Από τις εκδόσεις “Άγρα” κυκλοφόρησε η έκδοση δύο “Δικαστικών Αθηναϊκών Μυθιστορημάτων” του Γιάννη Μαρή “Η τελευταία ώρα της δίκης” και “Το σπίτι της κυρίας Χ.”, με εισαγωγή Ανδρέα Αποστολίδη.
ΣΧΕΔΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ Μ. ΓΑΛΛΙΑ, Από τη δημοσίευση της Τελευταίας ώρας της δίκης σε συνέχειες στην εφημερίδα Απογευματινή το 1962.
Λίγα λόγια για το βιβλίο:
Μέρες ολόκληρες ο νεαρός δικηγόρος αγωνιζόταν για να βρει ένα κομματάκι της αλήθειας, και τώρα, εκεί στο μικρό πάρκο του Αγίου Παντελεήμονος, μπροστά σ’ ένα καφέ, κάτω από τα δέντρα, η αλήθεια ήρθε ολόκληρη, επικίνδυνη, δραματική. Η Λέλα Μαυρομμάτη τού διηγήθηκε όσα έγιναν κι ο Γιάννης Αποστόλου βρέθηκε μπροστά στο μεγαλύτερο δίλημμα που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας άνθρωπος κι ένας δικηγόρος…
Δεύτερη πηγή έμπνευσής του ήταν οι δικαστικές ιστορίες του Erle Stanley Gardner (1889-1969), με ήρωα τον Πέρρυ Μέησον, ο οποίος, εκτός από τα 135 εκατομμύρια αντίτυπα που πούλησε μόνο στην Αμερική, έγινε αργότερα ευρύτερα γνωστός και στην Ελλάδα μέσω της ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς. Και ο Ζωρζ Σιμενόν, από την πλευρά του, έγραψε τους Άγνωστους μέσα στο σπίτι και το Γράμμα στον δικαστή μου.
Τρίτη και πιο σημαντική πηγή έμπνευσης ήταν η δημοσιογραφία της εποχής: το δικαστικό ρεπορτάζ, το οποίο ως είδος σήμερα είναι ανύπαρκτο: η κάλυψη μιας δίκης από την εφημερίδα. Η κάλυψη ήταν «ζωντανή» και γέμιζε σελίδες ολόκληρες του καθημερινού Τύπου, αποτελώντας ένα από τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα του κοινού.
“Ο κόσμος του Γιάννη Μαρή, όπως τον αποδελτίωσε ο Α. Αποστολίδης στο ομότιτλο βιβλίο του και τον περιέγραψε εύστοχα ο Βασίλης Βασιλικός στις «Δέκα συνιστώσες στο έργο του Γιάννη Μαρή», είναι πλήρης κοινωνικών αντιθέσεων και εσωτερικών συγκρούσεων, με ίντριγκες και πάθη, πλαστοπροσωπίες και ένοχα μυστικά, αλλά και με κλισέ, εξιδανικεύσεις και στερεότυπα : μικροαστισμός κατά κοσμοπολιτισμού, εντιμότητα –κυρίως στο πρόσωπο του αστυνόμου Μπέκα– κατά δολιότητας, ταπεινά ελατήρια εναντίον αξιοπρέπειας, σκαμπρόζικα κορίτσια και λουσάτες (« πολυτελείς ») γυναίκες στη νεοελληνική εκδοχή της femme fatale, ζιγκολό και αρριβίστες κατά νοικοκυραίων η νόμιμων κληρονόμων, νεανικοί έρωτες, αλλά και έντονα ερωτικά πάθη σε ξένες κρεβατοκάμαρες η σε θερινές διαμονές (συχνά με «σκοποφιλική», ηδονοβλεπτική ματιά), καθημερινοί άνθρωποι καθώς εμπλέκονται από σύμπτωση η από πρόσκαιρη «αδιαθεσία» σε σκοτεινές υποθέσεις που εξελίσσονται σε κοσμοπολίτικα μέρη, ενίοτε με φόντο την Κατοχή η την τύχη των Εβραίων, λαϊκοί τύποι και φιλήδονες στάρλετ που διαταράσσουν τη συχνά ανιαρή καθημερινότητα κάποιων ανυποψίαστων, «μάτσο» άντρες, ομοφυλόφιλοι και «πεταλούδες της νύχτας», αλλά και χίππυς αργότερα, πρόσωπα και χαρακτήρες που συνθέτουν τη μεταπολεμική, πρωτίστως αθηναϊκή, «καλή κοινωνία» και τον «υπόκοσμό» της.”