Μια παλιά συνομιλία του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου για τα αισθήματα που νιώθει μια γυναίκα που όλοι την θεωρούν εξαιρετικά επιτυχημένη, σταρ και ευτυχισμένη, αλλά κατ’ ουσίαν είναι μόνη. Μια γυναίκα, που κακοπάθησε πρόσφατα από την «δημοσιογραφία της ροής».
Ακολουθεί η συνέντυξη:
«Aσφαλώς θα θέλετε να μάθετε πώς είναι το σπίτι της Ειρήνης Παππά. Ε, λοιπόν, είναι μεγάλο και ωραίο. Ένας «πύργος» στην οδό Χοϊδά με αίθριο, τοξωτά γείσα, σκηνή, κήπο στο Λυκαβηττό και ένα είδος αυστηρής αίγλης που θυμίζει μοναστήρι.
Αλλά η Ειρήνη θέλει να το πουλήσει -το βαρέθηκε.
Αντιμετωπίζει, λέει, τη ζωή της σας μια άσκηση διαρκούς απογύμνωσης -το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η τέχνη της. Και (με μεγάλα διαλείμματα χηρείας) κάποιος μεγάλος έρωτας.
Παρ’ όλα αυτά λάμπει (πολύ πιο όμορφη απ’ τις εικόνες της) -μου λέει «Δος μου το χέρι σου» και το χαϊδεύει. Την ενοχλεί, ισχυρίζεται, η συνέντευξη. Θα ‘θελε να ‘μαστε μόνο φίλοι. Και δεν με ξέρει ούτε 40 λεπτά.
Της λέω πόσο όμορφη είναι. «Ναι, αλλά έχω και ταλέντο, ξέρεις».
Της λέω ότι φαίνεται καλά. Και μου απαντάει: «Υπάρχει ένα είδος απελπισίας που δεν μπορείς να είσαι πλέον λυπημένος. Που δεν αντέχεις άλλη λύπη. Κάθε άνθρωπος που είναι ενήμερος της μοίρας του ξέρει πότε χτυπάει το καμπανάκι. Ο χρόνος αρχίζει και μικραίνει. Συνειδητοποιείς ότι γεννήθηκες όταν δεν το ήθελες, κατοικείς ένα σώμα που δεν το ξέρεις και τελικά δεν ορίζεις τίποτα. Τότε δεν σου μένει παρά να υιοθετήσεις τη ζωή σου. Υιοθετείς ιδανικά, υιοθετείς αγάπες, απλώς και μόνο για να επιβιώσεις».
«Η φήμη μου διέλυσε»
Η Ειρήνη Παππά έχει διαρκώς το βάρος του image της. Την τυραννάει η άγρια αγέρωχη «Ελληνίδα» του κινηματογράφου -θέλει να ξεμπερδεύει γρήγορα με τις παρεξηγήσεις και έτσι σου παρουσιάζει την πιο πεζή εκδοχή της καθημερινότητας της.
«Η φήμη τίποτα δεν μου ‘δωσε. Αντίθετα, έχει διαλύσει την προσωπική ζωή μου. Γιατί ο άνθρωπος που θα με πλησιάσει, ας πούμε ερωτικά, έχει αγαπήσει προηγουμένως την εικόνα μου και τη μεταφέρει, σαν το γάλα που χύνεται, πάνω σε όλο μου τον εαυτό.
Δεν έχω σχέση εγώ μ’ αυτήνα! Είμαι άνθρωπος. Και τρυφερή και άγρια και όλα.
Έρχονται και περιμένουν ένα θηρίο με μαστίγια και εγώ, μέσα απ’ αυτή την εχθρικότητα (γιατί περί εχθρικότητας πρόκειται), πρέπει να μου ‘βγει η Παναγία ν’ αποκτήσω έναν άνθρωπο -δεν με πιστεύει κανείς ότι τον θέλω».
Αρνείται το σκληρό της image: «Σκατά! Μια δειλή είμαι. Ακόμα και στο θέατρο βγήκα για να ξεπεράσω την τεράστια δειλία μου. Από μικρό παιδί ήμουνα μοναχή, κλεισμένη. Πέρασα χρόνια ταλαιπωρία για να αποτινάξω τις ηρωικές συμπεριφορές που μου επέβαλλε η εικόνα μου και να πω “Ειρήνη, είσαι αυτό που είσαι, -μια δειλή”».
Της λέω ότι είναι βάσανο αυτό το παρατεταμένο καλοκαίρι. «Εμένα μ’ αρέσει μόνο η άνοιξη» απαντάει.
Συχνά χτυπάει το τηλέφωνο (συνολικά 4 γραμμές) και απαντάει μονίμως σε άψογα ιταλικά. Κάποτε είχε σπίτι και στη Ρώμη!
[…]
― Έχεις φάει ξύλο, Ειρήνη Παππά;
― Όλοι έχουμε φάει. «Μπορείς να πιστέψεις ότι εγώ κάποτε έζησα σαν καλόγρια; Περάσανε 10 συναπτά χρόνια και δεν με είχε αγγίξει άνθρωπος, δεν είχα φιληθεί ούτε μια φορά. Γιατί είχα τόσο πολύ ταπεινωθεί απ’ την κατάληξη ενός έρωτα, που δεν το άντεχα. Γιατί εγώ δεν έχω απλώς ορμή ―τα πάντα είναι κάθε φορά ένας άνθρωπος…
Και έτσι κύλησε ολόκληρη η ζωή μου: από ένα πρόσωπο που μ’ άρεσε, σ’ άλλο πρόσωπο που μ’άρεσε -κι ανάμεσα τεράστιες ερωτικές χηρείες.»
Σήμερα θα ‘θελε να ‘χει ένα παιδί. «Δεν έκανα, από τη φύση μου. Παλιά, δεν θα μπορούσα να το αγαπήσω, να το μεγαλώσω. Τώρα θα το ‘θελα για να ‘χω διαιωνιστεί -σαν κύτταρο· να το βοηθήσω λιγάκι».
[…]
Η Ειρήνη Παππά είναι ωραίος άνθρωπος. Αν ήμουν κριτικός, θα έλεγα ότι είναι και ωραία ηθοποιός. Πολλοί υπερτονίζουν την ομορφιά της, για να τη μειώσουν ως ηθοποιό. Αλλά σε περιπτώσεις σαν κι αυτήν, ποτέ δεν είναι σαφές πού τελειώνει η λάμψη του προσώπου κι αρχίζει το φως της τέχνης. Το κάλλος σωματοποιείται – ή μάλλον πάντα ήταν σωματικό.
Η ίδια όμως λέει ότι βλέπει κάθε πρωί στον καθρέφτη της το θάνατο να πλησιάζει: «Δεν έχω καθόλου συνειδητοποιήσει τα γηρατειά, αλλά σκέφτομαι ότι πλησιάζω το μέσο όρο που οι στατιστικές ορίζουν σαν θάνατο.»
Της λέω τους στίχους από τα «Μισά της ζωής» του Χέλντερλιν (για να της κάνω τον έξυπνο― νιώθει λίγο ένοχη, γιατί δεν τον ξέρει) και για τον πατέρα ενός φίλου μου που επανήλθε στη ζωή και έλεγε ότι πριν πεθάνει είδε σε μια αστραπή όλη του τη ζωή.
«Ξέρω τι θα δω…»
«Αν γίνει έτσι, ξέρω τι θα δω. Μια φορά που περπάταγα στη Νέα Υόρκη κι επειδή μου ‘χε αρέσει ένας άνθρωπος κοίταζα το χιόνι που ήταν μόλις στρωμένο κι είχανε περάσει πάνω οι άνθρωποι κι έλεγα “Μπορεί αυτά τα χνάρια να ‘ναι δικά του…” Στο χωριό μου, ένα ποταμάκι που μου φαινόταν μεγάλο, με ιτιές και νεροφίδες… Ένα ρόδι… Το πηγάδι μας… Μια μέρα που ζύμωνε η μάνα μου και τρέχανε οι ιδρώτες… Το πάνω μετόχι, το παλιό μοναστήρι…Μια μέρα στον Άγιο Πέτρο στη Ρώμη, που περπάτησα λίγο πιο μπρος από έναν άντρα που αγαπούσα, κι άκουσα πίσω τα βήματα του και γύρισα και ήταν η Πιετά… Και μερικές σεξουαλικές στιγμές. Πράγματα εντελώς φευγαλέα, που εκ των υστέρων έμαθα ότι είναι αυτό που λέμε “η ευτυχία”».
Διαβάστε όλη την συνέντευξη στο www.lifo.gr