Η γυναίκα Έμμα πίσω από τη μαντάμ Μποβαρύ

Ενάμιση αιώνα πριν, ένας νεαρός που έπασχε από επιληψία έπλασε την τραγική φιγούρα της Έμμα, συγκλονίζοντας το αναγνωστικό -και όχι μόνο- γαλλικό κοινό. Αδίστακτα και ωμά, συνέθεσε στο πρώτο του μυθιστόρημα τα στερεότυπα μιας επαρχιακής κοινωνίας και κατάφερε να διαμορφώσει ένα μοτίβο που τίθεται σε εφαρμογή μέχρι σήμερα. Ο Γκουστάβ Φλωμπέρ ήταν ή αρκετά άρρωστος ή αρκετά συνειδητοποιημένος όταν στις κατηγορίες της ποινικής δίωξης για το μυθιστόρημά του, απάντησε: «ο αγώνας που έδωσα ήταν ένας αγώνας της ίδιας της σύγχρονης λογοτεχνίας».

Υπάρχουν, πράγματι, ορισμένα βιβλία που δημιουργούν την εντύπωση ότι οι ήρωές τους υπήρξαν στην πραγματική ζωή, βίωσαν όντως την ιστορία που τους ήταν… γραφτό να βιώσουν και, σπανιότερα, ήρωες που αισθανόμαστε πως η ύπαρξή τους δεν έσβησε ποτέ. Φήμες, μάλιστα, υπάρχουν ότι το πολυσυζητημένο μυθιστόρημα βασιζόταν σε υπαρκτό πρόσωπο.

Ο Φλωμπέρ είχε τη διορατικότητα να προβλέψει μέσω της δικής του, και τη σημερινή κοινωνία, όπου σε έναν φαύλο κύκλο, θεωρείται πάντοτε επιτρεπτό, έως και θεμιτό, ένας άνδρας να εγκαταλείπει την οικογένειά του ή να στρέφεται στη μοιχεία. Ωστόσο, τι ποσοστό του… ανοιχτόμυαλου δυτικού πληθυσμού είναι σε θέση να αποδεχτεί πραγματικά μία γυναίκα που διατηρεί εξωσυζυγικές σχέσεις, που η μητρότητα δεν την εκφράζει και καλύπτει τα συναισθηματικά κενά της με υλικά αγαθά;

Έξι χρόνια παρατήρησης, σκέψης και γραφής χρειάστηκε ο Φλωμπέρ για να θέσει εν τέλει τα θεμέλια του φεμινισμού και να δώσει ζωή στην δικαίως δυστυχισμένη, τραγική φιγούρα και απολύτως δικαιολογημένη για τις επιλογές της, Μποβαρύ. Τη γυναίκα που δεν αποτελεί πρότυπο συζύγου, κατακρίνεται, βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην απελπισία της, μέχρι τη στιγμή που η αυτοχειρία τη λυτρώνει. Κι ακόμη κι αν αναβίωνε η μαντάμ Μποβαρύ στις αρχές του 21ου αιώνα, θα είχε πάλι τις ίδιες εσωτερικές επιθυμίες, τα ίδια ανεκπλήρωτα όνειρα, τους ίδιους πειρασμούς και πάλι, κανένας από αυτούς δεν θα κάλυπτε το κενό της ύπαρξής της. Πόσες αμέτρητες Μποβαρύ υπάρχουν μέχρι και σήμερα; Ο Φλωμπέρ δημιούργησε μία ηρωίδα που που αενάως ξαναγεννιέται.

Φυσικά και αποδεχτήκαμε πολυάριθμες παρεκλίνουσες συμπεριφορές, γκρεμίσαμε παράλογα ταμπού και προκαταλήψεις και καθημερινά παλεύουμε με το ρατσιστή εαυτό μας – τουλάχιστον αρκετοί. Ωστόσο, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι και η πιο «εξελιγμένη» κοινωνία ασκεί έμμεση βία στα μέλη που αποκλίνουν από τους θεσμούς της. Μπορούμε πολύ εύκολα να εντοπίσουμε σήμερα γύρω μας αναρίθμητες Έμμα και εξίσου πολλούς άνδρες που αποτελούν την ίδια θηλιά για τη σύζυγό τους, με το γιατρό Μποβαρύ. Πόσες σύγχρονες γυναίκες συνειδητοποιούν ότι αρπάχτηκαν στα πλοκάμια ενός πληκτικού, σχεδόν, νεκρού γάμου που είναι αδύνατο να αναστηθεί;

Στην αυγή του 21ου αιώνα,ο μποβαρισμός όχι μόνο δεν εξασθενεί αλλά βρίσκει ολοένα και περισσότερα «θύματα», φωλιάζοντας σε ταραγμένες ψυχές που αποζητούν τους «μυθιστορηματικούς» έρωτες και τα λούσα, όπως η νευρωτική Έμμα: ερωτευμένη με τη ζωή, την καλοπέραση, με τον ίδιο τον έρωτα και όχι με τον εραστή της ή με τα ακριβά υφάσματα.

Βεβαίως και κάθε γυναίκα διατηρεί, θεωρητικά, το δικαίωμα να προβεί στη μοιχεία, να απαρνηθεί τα παιδιά της, να παραβεί κάθε είδους κανόνα, μα όλα αυτά με τίμημα την παραγωγή «θορύβων» από τον κοινωνικό της περίγυρο. Θορύβων που βλάπτουν σταδιακά την υγεία της και την ψυχική ισορροπία της και που της υποδεικνύουν να επανατοποθετηθεί στους κανόνες-πρότυπα που έχουν προαποφασιστεί, και τότε οι τόνοι χαμηλώνουν και γίνεται και πάλι «αποδεκτό» μέλος της κοινωνίας.

«Το θλιβερότερο -σκεφτόταν η Έμμα- είναι να περνά κανείς μια ζωή ανώφελη σαν τη δική μου». Για εμένα, η μαντάμ Μποβαρύ αποτελεί τραγική φιγούρα όχι γιατί καταπάτησε τους κανόνες και ξεπέρασε τα όρια της εποχής της, ούτε γιατί έζησε δυστυχισμένη – εξάλλου δεν ήταν η μόνη. Η τραγικότητά της έγκειται στο γεγονός ότι είχε το θάρρος να αποδεχτεί στον ίδιο της τον εαυτό, ότι δεν άντεχε την μη αποδοχή, δεν μπορούσε να υποφέρει τους «θορύβους» που διατάρασσαν τη ζωή και την ψυχή της. Εξάλλου, όπως ισχυρίζεται ο δημιουργός της «η ηδονή του πόνου δεν είναι τέλεια, εάν δεν υπάρχει κανένας τριγύρω που να μπορεί να τον συμμεριστεί».

Υποθέτοντας πως κάθε έργο οφείλουμε να το κρίνουμε μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης και βάσει της χρονικής συγκυρίας που δημιουργήθηκε, τότε η μαντάμ Μποβαρύ δεν είναι παρά η φωνή του Φλωμπέρ να μας κατακρίνει την βαλτωμένη κοινωνία και τις άχρωμες ανθρώπινες σχέσεις. Τι πιο θλιβερό από μία ανώφελη ζωή σαν της Έμμα; Της οποιασδήποτε Έμμα. Διαρκώς βασανισμένες ψυχές που τους καταπίνει η συνήθεια σαν κινούμενη άμμος και οι δυνατότητες για διαφυγή είναι ελάχιστες.

Ο Φλωμπέρ κατακρίθηκε για έλλειψη σεμνότητας και προσβολή της θρησκείας και ίσως κατακρίνεται ακόμη, αλλά παραμένει κλασσικός για κάποιο λόγο. Κι αυτός είναι γιατί αν τέχνη είναι ό, τι έχουμε στο μυαλό μας και εκφράζεται με οποιοδήποτε μέσο -εικόνα, ήχο, λέξεις- από χαρισματικούς ανθρώπους, τότε αδιαμφισβήτητα στην προκειμένη περίπτωση ο Φλωμπέρ έχει διαμορφώσει ένα αθάνατο μοτίβο που τίθεται σε εφαρμογή μέχρι σήμερα: μία γυναίκα που η μητρότητα δεν την εκφράζει και ο γάμος δεν της προσφέρει παρά μόνο πικρία για κάθε έκφανση της ζωής, να παλεύει με το βασανισμένο εγώ της.

ΜποβαρισμόςΜποβαρύΦλωμπέρ