Ο περισσότερος κόσμος όταν ακούει τη λέξη «μελάνωμα» αυτομάτως σκέφτεται το δέρμα, ίσως και κάποια ελιά που «κακοφόρμισε» από τον πολύ ήλιο. Ωστόσο, τα κύτταρα από τα οποία προέρχονται τα μελανώματα δεν υπάρχουν μόνο στο δέρμα αλλά και στα μάτια μας.
Το μελάνωμα είναι ένας καρκίνος που αρχίζει στα μελανοκύτταρα – τα κύτταρα του σώματος που παράγουν τη χρωστική ουσία μελανίνη, η οποία δίνει στο δέρμα, στα μάτια και στα μαλλιά μας το χαρακτηριστικό χρώμα τους.
Η εμφάνισή του στο δέρμα σχετίζεται άμεσα με την έκθεση στον ήλιο (είναι λ.χ. πιο συχνό στους αγρότες και σε όσους έχουν κάνει πολλή ηλιοθεραπεία στη ζωή τους), η οποία συνήθως προκαλεί αθροιστικές βλάβες στο DNA των δερματικών κυττάρων και τα καθιστά τελικά καρκινικά.
Στα μάτια, ανάλογη συσχέτιση φαίνεται να υπάρχει μόνο για τα μελανώματα των βλεφάρων. Για όσα αναπτύσσονται στο εσωτερικό του ματιού (επομένως δεν φαίνονται όταν κοιταζόμαστε στον καθρέφτη), τα επιστημονικά δεδομένα είναι λιγότερο ισχυρά.
Οπως εξηγεί ο χειρουργός-οφθαλμίατρος Αναστάσιος-Ιωάννης Κανελλόπουλος, καθηγητής Οφθαλμολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, το οφθαλμικό μελάνωμα είναι σπάνια αλλά αρκετά σοβαρή νεοπλασία, η οποία είναι πιο συχνή στα άτομα με ανοιχτόχρωμο δέρμα και μπλε ή γκρι μάτια και στις μεγαλύτερες ηλικίες (άνω των 50 ετών).
Ενας σπίλος ή μια φακίδα στο μάτι που αποτελείται στην πραγματικότητα από συσσωρευμένα μελανοκύτταρα, επίσης μπορεί να είναι παράγων κινδύνου. Υπολογίζεται ότι ένα στα 20 άτομα έχουν τέτοιου είδους σπίλο στο μάτι τους, αλλά συνήθως βρίσκεται στο πίσω μέρος του και έτσι δεν είναι ορατός διά γυμνού οφθαλμού.
Στο οφθαλμικό μελάνωμα προδιαθέτει επίσης η οφθαλμική/οφθαλμοδερματική μελανοκυττάρωση, μια σπάνια νόσος η οποία προκαλεί υπερμελάγχρωση (σκούρο χρώμα) του οφθαλμού και του δέρματος γύρω από αυτόν.
Συμπτώματα
«Το οφθαλμικό μελάνωμα στα αρχικά στάδια συνήθως δεν προκαλεί συμπτώματα» λέει ο κ. Κανελλόπουλος. «Σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί να διαγνωσθεί τυχαία κατά τη διάρκεια τυπικού οφθαλμικού ελέγχου. Αν όμως εντοπίζεται στον επιπεφυκότα ή στην ίριδα, μπορεί να φαίνεται σαν μια μαύρη/καφέ οζώδης μάζα, η οποία παρουσιάζει αργή εξέλιξη».
Στα πιθανά συμπτώματα του μελανώματος των ματιών συμπεριλαμβάνονται μειωμένη όραση, «μυγάκια», αλλαγή του χρώματος της ίριδας, πόνος και έλλειμμα στο οπτικό πεδίο. Ωστόσο, ένας στους τρεις ασθενείς δεν τα παρουσιάζει ποτέ.
Η διάγνωση μπορεί να γίνει με μία σειρά από εξετάσεις, η πιο σημαντική εκ των οποίων είναι η βυθοσκόπηση έπειτα από διαστολή της κόρης με ειδικό κολλύριο, με την οποία ελέγχεται το εσωτερικό του ματιού.
Εάν η διάγνωση του μελανώματος είναι πιθανή, ο οφθαλμίατρος θα συστήσει πιο ειδικές εξετάσεις όπως υπέρηχο, φλουοροαγγειογραφία, βιοψία και ίσως αξονική ή μαγνητική τομογραφία, για να ελέγξει και για τυχόν μεταστάσεις.
Πώς αντιμετωπίζεται
Τα μικρά μελανώματα των ματιών μπορεί να αντιμετωπιστούν με λέιζερ και βραχυθεραπεία – μια μορφή ακτινοθεραπείας κατά την οποία τοποθετείται προσωρινά μια μικρή πλάκα ραδιενεργού υλικού στο μάτι για να ακτινοβοληθεί το μελάνωμα από απόσταση λίγων χιλιοστών.
Στα προχωρημένα στάδια μπορεί να απαιτηθεί έως και χειρουργική εκκένωση του οφθαλμικού κόγχου και φαρμακευτική θεραπεία.
«Τα αποτελέσματα της θεραπείας εξαρτώνται από την ηλικία, την ύπαρξη ή όχι μεταστάσεων και τα χαρακτηριστικό του όγκου» τονίζει ο καθηγητής. «Οπως ισχύει για όλους τους καρκίνους, η έγκαιρη διάγνωση μπορεί να κάνει τη διαφορά».
Η πρόγνωση και τα μέτρα προστασίας
Όταν το οφθλαμικό μελάνωμα ανιχνεύεται στα αρχικά στάδια, τα ποσοστά επιτυχούς αντιμετώπισης φθάνουν το 90%, ενώ αντιθέτως η καθυστερημένη διάγνωση μπορεί να κοστίσει σύντομα τη ζωή.
Αυτός είναι ακόμη ένας λόγος για τον οποίο πρέπει να πηγαίνουμε στον οφθαλμίατρο μία φορά τον χρόνο, για προληπτικό έλεγχο των ματιών.
Στην πρόληψη του οφθαλμικού μελανώματος ενδέχεται να συμβάλλει η προσεκτική κάλυψη των βλεφάρων με αντηλιακό με υψηλό δείκτη προστασίας, η συνεχής χρήση γυαλιών ηλίου σε υπαίθριους χώρους (ακόμα κι αν έχει συννεφιά) και, κυρίως, η αποφυγή του ήλιου τις ώρες 11 το πρωί έως 4 το απόγευμα.
Πηγή: tanea