθεί ποτέ στον ίδιο χώρο.
Τρίτον, προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η ασυμπτωματική ή προσυμπτωματική μετάδοση του κορωνοϊού από ανθρώπους που δεν βήχουν ή φτερνίζονται αντιστοιχεί τουλάχιστον στο ένα τρίτο των κρουσμάτων, γεγονός που «προσφέρει στήριξη» στην θεωρία ότι τα αερολύματα είναι κύρια οδός μετάδοσης.
Τέταρτον, η μετάδοση είναι συχνότερη στους εσωτερικούς χώρους, ειδικά σε δωμάτια που δεν αερίζονται.
Πέμπτον, κρούσματα έχουν καταγραφεί μεταξύ υγειονομικών που λάμβαναν όλα τα μέτρα προστασίας από σταγονίδια.
Έκτο, μολυσματικά αντίγραφα του SARS-CoV-2 έχουν ανιχνευθεί στον αέρα σε εργαστηριακά πειράματα, αν και τα ευρήματα δεν επαληθεύονται από άλλες μελέτες, πιθανώς επειδή η ανίχνευση του ιού στον αέρα είναι τεχνικά δύσκολη.
Έβδομο, ο ιός έχει ανιχνευτεί σε φίλτρα αέρα και αγωγούς εξαερισμού στους οποίους δεν θα μπορούσαν να φτάσουν μεγάλα σταγονίδια.
Όγδοο, μετάδοση έχει παρατηρηθεί μεταξύ ζώων που ζούσαν σε διαφορετικά κλουβιά που συνδέονταν από αεραγωγούς, τους οποίους μόνο τα αερολύματα θα μπορούσαν να διασχίσουν.
Ένατο, καμία μελέτη δεν έχει αποκλείσει με πειστικό τρόπο το ενδεχόμενο αερογενούς μετάδοσης.
Και δέκατο, οι ενδείξεις για μετάδοση από αναπνευστικά σταγονίδια δεν είναι επαρκείς. Η μόλυνση είναι πράγματι πιο πιθανή όταν κάποιος πλησιάζει έναν ασθενή σε μικρή απόσταση, αυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο ιός μεταδίδεται από σταγονίδια –η εξήγηση θα μπορούσε να είναι ότι τα αερολύματα είναι περισσότερα κοντά στον ασθενή και αραιώνονται με την απόσταση.
Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα, κυβερνήσεις και υγειονομικές αρχές θα πρέπει να επανεξετάσουν τις συστάσεις πρόληψης. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί όχι στην απολύμανση επιφανειών και τα φυσικά εμπόδια όπως τα πάνελ από πλεξιγκλάς, αλλά στην εξασφάλιση επαρκούς αερισμού, το φιλτράρισμα του αέρα στους εσωτερικούς χώρους, τη χρήση μάσκας παντού αλλά και τον περιορισμό της παραμονής σε κλειστούς χώρους.