Ανήκω σε εκείνη τη γενιά που τον Λουκιανό τον γνώρισε αρχικά από «δεύτερο» χέρι. Από τις κασέτες και τους δίσκους των γονιών μου, οι οποίοι μιλούσαν με δέος και αναπόληση για τον μποέμ καλλιτέχνη, το «πάρτυ στη Βουλιαγμένη» που έγινε μια φορά και δεν ξανάγινε ποτέ, τα «χρόνια που περνούν και δεν θα ξαναρθούν, με αγιόκλημα και γιασεμιά», όπως τον άκουσα αργότερα και η ίδια να τραγουδάει.
Και έμαθα να νοσταλγώ κάτι που δεν έζησα. Ίσως γιατί η χαρά της ζωής δεν έχει γενιές και ηλικίες και δεν είναι ποτέ ντεμοντέ. Και ο Κηλαηδόνης ήταν ακριβώς αυτό: Η χαρά της ζωής. Πάντα ειρωνευόμενος όσα οι σοβαροφανείς κρίνουν σημαντικά: «τα μεγαλεία, τα παλάτια, τα λεφτά». Εκείνος προτιμούσε το κορίτσι του αντί γι’ αυτά. Α, και το άλογό του, σαν γνήσιος, φτωχός καουμπόι. Και επέμενε… «μικροαστικά». Σε όλους τους ανθρώπους άλλωστε έλεγε «ναι». Εκτός από τους «δήθεν».
Και αν η απώλειά όλων μας γίνεται μεγαλύτερη, είναι γιατί σε αυτή την άχαρη και σκληρή εποχή που μιλάμε μόνο για νόμους και νομίσματα, μας λείπει κάποιος που αυτά τα «τρολάριζε» και επανέφερε το «κέντρο» μας εκεί που πρέπει: στο συναίσθημα, γεμίζοντάς μας αισιοδοξία. Και την έχουμε ανάγκη όσο ποτέ.