Με την τελευταία ταινία του, ο Κλιντ Ιστγουντ μιλά για μια ακόμη περίπτωση πρωτοφανούς αδικίας στην σύγχρονη αμερικανική Ιστορία.
του Γιάννη Ζουμπουλάκη
Η μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ (Richard Jewell, HΠΑ, 2019).
Δράμα του Κλιντ Ιστγουντ.
Για ακόμη μία φορά στην τεράστια καριέρα του, ο Κλιντ Ιστγουντ, στην καρέκλα του σκηνοθέτη, εμπνέεται από ένα πραγματικό περιστατικό και βάζει στο στόχαστρό του την αμερικανική παράνοια σε όλο της, κυριολεκτικά, το «μεγαλείο»: το περιστατικό συνέβη στην Ατλάντα κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996. Ενας σεκιούριτι, ο Ρίτσαρντ Τζούελ, θεώρησε ύποπτο το γεγονός μιας παρατημένης τσάντας στο Ολυμπιακό Πάρκο και έκανε ό,τι περνούσε από τα χέρι του για να βοηθήσει τον κόσμο να απομακρυνθεί. Η βόμβα έσκασε, και για λίγο ο Τζούελ στέφθηκε ήρωας. Τα θύματα θα μπορούσαν να είναι πολύ περισσότερα αν ο κόσμος χάρη στην επιμονή του δεν είχε μετακινηθεί.
Ομως η δόξα δεν κράτησε για πολύ. Υποκινούμενο από την έλλειψη πραγματικών στοιχείων που ίσως να οδηγούσαν στη σύλληψη των πραγματικών ενόχων, το FBI κατέληξε ότι ο ίδιος ο Τζούελ είναι ο βασικός ύποπτος της υπόθεσης.
Από εκεί αρχίζει το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας, μια καφκική διαδρομή στην οποία εντυπωσιάζει το μέγεθος διάβρωσης της υπηρεσίας, η οποία πεπεισμένη για την ενοχή του Τζούελ προσπάθησε ακόμα και να τον παγιδέψει.
Ως σκηνοθέτης ο Ιστγουντ ανέκαθεν ενδιαφερόταν για τις ανθρώπινες σχέσεις και πράγματι, περισσότερο από καθετί τα πρόσωπα είναι εδώ που συναρπάζουν. Οι ηθοποιοί πλάθουν χυμώδεις χαρακτήρες, με πρώτο και καλύτερο τον Πολ Γουόλτερ Χάουζερ στον ρόλο του Τζούελ, ενός ανθρώπου που σε όλη του τη ζωή υπήρξε στόχος κοροϊδίας και τώρα, επιτέλους, ήρθε η ώρα να ορθώσει το ανάστημά του. Δίπλα του, cool και με βαθιά αίσθηση του χιούμορ ο Σαμ Ρόκγουελ, υποδύεται τον ικανό δικηγόρο του και η Κάθι Μπέιτς (υποψήφια για Οσκαρ Β’ ρόλου) τη μητέρα του, ανίκανη να διαχειριστεί μια κατάσταση στην οποία ακόμα και τα… ταπεράκια της πρέπει να ελεγχθούν. Τέλος, ο Τζον Χαμ σε κόντρα ρόλο είναι επίσης καλός, βγάζοντας μια υπόγεια μοχθηρία ως πράκτορας του FBI που στην ουσία προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι έχει δίκιο για την ενοχή του Ρίτσαρντ, ενώ ξέρει καλά ότι έχει άδικο. Βαθμολογία: 3
———————————————-
Το λουλούδι της ευτυχίας (Little Joe, Αγγλία/Αυστρία, 2019).
Ψυχολογικό θρίλερ της Τζέσικα Χάουζνερ.
Κάτι ανάμεσα σε θρίλερ, οικολογική αλληγορία και γυναικείο ψυχολογικό δράμα, το «Λουλούδι της ευτυχίας», όσο σε εντυπωσιάζει με την πλανοθεσία του (γιατί κυρίως αυτή αξίζει), τόσο σε προβληματίζει για το τι ακριβώς επιδιώκει να πει. Μέσα σε ένα μινιμαλιστικό ντεκόρ
που προσωπικά μου θύμισε περιβάλλον ταινίας Γιώργου Λάνθιμου (έχει γίνει αναφορά πλέον) και μια χρωματική πανδαισία ανθοκομικής που σε ζαλίζει, η ταινία της Αυστριακής Τζέσικα Χάουζνερ εξετάζει τη σχέση ανθρώπου – φυτών μέσα από την ιστορία μιας επιστήμονος, υπεύθυνης στην καλλιέργεια φυτών σε μια εταιρεία που ασχολείται με την ανάπτυξη νέων ειδών.
Βασικός κανόνας της εταιρείας η αποστείρωση των φυτών, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να βγουν από τον χώρο καλλιέργειάς τους. Ομως η επιστήμονας παίρνει ένα στο σπίτι για χάρη του γιου της και από εκεί αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Η ιδέα της μετατροπής του φυτού σε τέρας επηρεάζοντας συγχρόνως τους ανθρώπους δεν είναι αδιάφορη, εξάλλου την έχουμε ξαναδεί σε μαύρη κωμωδία, το «Μαγαζάκι του τρόμου». Εδώ βέβαια, το χιούμορ σχεδόν απουσιάζει πλήρως και η ταινία «αλληθωρίζει» κάπως προς μια χιλιοειπωμένη ιδέα, εκείνη των «Μακάβριων εισβολέων» όπου οι άνθρωποι αντικαθίστανται από άψυχες ρεπλίκες τους.
Σε γενικές γραμμές μια ταινία που σε ενδιαφέρει περισσότερο να βλέπεις από το να παρακολουθείς και σίγουρα όχι η ταινία για την οποία θα βράβευα την Εμιλι Μπίτσαμ για την ερμηνεία της, όπως συνέβη πέρυσι στο Φεστιβάλ των Καννών. Βαθμολογία: 2
———————————————
Μια λευκή, λευκή μέρα (Hvítur, hvítur dagur, Ισλανδία, 2019).
Ψυχολογικό δράμα του Χλίνουρ Πάλμασον.
Σε αντίθεση με την άστοχη βράβευση της Στέφανι Μπίτσαμ για την ερμηνεία της στο «Λουλούδι της ευτυχίας», η επιλογή του ισλανδού ηθοποιού Ινγκβαρ Σίγκουρντσον για το βραβείο καλύτερης ερμηνείας στο τμήμα της Εβδομάδας Κριτικής του Φεστιβάλ των Καννών ήταν πολύ επιτυχημένη. Ενας σπουδαίος, χαρισματικός ηθοποιός, ο Σίγκουρντσον (πρωταγωνιστής, θυμίζω, στον ρόλο του επιθεωρητή Ερλεντουρ του θαυμάσιου
νουάρ «Jar City», 2008, του Μπαλτασάρ Κορμακούρ), υποδύεται εδώ έναν παροπλισμένο, συνταξιούχο αστυνομικό, ο οποίος θα ξαναμπεί αυτοβούλως στην ενεργό δράση όταν υποψιάζεται ότι η πεθαμένη γυναίκα του διατηρούσε παράνομη ερωτική σχέση. Ωστόσο, το ίδιο μυστήριο δεν είναι προτεραιότητα για τον εικαστικό, σεναριογράφο και σκηνοθέτη Χλίνουρ Πάλμασον. Ο επιπτώσεις και συνέπειες μιας ιδέας που έχει δηλητηριάσει το μυαλό και την ψυχή του αστυνομικού είναι εδώ το ζουμί του έργου και ο Σίγκουρντσον τις διαχειρίζεται με υποκριτική μαεστρία, φτιάχνει έναν θλιβερό και ταυτοχρόνως επικίνδυνο άνθρωπο. Πολύ ενδιαφέρον όμως έχει επίσης η σχέση του αστυνομικού με την εγγονή του, η παλιά και η καινούργια γενιά μέσα στο ίδιο παγωμένο δωμάτιο, μια σχέση που πραγματικά μαγνητίζει σε αυτή τη συναρπαστικά ασάλευτη ταινία.Βαθμολογία: 3
——————————————
Η αλήθεια (La verite, Γαλλία, 2019).
Ψυχολογικό δράμα του Χιροκάζου Κόρε Εντα.
Η Κατρίν Ντενέβ στον ρόλο της Κατρίν Ντενέβ! Καθόλου άσχημη ιδέα για μια ταινία «δωματίου» και ανθρώπινων σχέσεων, η οποία εστιάζει κυρίως σε εκείνη μιας μάνας, σταρ του γαλλικού κινηματογράφου (Ντενέβ), με την κόρη της (Ζιλιέτ Μπινός), στην οποία δεν έδωσε ποτέ ιδιαίτερη σημασία. Ή τουλάχιστον δεν το έδειξε. Η ηρωίδα της Ντενέβ, μια άλλη πτυχή της Ινγκριντ Μπέργκμαν στη «Φθινοπωρινή σονάτα», είναι το Α και το Ω αυτής της ταινίας. Απολαυστική τόσο ως σταρ με εκκεντρικότητες και τερτίπια, μα και ως μάνα ή γιαγιά, δύο «ρόλοι» που δεν της αρέσουν και τόσο πολύ. Ο Ιάπωνας Χιροκάζου Κόρε Εντα, μετρ στον χειρισμό «προβληματικών» οικογενειών («Κλέφτες καταστημάτων» «Πατέρας και γιος»), κεντά με σχολαστική επιμέλεια τις εντάσεις ανάμεσα στις δύο γυναίκες (και όχι μόνον) και αφήνει τη σταρ του, την Ντενέβ, να δώσει ένα μικρό ρεσιτάλ μέσα από το οποίο ο θεατής βιώνει όλη τη ματαιοδοξία,
την «τρέλα», τη φιλοδοξία, μα και το ταλέντο μιας γυναίκας γεννημένης να τραβά την προσοχή των άλλων. Το μόνο στοιχείο της ταινίας που με άφησε απαθή, είναι εκείνο της άλλης ταινίας που γυρίζεται μέσα στην ιστορία και στην οποία η ηρωίδα της Ντενέβ έχει έναν ρόλο. Η ταύτιση πραγματικότητας – φαντασίας δεν λειτουργεί και τόσο πειστικά, κάπως με το ζόρι. Ωστόσο, αυτό δεν σε εμποδίζει να μπεις στο σύμπαν της. Βαθμολογία: 3
———————-
Ντουλίτλ (Dolittle, ΗΠΑ, 2020).
Παιδική φαντασίας του Στίβεν Ζαίλιαν.
Ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ κάνει ένα διάλειμμα από τον «Iron Man» και μετατρέπεται για λίγο σε Ντουλίτλ, ή αλλιώς στον πιο χαριτωμένο κτηνίατρο στον κόσμο της λογοτεχνίας αλλά και του κινηματογραφικού θεάματος (τον έχει
υποδυθεί παλαιότερα ο Ρεξ Χάρισον σε μια δημοφιλή βρετανική κωμωδία της δεκαετίας του 1960). Ο Ντουλίτλ έχει το ταλέντο να μιλάει με τα ζώα (η Εμα Τόμσον ως παπαγάλος είναι άψογη καθοδηγήτριά του) και με αυτά τα ζώα (χήνα, μαϊμούδες, ένας ντροπαλός ουρακοτάγκος, σκύλος κ.ο.κ.) θα αναλάβει τη θαλάσσια αποστολή ανεύρεσης ενός φαρμάκου για τη θεραπεία της Βασίλισσας. Το ταξίδι του είναι φαντασμαγορικό, περιπετειώδες και αστείο, ενώ η δουλειά των οπτικών εφέ, εδώ, βγάζει κυριολεκτικά μάτι!Βαθμολογία: 2 1/2
Επίσης στις αίθουσες
Bad Boys for life (ΗΠΑ, 2020).
Aστυνομική περιπέτεια των Αντιλ Ελ Αρμπι, Μπιλάλ Φαλάχ.
Η πρώτη ταινία, τα «Κακά παιδιά», παραγωγής 1995, ήταν μια εκκωφαντική αλλά μέχρις ενός σημείου διασκεδαστική περιπέτεια που ξάφνιασε και έκανε πολλά εισιτήρια, γεγονός που δικαιολόγησε την ύπαρξης μιας συνέχειας της ιστορίας, οκτώ χρόνια αργότερα, του «Κακά παιδιά 2». Ηταν επίσης η ταινία που έκανε σταρ τον Γουίλ Σμιθ, το ένα από τα δύο κακά παιδιά (ο άλλος, ο Μάρτιν Λόρενς, έγινε επίσης σταρ αλλά είχε λίγη διάρκεια, διότι είναι και ο ίδιος λίγος). Ομως σήμερα, 25 ολόκληρα χρόνια αργότερα, μια δεύτερη συνέχεια που πατά στο απόλυτο κλισέ της επιστροφής στη δράση ενός συνταξιούχου αστυνομικού (Λόρενς) προκειμένου να βοηθήσει τον φίλο του (Σμιθ), έχει ελάχιστα να προσφέρει, κυρίως σε όσους είχαν αγαπήσει αυτό το δίδυμο. Ουσιαστικά μιλάμε για τον ορισμό του ξαναζεσταμένου φαγητού, με τους δύο σταρ του να κάνουν ό,τι μπορούν (που σημαίνει να πυροβολούν συνέχεια) προσπαθώντας, θαρρείς απεγνωσμένα, να αγγίξουν την κινηματογραφική
επιτυχία που εδώ και χρόνια τους έχει εγκαταλείψει.Βαθμολογία: 1
Aga (Βουλγαρία/Γαλλία/Γερμανία, 2018).
Δραματική του Μίλκο Λαζάροφ.
Γυρισμένη στην παγωμένη περιοχή της Γιακούτσκ στη Σιβηρία, η άκρως ενδιαφέρουσα αυτή ταινία του Βούλγαρου Μίλκο Λαζάροφ της «Αποξένωσης» (2013) παρακολουθεί τη ζωή ενός ηλικιωμένου ζευγαριού, του Νανούκ και της Σέντνα (οι μη επαγγελματίες ηθοποιοί Μιχαήλ Απρόσιμοφ και Φεοντόσια Ιβάνοβα) που ζουν αγαπημένοι μέσα στην καλύβα τους, μόνοι μέσα στην άγρια ομορφιά του
παγωμένου τοπίου. Τους βλέπουμε να τρώνε, να κοιμούνται, να ψαρεύουν, να μιλάνε για τα όνειρα και τους εφιάλτες τους, να επιβιώνουν, αλλά να φοβούνται για το αύριο. Η κάμερα περισσότερο χαϊδεύει παρά καταγράφει πρόσωπα και σώματα, η πλοκή δεν έχει καν σημασία μπροστά στην απλότητα της ζωής στη φύση, σε μια ταινία που ενώ θυμίζει ντοκιμαντέρ, δεν είναι. Ασφαλώς, ο Λαζάροφ υποκλίνεται μπροστά στον «Νανούκ του Βορρά», το βωβό ντοκιμαντέρ του Ρόμπερτ Φλάερτι, από την εποχή του οποίου (1922) μέχρι σήμερα δεν έχουν αλλάξει και πολλά στη ζωή αυτών των ανθρώπων. Βαθμολογία: 2 1/2
Βαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
πηγή: tovima.gr