Το παράσιτο που προκαλεί τοξοπλάσμωση μπορεί να παίζει ρόλο σε σημαντικό ποσοστό κρουσμάτων σχιζοφρένειας, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.
Το τοξόπλασμα gondii, όπως λέγεται, μεταδίδεται στους ανθρώπους κυρίως από τα κατοικίδια ζώα και την κατανάλωση μισοψημένων ή ωμών ζωικών προϊόντων, και λιγότερο συχνά από τις εγκύους στα μωρά της, σύμφωνα με τα ομοσπονδιακά Κέντρα Ελέγχου & Προλήψεως των Ασθενειών (CDC), των ΗΠΑ.
Η μόλυνση από αυτό είναι πολύ συχνή. Στη Γαλλία, λ.χ., το 75% του πληθυσμού έχουν μολυνθεί από το τοξόπλασμα μέχρι να γίνουν 40 ετών, στη Γερμανία είναι μολυσμένο το περίπου 50% των ενηλίκων και συνολικά στη Δυτική Ευρώπη είναι μολυσμένες μία στις δύο γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν τον Δεκέμβριο του 2011 στην επιθεώρηση «The Pediatric Infectious Diseases Journal».
Οι περισσότεροι φορείς (το 80%) δεν γνωρίζουν ότι είναι μολυσμένοι, καθώς όσοι έχουν υγιές ανοσοποιητικό σύστημα κατορθώνουν να το περιορίσουν και έτσι δεν αρρωσταίνουν.
Αντιθέτως, όσοι έχουν εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, όπως οι ηλικιωμένοι, οι έγκυοι και οι πάσχοντες από νοσήματα του ανοσοποιητικού (όπως η HIV/AIDS λοίμωξη) μπορεί να εκδηλώσουν τοξοπλάσμωση.
Η τοξοπλάσμωση χαρακτηρίζεται από συμπτώματα σαν αυτά των ιώσεων (π.χ. πυρετός, διόγκωση λεμφαδένων και πόνοι στους μυς) αλλά στις σοβαρές περιπτώσεις προκαλεί βλάβες στα μάτια, τον εγκέφαλο και άλλα όργανα.
Ορισμένες μελέτες έχουν συσχετίσει το τοξόπλασμα με την εμφάνιση ορισμένων προβλημάτων ψυχικής υγείας, στα οποία συμπεριλαμβάνεται η σχιζοφρένεια, ενώ υπάρχουν και μελέτες που υποδηλώνουν ότι ορισμένα αντιψυχωσικά φάρμακα μπορεί να εμποδίζουν την αναπαραγωγή του παρασίτου.
Ωστόσο τα ευρήματα αυτά είναι προκαταρκτικά και όχι ομόφωνα αποδεκτά από την επιστημονική κοινότητα.
Στη νέα μελέτη, ο δρ Γκάρι Σμιθ, καθηγητής Πληθυσμιακής Βιολογίας & Επιδημιολογίας στην Κτηνιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, θέλησε να διερευνήσει καλύτερα την δυνητική συσχέτιση ανάμεσα στο τοξόπλασμα και την σχιζοφρένεια.
Έτσι, χρησιμοποίησε το επονομαζόμενο κλάσμα αποδιδόμενου κινδύνου στον πληθυσμό (PAF), για να υπολογίσει αν και τι ποσοστό των κρουσμάτων σχιζοφρένειας μπορεί να αποδοθεί στο τοξόπλασμα.
Το κλάσμα αποδιδόμενου κινδύνου στον πληθυσμό χρησιμοποιείται στην Επιδημιολογία για να αξιολογηθεί η σημασία ενός παράγοντα κινδύνου για νόσηση. Για την προκειμένη περίπτωση αυτό σημαίνει ότι «διερευνήσαμε πόσα κρούσματα σχιζοφρένειας θα μπορούσαν να αποφευχθούν, αν σταματούσαμε την λοίμωξη από τοξόπλασμα», εξήγησε ο δρ Σμιθ.
Όπως, λοιπόν, διαπίστωσε, το 21,4% των κρουσμάτων σχιζοφρένειας στις ΗΠΑ θα μπορούσαν να αποφευχθούν – ένα ποσοστό που σε άλλες χώρες πιθανώς θα είναι μεγαλύτερο, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, υπάρχουν χώρες με πολύ περισσότερους φορείς του τοξοπλάσματος (στις ΗΠΑ έχει αναφερθεί ότι φορείς είναι μόλις το 22% του πληθυσμού, ηλικίας άνω των 12 ετών).
«Το εύρημά μας υποδηλώνει ότι η λοίμωξη με το τοξόπλασμα gondii είναι σημαντική στην περίπτωση της σχιζοφρένειας και αξίζει τον κόπο να διερευνηθεί περαιτέρω η πιθανή συσχέτιση, όσο εξωφρενική κι αν φαίνεται», σχολίασε ο δρ Σμιθ.
Η νέα μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Preventive Veterinary Medicine».
Πηγή: www.tanea.gr