Ώρα για σινεμα: Ποιες ταινίες παίζουν αυτό το Σαββατοκύριακο

«Οι σκιές του Μπρούκλιν» («Motherless Brooklyn», ΗΠΑ, 2019).
Δραματική περιπέτεια του Εντουαρντ Νόρτον

του Γιάννη Ζουμπουλάκη*

Δεκαεννέα χρόνια μετά το ντεμπούτο του στη σκηνοθεσία με την κομεντί «Πιστά ερωτευμένοι», ο Εντουαρντ Νόρτον επανήλθε πίσω από τον φακό για να σκηνοθετήσει ένα γνήσιο φιλμ νουάρ, κρατώντας για τον εαυτό του τον αβανταδόρικο κεντρικό ρόλο. Και το αποτέλεσμα, θα αρχίσω από εκεί, προσωπικά με ενθουσίασε. Μια θαυμάσια δουλειά σε όλους τους τομείς που δεν θα έπρεπε με τίποτε να λείπει από τις υποψηφιότητες των προσεχών Οσκαρ.

Εχοντας προσαρμόσει ο ίδιος το σενάριο της ταινίας από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Τζόναθαν Λέθεμ (εκδόσεις Κέδρος), ο Νόρτον αναπλάθει τη Νέα Υόρκη με χρώμα δεκαετίας του 1950 και παίζει τον αθώο άνθρωπο που αντιλαμβάνεται ότι έχει πατήσει στην κινούμενη άμμο των ενοχών και των ψεμάτων της πολιτικής εξουσίας. Είναι ο Λάιονελ Εσρογκ, ένας ταλαντούχος ιδιωτικός ντετέκτιβ ο οποίος θα βρεθεί σε αυτή τη θέση όταν αποφασίζει να ανακαλύψει τον λόγο για τον οποίο το αφεντικό και μέντοράς του δολοφονήθηκε (απροσδόκητα γλυκό το πέρασμα του Μπρους Γουίλις). Ο ίδιος ο χαρακτήρας του Λάιονελ είναι που τελικά σε συνεπαίρνει. Γιατί είναι πανέξυπνος, με εντυπωσιακή μνήμη, αντίληψη και χιούμορ αλλά και πάσχων από το σύνδρομο Τουρέτ. Την ώρα που βρίσκεται διαρκώς σε δύσκολες καταστάσεις, είναι αναγκασμένος να μάχεται με διάφορα τικ που ναι με τον ταλαιπωρούν αλλά δεν τον αποπροσανατολίζουν. Ο Νόρτον τον χειρίζεται άψογα και οι σκηνές της κρίσης του, όπου επαναλαμβάνει λέξεις όπως «αν» («If! If! If!»), αποκτούν έναν ιλαροτραγικό χαρακτήρα, έναν υπόγειο αυτοσαρκασμό που αποτρέπει τον θεατή στο να αντιμετωπίσει τον Λάιονελ με οίκτο. Ως σκηνοθέτης, ο Νόρτον φαίνεται βαθιά επηρεασμένος από εικόνες του παλιού, κλασικού αμερικανικού σινεμά τις οποίες υιοθετεί με σεβασμό. Δομικά η ταινία πλησιάζει το αριστούργημα του Ρόμαν Πολάνσκι, την «Τσάιναταουν», ενώ οφείλει να σταθεί κανείς στην πληθώρα των εξωτερικών γυρισμάτων, όπου παρακολουθεί, με δεκάδες αυτοκίνητα να αλωνίζουν τους δρόμους της Νέας Υόρκης των ’50ς. Βαθμολογία: 4

 

«Ιστορία γάμου» («A marriage story», ΗΠΑ, 2019).
Δραματική οικογενειακή του Νόα Μπάουμπαχ

Η κρίση ανάμεσα σε έναν ταλαντούχο νέο σκηνοθέτη του θεάτρου στη Νέα Υόρκη (Ανταμ Ντράιβερ) και μια θεατρική ηθοποιό (Σκάρλετ Τζοχάνσον) κορυφώνεται όταν η καριέρα της τελευταίας την οδηγεί στο Λος Αντζελες.

Αποκλειστικό θέμα της διαμάχης θα γίνει το μικρό παιδί τους και το σε ποιανού το σπίτι θα πρέπει να μείνει. Ακούγεται συνηθισμένη ιστορία (για την Αμερική σίγουρα), όμως ο Νόα Μπάουμπαχ εμμένοντας στον τρόπο χειρισμού του όλου ζητήματος από τους δικηγόρους, διεισδύει βαθύτερα στο πρόβλημα. Με μοναδικό στόχο το χρήμα και καθόλου την ήπια εξομάλυνση της κατάστασης ώστε και οι δύο πλευρές να βγουν κερδισμένες (στο κάτω-κάτω δεν μισεί ο ένας τον άλλον), οι δικηγόροι (Ρέι Λιότα από την πλευρά του άνδρα, Λόρα Ντερν από την πλευρά της γυναίκας) κατευθύνουν με έναν θαρρείς σατανικό τρόπο τα πάντα. Και οι δύο πλευρές έχουν τα δίκια όπως και τα άδικά τους, όμως η απλή, κοινή λογική, να καθίσουν σε ένα τραπέζι και να συζητήσουν τα προβλήματά τους με ψυχραιμία σαν πολιτισμένοι άνθρωποι μοιάζει με σενάριο επιστημονικής φαντασίας και αυτή ακριβώς η αδυναμία τους είναι που προσθέτει ενδιαφέρον στην ταινία. Θα μπορούσες να πεις ότι η «Ιστορία γάμου» είναι το «Κράμερ εναντίον Κράμερ» της εποχής μας και είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα τη δούμε υποψήφια στα προσεχή βραβεία Οσκαρ. Βαθμολογία: 3 1/2

 

«Φαντασία» (Ελλάδα, 2019).
Μελόδραμα του Αλέξη Καρδαρά

Ενα σύντομο πέρασμα του υπογράφοντος από την τελευταία ταινία του Αλέξη Καρδαρά δεν τον εμποδίζει, θέλει να πιστεύει, να εκφέρει γνώμη για αυτήν, οπότε ιδού η γνώμη μου: Παρά τις ατέλειές της, γιατί υπάρχουν, η ταινία, ως σύνολο, δείχνει να υπηρετεί με αξιοπρέπεια το είδος στο οποίο ανήκει, το λαϊκό μελόδραμα. Επίσης, η «Φαντασία» επιδιώκει να δώσει στον θεατή μια εικόνα από τη νυχτερινή ζωή της Αθήνας στη δεκαετία του 1990 κάθε άλλο παρά νοσταλγική (τι να νοσταλγήσεις από τότε άλλωστε;), πάντα μέσα στο πλαίσιο ενός «κλασικού» ερωτικού τριγώνου, του οποίου γωνίες είναι εκπρόσωποι αυτού του κόσμου: μια ταλαντούχα τραγουδίστρια που φεύγει από την επαρχία για να δοκιμαστεί στην Αθήνα (Ρένα Μόρφη), ένας παλιός συνθέτης και μπουζουκτσής που την παίρνει υπό την προστασία του (Στέλιος Μάινας) και ένας νεότερος λαϊκοπόπ τραγουδιστής (Γιάννης Στάνκογλου), «δολοφόνος» της αισθητικής του κλασικού ελληνικού τραγουδιού, ο οποίος όμως – και εδώ είναι το παράδοξο – μοιάζει να είναι ο μόνος από τους τρεις ικανός να αγαπήσει βαθιά. Αν και σε ορισμένες στιγμές η ιστορία μοιάζει να σκοντάφτει στον χρόνο (το παρόν και το παρελθόν συχνά μπερδεύονται), ο σκηνοθέτης δεν χάνει ποτέ το σημείο εστίασής του, μια διαρκής σύγκρουση ανάμεσα στον δρόμο προς την επιτυχία και τον δρόμο της ερωτευμένης καρδιάς.

Ωραία τραγούδια φτιάχνουν ατμόσφαιρα, αν και εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι ήταν ατόπημα που το hit της ταινίας, ο «Γυρισμός» (σε στίχους Καρδαρά και Σοφίας Καψούρου και μουσική Μίνωα Μάτσα), ακούγεται τόσο πολλές φορές. Θα μπορούσαν να υπάρχουν άλλα τραγούδια και το μεγάλο σουξέ να ακούγεται το πολύ δύο φορές, εκεί όπου ο σκηνοθέτης θέλει να «απογειώσει» την ταινία. Γιατί τώρα, μοιάζει σαν να θέλει να την έχει διαρκώς απογειωμένη και δεν την έχει.Βαθμολογία: 2 1/2

 

«Η Ανιές με τα λόγια της Βαρντά» («Varda par Agnes», Γαλλία, 2019).
Ντοκιμαντέρ της Ανιές Βαρντά.

Για όσους θα ήθελαν να έχουν μια ιδέα γύρω από τον κινηματογραφικό κόσμο της βελγίδας σκηνοθέτριας Ανιές Βαρντά (1928 – 2019), δεν έχουν παρά να ρίξουν μια ματιά στο κύκνειο άσμα της, το οποίο, σχεδόν σαν μια αποχαιρετιστήρια επιστολή προς το κοινό, είναι μια αναδρομή σε όλον αυτόν τον κόσμο, μέσα από σκηνές των ταινιών της, από την «Κλειώ από τις 5 ως τις 7» (1962) μέχρι το περσινό της «Πρόσωπα και ιστορίες» που προτάθηκε για το Οσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ. Η Βαρντά είναι η πρώτη γυναίκα που εκπροσώπησε τη γαλλική Nouvelle Vague, το ριζοσπαστικό κινηματογραφικό κίνημα που άνθησε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στη δεκαετία του 1960. Αυτή η «ιέρεια του γαλλικού Νέου Κύματος», όπως κάποτε την είχαν αποκαλέσει, συνυπήρξε δίπλα σε τεράστιους σκηνοθέτες του Κύματος. Τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ, τον Φρανσουά Τριφό, τον σύζυγό της Ζακ Ντεμί, με τον οποίο μοιράστηκε τη ζωή της μέχρι τον θάνατό του το 1990. Η «Ανιές με τα λόγια της Βαρντά» περιέχει αποσπάσματα διαλέξεων που η σκηνοθέτρια έχει δώσει στο πέρασμα του χρόνου σε διάφορα πανεπιστήμια του κόσμου, από το Χάρβαρντ ως το Βένις Μπιτς της Καλιφόρνιας, αλλά είναι ο τρόπος με τον οποίο «δένει» τα λόγια της με τις ήδη υπάρχουσες εικόνες των ταινιών της που συγχρόνως συγκινεί και γαληνεύει. Χωρίς κομπασμούς και παχιά λόγια αλλά με μια έντονα φιλοσοφημένη διάσταση.Βαθμολογία:3 1/2

ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ

«Ψυχρά κι Ανάποδα 2» («Frozen II», ΗΠΑ, 2019).
Κινούμενα σχέδια των Κρις Μπακ, Τζένιφερ Λι

Η συνέχεια του «Ψυχρά κι Ανάποδα» (2013) που σύστησε στο κοινό δύο αξιαγάπητες αδελφές, την Ελσα και την Αννα, έναν γοητευτικό βουνίσιο τύπο και έναν αξέχαστο χιονάνθρωπο που αγαπούσε το καλοκαίρι. Εγινε η πιο επικερδής ταινία κινουμένων σχεδίων όλων των εποχών και κέρδισε το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων. Στη «συνέχεια» η Ελσα με τις μαγικές της δυνάμεις και παρέα την Αννα, τον Κρίστοφ, τον Ολαφ και τον Σβεν, θα ξεκινήσει ένα επικίνδυνο ταξίδι για να βρει την καταγωγή της και να σώσει για μια ακόμα φορά το βασίλειό της. Βαθμολογία: _

Προβάλλεται σε παραπάνω από 95 αίθουσες της Ελλάδας δισδιάστατη, τρισδιάστατη, μεταγλωττισμένη στα ελληνικά αλλά και με υποτίτλους.

Βαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα
το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ

 

ΣΙΝΕΜΑταινίες