Εάν η Ελλάδα αποκλειόταν από την κοινότητα του Netflix, θα βρισκόταν στην ίδια μοίρα με τη Συρία, τη Βόρεια Κορέα και την Κίνα, δηλαδή συντροφιά με χώρες στις οποίες συντρέχουν κυρίως πολιτικοί λόγοι που επιβάλλουν την απομόνωση από τη συγκεκριμένη κιβωτό δυτικής, μαζικής ποπ κουλτούρας. Ίσως γι’ αυτό λοιπόν η καθ’ ημάς ανάπτυξη του Netflix έχει μάλλον τον χαρακτήρα μιας διερευνητικής πρωτοβουλίας ή απόπειρας τήρησης των προσχημάτων ώστε να μη μείνει, έστω και τυπικά, η Ελλάδα εκτός των 190 χωρών του πλανήτη στις οποίες λειτουργεί μέχρι στιγμής.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε ρεπορτάζ του για το protothema.gr ο Βασίλης Τσακίρογλου, το Netflix είναι η κορυφαία παγκοσμίως συνδρομητική υπηρεσία για την κατά παραγγελία παρακολούθηση κινηματογραφικού και τηλεοπτικού υλικού μέσω Διαδικτύου, με 75 εκατομμύρια χρήστες από κάθε σημείο της υφηλίου.
Ωστόσο, από τις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου του 2016, όταν εγκαινιάστηκε το τοπικό παρακλάδι, το ελληνικό κοινό έχει πρόσβαση μόνο σε ένα κλάσμα από το υλικό που διαθέτει η μητρική πλατφόρμα, δηλαδή το αμερικανικό Netflix. Καθένας από τους 43 εκατομμύρια Αμερικανούς συνδρομητές μπορεί να περιπλανάται επί ώρες μέσα στον λαβύρινθο της, κυριολεκτικά απέραντης, κινηματογραφικής και τηλεοπτικής παρακαταθήκης του Netflix. Αντιθέτως, όμως, ο Ελληνας συνδρομητής μάταια θα ψάχνει π.χ. τη ναυαρχίδα της πλατφόρμας, την υπερεπιτυχημένη σειρά «House of Cards».
Εξίσου μάταια, βέβαια, θα αναζητήσει ελληνικούς υπότιτλους. Η ιδιαίτερα περιορισμένη ποικιλία του διαθέσιμου ψυχαγωγικού υλικού, καθώς και η απουσία πρόβλεψης για την απολύτως στοιχειώδη προσαρμογή στις ελληνικές ανάγκες μέσω του υποτιτλισμού καταδεικνύουν ότι το Netflix προς το παρόν λειτουργεί στην Ελλάδα μάλλον πειραματικά, σε μια εντελώς επιφυλακτική λογική ανάπτυξης αναλόγως την ανταπόκριση του κοινού.
Εάν, όμως, οι Έλληνες σινεφίλ και τηλεφίλ δεν ικανοποιήσουν την όρεξή τους για φρέσκο θέαμα π.χ. με σίριαλ όπως το (εξαιρετικό, παρεμπιπτόντως) «Narcos», το «Breaking Bad», το «Dexter» ή τα σκοτεινά «Daredevil» και «Jessica Jones», εάν δεν υποκύψουν στον πειρασμό βραβευμένων με Όσκαρ ταινιών παρελθόντων ετών όπως το «Inception», το «Argo», ή ακόμη και το «Forrest Gump», τότε πολύ δύσκολα το Netflix θα δικαιολογήσει τη φήμη του ως ακαταμάχητου μαγνήτη φιλοθεάμονος κοινού παντός τύπου. Αυτή η, σαφώς υποβαθμισμένη λειτουργία της ψηφιακής πλατφόρμας του Netflix στην Ελλάδα, οφείλεται εν μέρει σε ήδη υπάρχουσες συμφωνίες προβολής από άλλα συνδρομητικά δίκτυα, αλλά και σε πλήθος περιορισμών λόγω δικαιωμάτων προβολής σειρών και ταινιών – κάτι που, παρ’ όλ’ αυτά, δεν ισχύει μόνο για τη χώρα μας.
Επίσης δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι το ελληνικό Netflix εισήλθε μόλις στον δεύτερο μήνα της λειτουργίας του, επομένως ενδέχεται η βιντεο-ταινιοθήκη του να εμπλουτιστεί συν τω χρόνω, καθώς και ότι η συνδρομή είναι δωρεάν για τις πρώτες 30 ημέρες, στο πλαίσιο της δοκιμαστικής χρήσης. Οπως και να ’χει, όμως, η πολυδιαφημισμένη έλευση του Netflix στην Ελλάδα, προς το παρόν είναι κατώτερη των προσδοκιών, ιδιαίτερα εκείνων που είχαν απολαύσει τις παροχές της αμερικανικής πλατφόρμας. Στις οποίες περιλαμβάνεται ακόμη και η κατ’ οίκον αποστολή DVD με την ταινία που ο ενδιαφερόμενος χρήστης ενδεχομένως δεν βρήκε στον αχανή κατάλογο του Netflix. Προφανώς για την Ελλάδα κάτι τέτοιο αποτελεί σκηνή από ταινία επιστημονικής φαντασίας, ακριβώς σαν αυτές που φιλοξενεί στα εικονικά της ράφια η ψηφιακή πλατφόρμα.
Με τον Σπέισι και τον Ομπάμα
Υπό μία έννοια, η Ελλάδα θα μπορούσε να κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά τουλάχιστον ενός συγκεκριμένου ανώτατου στελέχους του Netflix: ο Τεντ Σαράντος, τρίτης γενιάς Ελληνας, γεννημένος το 1964 στην Αριζόνα, έχει ήδη κατακτήσει μια επίζηλη διάκριση. Το 2013, το περιοδικό «Time» τον είχε συμπεριλάβει στον κατάλογο με τους 100 ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Ο τίτλος του επισήμως είναι Διευθυντής Περιεχομένου, στην πράξη όμως είναι ένα από τα πολύ μεγάλα κεφάλια του Netflix, τα στελέχη εκείνα στην απόλυτη κορυφή της εσωτερικής ιεραρχίας που οδήγησαν την πλατφόρμα στην παγκόσμια επικράτηση. Ο Τεντ Σαράντος πρωτοστάτησε στην επέκταση του Netflix στον τομέα της παραγωγής πρωτότυπου περιεχομένου.
Ήταν δηλαδή αυτός που ενέκρινε, στήριξε και επέβλεψε την υλοποίηση ορισμένων ιδεών που εξελίχθηκαν σε τρομακτικές επιτυχίες, σειρές που ήδη θεωρούνται σταθμοί στον σύγχρονο χώρο του θεάματος, όπως το «Orange is the New Black», το «Arrested Development» και, βέβαια, το «House of Cards». Οι φωτογραφίες του Σαράντος δίπλα στον σούπερ σταρ πρωταγωνιστή του «House of Cards», Κέβιν Σπέισι, καθώς και σε πλήθος άλλων Χολιγουντιανών αστέρων πρώτης γραμμής, δεν είναι μόνο αναμνηστικές και δεν στήνονται απλώς για λόγους εξυπηρέτησης των δημοσίων σχέσεων. Ακόμη και ο πολύς Κέβιν Σπέισι ή ο Τζον Τραβόλτα και ο Βινς Βον ξέρουν πολύ καλά ότι ο Τεντ Σαράντος κινεί νήματα σε δουλειές εκατομμυρίων δολαρίων, με άλλα λόγια είναι ένα από τα πιο ισχυρά αφεντικά της παγκόσμιας βιομηχανίας του θεάματος.
Μιλώντας όμως για φωτογραφίες, όπως πιστοποιείται από τα αντίστοιχα στιγμιότυπα, ο Σαράντος δεν είναι άγνωστος ούτε στον αυθεντικό κυρίαρχο του αληθινού «House of Cards», τον πρόεδρο των ΗΠΑ αυτοπροσώπως. Στην περίπτωση όμως του Μπαράκ Ομπάμα το ενδιαφέρον δεν περιορίζεται μόνο στον ίδιο τον Τεντ Σαράντος, καθώς η δεύτερη σύζυγός του ανήκει στο αμερικανικό διπλωματικό σώμα και είναι από μόνη της μια σημαντική και αναγνωρίσιμη προσωπικότητα. Η Νικόλ Εϊβαντ είχε διατελέσει πρέσβειρα των ΗΠΑ στις Μπαχάμες, διορισμένη απευθείας από τον Λευκό Οίκο. Σήμερα έχει πλέον αποσυρθεί από τα καθήκοντά της, διατηρώντας όμως το δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζεται ως «πρέσβειρα, επιχειρηματίας, πολιτική ακτιβίστρια και φιλάνθρωπος». Τόσο η Νικόλ όσο και ο Τεντ Σαράντος έχουν αποδείξει εμπράκτως την πλήρη αφοσίωσή τους στον Ομπάμα. Τα περίπου 700 εκατ. δολάρια που συγκέντρωσαν μέσω διαφόρων εκδηλώσεων που οργάνωσαν κατά τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα για τη δεύτερη θητεία του σίγουρα βοήθησαν την επανεκλογή του νυν πλανητάρχη.
«Υπνωτιστής του κοινού»
Χαρακτηριστικό της επιρροής που ασκεί ο Τεντ Σαράντος στη showbiz είναι ένα αφιέρωμα του «Guardian» στη δουλειά του με τίτλο «Είναι αυτός ο άνθρωπος η Δύναμη του Κακού;». Η βρετανική εφημερίδα ανέτεμνε τον ρόλο του Σαράντος ως «υπνωτιστή του κοινού», το οποίο παρέμενε κολλημένο στο Netflix χάρη στο σύστημα διαρκούς ενημέρωσης με εξατομικευμένες ειδοποιήσεις που επινόησε ο Σαράντος. Εάν, δηλαδή, κάποιος παρακολουθεί μια σειρά όπως το «House of Cards» και είναι επιρρεπής στο να παραμείνει καθηλωμένος επί όσο διάστημα χρειαστεί έως ότου φτάσει στο τέλος του κύκλου, το Netflix φροντίζει να τον ενθαρρύνει, ενημερώνοντάς τον ότι αμέσως μετά το επεισόδιο που μόλις τελείωσε, ακολουθεί το επόμενο. Με αυτό τον τρόπο αναπτύσσεται μια σχέση εξάρτησης, μια κάποιου είδους μανία – πράγμα που ουδόλως ενοχλεί τον Σαράντος, εφόσον η ιδέα για τους μαραθώνιους τηλεθέασης ξεκίνησε από μια δική του, προσωπική ανάγκη.
Ο 52χρονος σήμερα Ελληνοαμερικανός δεν ξεχνά το μαρτύριο της υποχρεωτικής αναμονής ανάμεσα στην προβολή επεισοδίων των δικών του αγαπημένων σειρών στη συμβατική τηλεόραση, όταν εκείνος ήταν έφηβος προς το τέλος της δεκαετίας του ’70 και μεγάλωνε στο Φοίνιξ της Αριζόνα. Τότε ο Τεντ μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά του στηνόταν μπροστά στο «κουτί» τα Σαββατοκύριακα για να παρακολουθήσει σε αδιάλειπτη επανάληψη όλα τα επεισόδια της προηγούμενης εβδομάδας. Το ίδιο ακριβώς, αλλά με την αναγκαία προσαρμογή στην εποχή της κατά παραγγελία online τηλεθέασης μέσω Netflix, οραματίστηκε ο Σαράντος ότι θα μπορούσε να συμβαίνει και σήμερα. Και, φυσικά, δεν διαψεύστηκε: Ο «ιός» του Netflix μεταδίδεται με ρυθμό επιδημίας σε όλο τον πλανήτη, αποφέροντας κέρδη εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων σε μια επιχείρηση που ξεκίνησε ταπεινά πριν από περίπου είκοσι χρόνια ως πρωτοπόρα στην ενοικίαση ταινιών μέσω Ιντερνετ.
Ο Τεντ Σαράντος προσελήφθη στo Netflix το 2000, όταν ο βασικός κορμός της επιχείρησης ήταν η ταχυδρομική αποστολή DVD στους συνδρομητές του. Προηγουμένως είχε εργαστεί σε μια άλλη επιχείρηση που παρείχε παρεμφερείς με το Netflix υπηρεσίες, οπότε είχε την κατάλληλη εμπειρία στην διάγνωση των καταναλωτικών συνηθειών. Ο οξυδερκής Σαράντος είχε παρατηρήσει π.χ. ότι οι συνδρομητές που ενοικίαζαν DVD με επεισόδια σειρών τα επέστρεφαν σχεδόν αμέσως, πολύ πιο σύντομα από ό,τι εκείνοι που παρακολουθούσαν ταινίες. Συμπέρανε το προφανές, ότι οι εθισμένοι στα σίριαλ ανυπομονούσαν να παρακολουθήσουν τα επόμενα επεισόδια, ακόμη και μαζικά, χωρίς διακοπή.
Χρυσάφι αλά ελληνικά
Προϊόντος του χρόνου και καθώς το Διαδίκτυο αναπτυσσόταν και αναδεικνυόταν σε κυρίαρχο μέσο καθιστώντας απαρχαιωμένη την ταχυδρομική διανομή του ψυχαγωγικού περιεχομένου, ο Σαράντος έθεσε στον εαυτό του το κρίσιμο στοίχημα: τι θα γινόταν εάν το ίδιο το Netflix λειτουργούσε όχι ως απλός διανομέας των καλλιτεχνικών προϊόντων άλλων εταιρειών, αλλά χρηματοδοτούσε τις δικές του παραγωγές; Το μυαλό του λειτούργησε όπως τα αλγοριθμικά συστήματα των online γιγάντων όπως του Amazon, τα οποία, με βάση το ιστορικό των προτιμήσεων κάθε χρήστη διαμορφώνουν το προφίλ του και του αποστέλλουν τακτικά εξατομικευμένες προτάσεις για ανάλογες αγορές. Όμως ο αλγόριθμος στο μυαλό του Τεντ Σαράντος ήταν ακόμη πιο εύστοχος, καθώς μέσω του αρχείου του το Netflix ξέρει ακριβώς τι ζητά το κοινό και άρα τι απαιτείται από το σενάριο της εκάστοτε σειράς πριν εγκριθεί η παραγωγή της.
Έχοντας στη διάθεσή του ένα κονδύλι που ξεπερνά τα 3 δισ. δολάρια, ο Σαράντος είναι σε θέση να διαμορφώνει όχι απλώς την πολιτική του Netflix, αλλά τις τάσεις στην παγκόσμια αγορά του θεάματος. Και έτσι εξηγείται γιατί συγκαταλέγεται μεταξύ των 100 πιο επιδραστικών ανθρώπων στον κόσμο, αλλά και γιατί οι απολαβές του είναι κολοσσιαίες. Δείγμα του πλούτου του είναι οι δύο από τις κατοικίες του, μία στο Μπέβερλι Χιλς και μία το Μαλιμπού, οι οποίες εκτιμώνται συνολικά σε αξία άνω των 15 εκατ. δολαρίων.
Για τα μεγέθη και τα ποσά τα οποία έχει συνηθίσει να διαχειρίζεται, η ελληνική αγορά είναι για τον Τεντ Σαράντος, με αντικειμενικούς όρους, σχεδόν αμελητέα. Παρ’ όλ’ αυτά, ο ίδιος δεν κρύβει τις ελληνικές του ρίζες, ούτε φαίνεται αδιάφορος για την καταγωγή του. Το πραγματικό του επίθετο θα ήταν Κυριαζάκης εάν ο παππούς του, Αλέξανδρος, ο οποίος μετανάστευσε στις ΗΠΑ από το χωριό Κοντακαίικα της Σάμου δεν έσπευδε να το αμερικανοποιήσει, μετατρέποντάς το στο πολύ πιο εύηχο Σαράντος.
Ο Θεόδωρος Αντώνιος ή Τεντ Σαράντος δεν μιλά ελληνικά, επισκέπτεται όμως συχνά την Ελλάδα και πάντα μόνο για διακοπές στη Μύκονο ή τη Σαντορίνη.
Πηγή: protothema.gr