Η κορυφαία Ελληνίδα ποιήτρια Κική Δημουλά έφυγε από τη ζωή το απόγευμα του Σαββάτου 22/2, σε ηλικία 89 ετών, ενώ νοσηλευόταν, ύστερα από ανακοπή καρδιάς.
Η ακαδημαϊκός και ποιήτρια Κική Δημουλά νοσηλευόταν από τις 2/02/20 στο Θεραπευτήριο ΥΓΕΙΑ με χρόνια Αναπνευστική ανεπάρκεια.
Η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, σε συνεργασία με τον υπουργό Εσωτερικών Τάκη Θεοδωρικάκο και τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα, ανακοίνωσαν ότι η κηδεία της μεγάλης και πολυβραβευμένης ποιήτριας θα γίνει την Τρίτη, από το Α’ νεκροταφείο Αθηνών, δημοσία δαπάνη, ως ελάχιστος φόρος τιμής.
Η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού αποφάσισε επίση τη διεξαγωγή μιας σειράς εκδηλώσεων για να τιμηθεί η μνήμη της και το έργο της.
Ποια ήταν η Κική Δημουλά
Η Κική Δημουλά γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα. Εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος επί είκοσι πέντε χρόνια, το διάστημα 1949-1974.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1952 με την ποιητική συλλογή «Ποιήματα» που μετά από λίγο απέσυρε η ίδια από την κυκλοφορία. Παντρεύτηκε τον ποιητή Άθω Δημουλά, το 1954, και απέκτησε μαζί του δύο παιδιά. Έχει εκδώσει δεκατέσσερις ποιητικές συλλογές («Έρεβος», 1956, «Ερήμην», 1958, «Επί τα ίχνη», 1963, «Το λίγο του κόσμου», 1971, «Το τελευταίο σώμα μου», 1981, «Χαίρε ποτέ», 1988, «Η εφηβεία της λήθης», 1994, «Ενός λεπτού μαζί», 1998, «Ήχος απομακρύνσεων», 2001, «Χλόη θερμοκηπίου», 2005, «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως», 2007, «Συνάντηση», 2007, «Πέρασα», 2010, «Τα εύρετρα», 2010).
Οι επτά πρώτες συλλογές συγκεντρώνονται στην έκδοση «Ποιήματα» (1998, 6η έκδοση 2005). Μέρος του έργου της έχει μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά και σουηδικά.
Η Κική Δημουλά είναι πρόεδρος του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη (κοινωφελές Ν.Π.Ι.Δ. υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών).
Τιμήθηκε το 1972 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το λίγο του κόσμου, το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Χαίρε ποτέ και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης.
Το 2001, της απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Tάγματος της Tιμής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.
Το 2002, έγινε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην οποία κατέλαβε την έδρα των γραμμάτων που είχε μείνει κενή μετά τον θάνατο του Νικηφόρου Βρεττάκου — η τρίτη γυναίκα στην ιστορία της Ακαδημίας (μετά τις Γαλάτεια Σαράντη και Αγγελική Λαΐου).
Ενώ το 20 Μαΐου του 2015, αναγορεύτηκε σε επίτιμη διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.
Τα θέματα που κυριαρχούν στα ποιήματά της είναι η απουσία, η φθορά, η απώλεια, η μοναξιά και ο χρόνος. Χαρακτηριστικά της ποίησής της είναι η προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών, η ασυνήθιστη χρήση κοινών λέξεων και η πικρή φιλοπαίγμων διάθεση.
Δείτε το Video:
Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, τα Γαλλικά, τα Ισπανικά, τα Ιταλικά, τα Πολωνικά, τα Βουλγαρικά, τα Γερμανικά και τα Σουηδικά.
Αποσπάσματα του έργου της έχουν συμπεριληφθεί στα σχολικά διδακτικά βιβλία.
Το 2010, με την ευκαιρία της βράβευσης της με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας η Κική Δημουλά έγραψε αυτοβιογραφούμενη:
«Ένα βιογραφικό σημείωμα πρέπει, αφού γραφτεί, να μείνει επ’ αρκετόν καιρό κρεμασμένο στον αέρα από ένα τσιγκέλι αυστηρότητας, ώστε να στραγγίξουν καλά τα στερεότυπα, οι ωραιοποιήσεις, η ρόδινη παραγωγικότης και ο πρόσθετος ναρκισσισμός, πέραν εκείνου που ενυπάρχει στη φύση μιας αυτοπαρουσίασης. Μόνον έτσι βγαίνει το καθαρό βάρος: το ήθος που επέβαλες να τηρεί η προσπάθειά σου.
Τα πόσα βιβλία έγραψε κανείς, πότε τα εξέδωσε, ποιες μεταφράσεις τα μεταναστεύουν σε μακρινές ξένες γλώσσες και ποιες διακρίσεις τα χειροκροτούν είναι τόσο τρέχοντα, όσο το να πεις ότι μέσα σ’ έναν βαρύτατο χειμώνα υπήρξαν και κάποιες μέρες με λαμπρή λιακάδα. Ωστόσο, επειδή αυτό είναι το υλικό της πεπατημένης, που δεν μπορεί να συνεχίσει τη χάραξή της με συνεσταλμένες καινοτόμες επιφυλάξεις, γεννήθηκα στην Αθήνα το 1931.
Η παιδική ηλικία πέρασε χωρίς να αναδείξει το «παιδί θαύμα». Το 1949, τελειώνοντας το Γυμνάσιο, υπέκυψα εύκολα στο «πρέπει να εργαστείς», και εργάστηκα στην Τράπεζα της Ελλάδος είκοσι πέντε χρόνια. Ανώτερες σπουδές: η μακρά ζωή μου κοντά στον ποιητή ‘Αθω Δημουλά. Χωρίς εκείνον, είμαι σίγουρη ότι θα είχα αρκεστεί σε μια ρεμβαστική, αμαθή τεμπελιά, προς την οποίαν, ίσως και σοφά, ακόμα ρέπω. Του οφείλω το λίγο έστω που της ξέφυγα, την ατελή έστω μύησή μου στο τι είναι απλώς φωνήεν στην ποίηση και τι είναι σύμφωνον με την ποίηση, του οφείλω ακόμα την πικρότατη δυνατότητα να μπορώ σήμερα, δημόσια, να τον μνημονεύω εις επήκοον της πολυπληθούς λήθης. Αυταπαρνητική, παραχωρήθηκα στο ρόλο της μητέρας και με τρυφερή γενναιότητα άκουσα να προσφωνούμαι «γιαγιά».
Κυλώ τώρα με ψυχραιμία και χωρίς βλέψεις διαιωνίσεως μέσα σ΄ αυτές τις νέες παρακαμπτήριες του αίματός μου. Κυλώ και, όσο πλησιάζω στις εκβολές, όλο και ονειρεύομαι ότι θα μου πετάξει η ποίηση ένα σωσίβιο ποίημα. Δεν νιώθω δημιουργός.
Πιστεύω ότι είμαι ένας έμπιστος στενογράφος μια πολύ βιαστικής πάντα ανησυχίας, που κατά καιρούς με καλεί και μου υπαγορεύει κρυμμένη στο ημίφως ενός παραληρήματος, ψιθυριστά, ασύντακτα και συγκεκομμένα, τις ακολασίες της με έναν άγνωστο τρόπο ζωής.
Όταν μετά αρχίζω να καθαρογράφω, τότε μόνον, παρεμβαίνω κατ’ ανάγκην: όπου λείπουν λέξεις, φράσεις ολόκληρες συχνά και το νόημα του οργίου, προσθέτω εκεί δικές μου λέξεις, δικές μου φράσεις, το δικό μου όργιο στο νόημα, ότι τέλος πάντων έχει περισσέψει από δικές μου ακολασίες με έναν άλλον, άγνωστο τρόπο ζωής. Τόσο μεταχειρισμένη και υπηρεσιακή είναι η ανάμειξή μου στη δημιουργία. Φύσει ολιγογράφος, εξέδωσα οκτώ ποιητικές συλλογές μέσα σε σαράντα πέντε χρόνια. Η σημασία τους είναι ακόμα συμβατική. Είναι γραμμένη στη λίστα αναμονής των μεγάλων επερχόμενων κυμάτων του μετα-κριτή χρόνου».