Η Σκλήρυνση κατά Πλάκας (ΣΚΠ) είναι μια ασθένεια που επηρεάζει όλο το κεντρικό νευρικό σύστημα και όχι μόνο ορισμένα σημεία του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού, όπως πίστευαν οι επιστήμονες μέχρι πρόσφατα. Το σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται για κληρονομική νόσο και η θεραπευτική αντιμετώπισή της στοχεύει στη μείωση των υποτροπών, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής αλλά και στον έλεγχο της εξέλιξης της αναπηρίας, όπως ανέφεραν ειδικοί επιστήμονες μιλώντας στο 27ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ελλήνων Νευρολόγων που πραγματοποιήθηκε στην Αλεξανδρούπολη.
Για τα νέα στοιχεία στην παθολογία της πολλαπλής σκλήρυνσης, τη σπουδαιότητα των στοιχείων που προκύπτουν από τη χορήγηση των φαρμάκων στην κλινική πρακτική, τους θεραπευτικούς στόχους μακροπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα και τις δυνατότητες της από στόματος χορηγούμενης θεραπείας με φινγκολιμόδη στον έλεγχο δραστηριότητας της νόσου, μίλησαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αναπληρωτής Καθηγητής Νευρολογίας του ΑΠΘ, Νίκος Γρηγοριάδης και ο Καθηγητής Νευρολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου CarlGustav Carus, Tjalf Ziemssen.
Αναφερόμενος στην παθολογία της σκλήρυνσης κατά πλάκας ο κ. Γρηγοριάδης τόνισε ότι «αυτό που εντυπωσιάζει πια είναι ότι δεν είναι μία νόσος που αφορά μόνο ορισμένα σημεία του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού, όπως πιστεύαμε μέχρι σχετικά πρόσφατα, αλλά μία νόσος που αφορά όλο το κεντρικό νευρικό σύστημα, στο σύνολό του», σημειώνοντας ωστόσο ότι «υπάρχει παθολογία την οποία δεν μπορούμε να τη δούμε σήμερα με τα μέσα που διαθέτει η επιστήμη (κυρίως δηλαδή με τη μαγνητική τομογραφία) και άρα θα πρέπει να προσπαθούμε ως ένα βαθμό να τη φανταστούμε ή να την υποψιαστούμε μέσα από την κλινική εικόνα».
Τους θεραπευτικούς στόχους που τίθενται στην πολλαπλή σκλήρυνση ο κ. Γρηγοριάδης τους προσδιορίζει στη μείωση της συχνότητας των υποτροπών που σίγουρα βελτιώνει την ποιότητα ζωής του ασθενούς. «Εφόσον αυτή επιτευχθεί αναμένουμε ότι θα μπορούμε ως ένα μεγάλο βαθμό να ελέγξουμε και την εξέλιξη της αναπηρίας μακροπρόθεσμα» προσθέτει ο Αναπληρωτής Καθηγητής ο οποίος χαρακτηρίζει ως ιδιαίτερα σημαντικό, για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της νόσου, την έγκαιρη διάγνωση και έναρξη της θεραπευτικής αγωγής.
«Δεν έχει εντοπιστεί προδιάθεση εμφάνισης της νόσου, η οποία σίγουρα δεν είναι κληρονομική. Αυτό που φαίνεται ότι κληρονομείται είναι μία προδιάθεση γενικά για αυτοανοσία. Από εκεί και πέρα αν θα εκδηλώσει κανείς αυτό το αυτοάνοσο νόσημα ή κάποιο άλλο από σακχαρώδη διαβήτη και ρευματοειδή αρθρίτιδα μέχρι θυρεοειδίτιδα είναι άγνωστο. Πρέπει να παρέμβουν πολλοί περιβαλλοντικοί παράγοντες για τους οποίους ακόμη δεν έχουμε ξεκάθαρη πληροφορία. Δηλαδή ποιος είναι αυτός ο παράγοντας».
Στο ερώτημα εάν έχει παρατηρηθεί αύξηση του αριθμού ασθενών με ΣΚΠ ή διαφοροποίηση ως προς το όριο ηλικίας εμφάνισης της νόσου τόνισε ότι δεν υπάρχει καμία επίσημη πανελλαδική επιδημιολογική μελέτη και ως εκ τούτου δεν υπάρχει η δυνατότητα συγκρίσεων. «Οι ασθενείς με ΣΚΠ υπολογίζονται κατ’ άλλους σε 12.000 και κατ’ άλλους 14.000. Η αίσθησή μου είναι ότι υπάρχει αύξηση, αλλά αυτή η αύξηση είναι αληθής ή οφείλεται στο ότι σήμερα διαθέτουμε περισσότερη γνώση, περισσότερα μέσα για τη διάγνωση της νόσου; Αν δεν γίνει συστηματική επιδημιολογική μελέτη δε νομίζω ότι μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα».
Τέλος ο κ. Γρηγοριάδης αναφέρθηκε και στη δράση της φινγκολιμόδης, ενός νέου σχετικά φαρμάκου(εφαρμόζεται στους Έλληνες ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση τα τελευταία 4 χρόνια) το οποίο όπως εξήγησε μπορεί να παρεμβαίνει στα στοιχεία της παθολογίας τόσο της εστιακής όσο και της διάχυτης βλάβης, γιατί είναι ουσία που συνδέεται με υποδοχείς που υπάρχουν τόσο στο ανοσιακό σύστημα, όσο και σε κύτταρα του κεντρικού νευρικού συστήματος.
«Είναι το πρώτο χάπι για την πολλαπλή σκλήρυνση, η πρώτη από του στόματος θεραπεία και ενδείκνυται για τους ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στη φαρμακευτική αγωγή της πρώτης γραμμής που ακολουθούν. Γι’ αυτούς τους ασθενείς η φινγκολιμόδη είναι μια καλή επιλογή για την επίτευξη του ελέγχου της δραστηριότητας της νόσου, δηλαδή την αποφυγή υποτροπών και την καθυστέρηση της εξέλιξης της αναπηρίας τους».
Ενθαρρυντικό για την πορεία του φαρμάκου θεωρεί ο Γερμανός Καθηγητής Tjalf Ziemssen το γεγονός ότι ήδη πάνω από 4.200 ασθενείς από τη μελέτη PANGAEA,από διαφορετικές χώρες και νοσοκομεία, υποβάλλονται σε θεραπεία με φινγκολιμόδη. «Είμαστε χαρούμενοι γιατί μετά από δύο χρόνια θεραπείας, σχεδόν το 90% των ασθενών εξακολουθούν να συμμετέχουν». Ωστόσο ο κ. Ziemssen διευκρινίζει ως προς το πότε ενδείκνυται εναλλαγή της φαρμακευτικής αγωγής ότι «η βασική αρχή είναι η έγκαιρη έναρξη της θεραπείας ενός ασθενούς με φαρμακευτική αγωγή και κατόπιν εφόσον υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτή δεν είναι αρκετή, τότε θα πρέπει να ξεκινάμε κάποιο άλλο φάρμακο όπως η φινγκολιμόδη. Θεωρώ ότι δεν είναι η σωστή στρατηγική να κρατάμε έναν ασθενή σε μια συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή, όταν υπάρχουν εναλλακτικές οι οποίες είναι πιο αποτελεσματικές. Αυτό είναι που έχει σημασία για τον ασθενή και τη βέλτιστη θεραπεία».