Το φως της δημοσιότητας είδε χθες η είδηση ότι ανακαλύφθηκε μια άγνωστη, “χαμένη” πόλη στη Θεσσαλία. Ωστόσο, η άγνωστη στο ευρύ κοινό φαίνεται πως σε αρχαιολόγους και ιθύνοντες ήταν γνωστή εδώ και…200 χρόνια.
“Ο αρχαιολογικός χώρος Βλοχού είναι γνωστός από το 19ο αιώνα” αναφέρει στη σχετική ανακοίνωσή του το Υπουργείο Πολιτισμού (ΥΠΠΟ), σημειώνοντας ότι η πρώτη αναφορά στο χώρο έγινε από τον W. Leake το 1835. Δευκρινίζεται ωστόσο ότι “κατά το τρέχον έτος ξεκίνησε αρχαιολογικό πρόγραμμα στη θέση, το οποίο αποτελεί συνεργασία του Σουηδικού Ινστιτούτου Αθηνών με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Καρδίτσας”.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα στον Βλοχό είναι γνωστά εδώ και τουλάχιστον 200 χρόνια”, διευκρινίζει και η ομάδα των επιστημόνων που έχει αναλάβει το τρέχον αρχαιολογικό πρόγραμμα, αναφέροντας χαρακτηριστικά: “Χαιρόμαστε πολύ για την προσοχή, αλλά…δυστυχώς φαίνεται πως κάποιες δυνάμει παραπλανητικές πληροφορίες βρέθηκαν σε κάποιες από τις αναφορές».
Ολόκληρη η ανακοίνωση του ΥΠΠΟ:
“Ο αρχαιολογικός χώρος Βλοχού είναι γνωστός από το 19ο αιώνα. Η θέση έχει κηρυχθεί ως αρχαιολογικός χώρος με Υπουργική Απόφαση ήδη από το 1964 (ΥΑ 1154/4.3.1964/ΦΕΚ91/Β’/19.3.1964), ενώ έχει καταρτισθεί πρόταση επικαιροποίησης της κήρυξης και οριοθέτησής του.
Σημαντικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν κατά την φετινή περίοδο στον αρχαιολογικό χώρο του Βλοχού, που εκτείνεται στην κορυφή και τις άμεσες παρυφές του λόφου «Στρογγυλοβούνι», στη δυτική θεσσαλική πεδιάδα και πιο συγκεκριμένα στον Δήμο Παλαμά, στην ΠΕ Καρδίτσας.
Πρόκειται για μία ακρόπολη με ισχυρά τείχη εξαιρετικής διατήρησης που αναπτύσσονται τόσο στην κορυφογραμμή του λόφου όσο και στις κλιτύες του.
Τα τείχη στον πεδινό χώρο δεν είναι ορατά επιφανειακά, ωστόσο, όπως διαπιστώθηκε κατά τη γεωφυσική διασκόπηση, διατηρούνται αμέσως κάτω από την επιφάνεια του εδάφους.
Στην κορυφή εντοπίζονται επίσης κατάλοιπα αρχιτεκτονικών κατασκευών, που αφορούν σε ένα κτιστό περίβολο ασαφούς προς το παρόν χρήσης, καθώς και σε θεμελιώσεις κτηρίων. Ο πολεοδομικός ιστός της αρχαίας πόλης εκτείνεται κατά κύριο λόγο στην πεδινή περιοχή, στη θέση «Πάτωμα», καθώς στο χώρο διατηρούνται ορατά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα.
Η πρώτη αναφορά στο χώρο έγινε από τον W. Leake (Travelers in Northern Greece, vol. IV, 1835). Ακολούθησε ο J. L. Ussing (Rejsebilleder fra Syden, 1847), οι παρατηρήσεις του οποίου αποτελούσαν τη βασική πηγή πληροφοριών για τουλάχιστον 150 χρόνια. Στην συνέχεια ο Léon Heuzey (Excursion dans la Thessalie turque en 1858, 1927) επισκέφτηκε το χώρο το 1850, ενώ ο Friedrich Stählin (Das hellenische Thessalien (1924) προχώρησε σε ταύτιση της θέσης με την αρχαία πόλη Πειρασία. Το 1960 έγιναν οι πρώτες ανασκαφές τάφων στο νεκροταφείο. Επιπλέον, σωστικές ανασκαφές στο Βλοχό διεξήχθησαν πρόσφατα από τις αρμόδιες Εφορείες (πρώην ΙΓ’ ΕΠΚΑ (Βόλος) και πρώην ΛΔ’ ΕΠΚΑ (Καρδίτσα)).
Κατά το τρέχον έτος ξεκίνησε αρχαιολογικό πρόγραμμα στη θέση, το οποίο αποτελεί συνεργασία του Σουηδικού Ινστιτούτου Αθηνών με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Καρδίτσας. Πρόκειται για τριετές πρόγραμμα που διεξάγεται υπό τη διεύθυνση της κ. Μαρία Βαϊοπούλου, Προϊσταμένης της Ε.Φ.Α. Καρδίτσας, ενώ επικεφαλής από την πλευρά του Σουηδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου είναι η Dr Heléne Whittaker, καθηγήτρια στο τμήμα Ιστορικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ. Στις εργασίες πεδίου συμμετέχουν ο κ. Robin Rönnlund (Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ) και η κ. Φωτεινή Τσιούκα (Ε.Φ.Α. Καρδίτσας).
Ο προγραμματισμός εργασιών που εγκρίθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο τον Αύγουστο του 2016 περιλαμβάνει επιφανειακή έρευνα, γεωφυσική διασκόπηση και φωτογραμμετρική τεκμηρίωση του χώρου με σύγχρονες μεθόδους.
Οι εργασίες πεδίου της φετινής περιόδου επικεντρώθηκαν στο χώρο όπου εκτείνεται η οχυρωμένη αρχαία πόλη στη θέση «Στρογγυλοβούνι» και περιλαμβάνει την κορυφή και τις πλαγιές του ομώνυμου λόφου καθώς και την πεδινή περιοχή στα νότια ριζά του. Τα οχυρωματικά τείχη αποτυπώθηκαν, καταγράφηκαν με μεθόδους που συνδυάζουν την παραδοσιακή αρχαιολογική τεκμηρίωση και τη σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία.
Τα πρώτα αποτελέσματα των εργασιών υποδεικνύουν ότι ο χώρος του Βλοχού χρησιμοποιήθηκε σε τρεις χρονολογικές περιόδους, εκ των οποίων η πρώτη περιλαμβάνει κυκλοτερή οχύρωση στην κορυφή του λόφου και τείχη που κατευθύνονται προς το νότιο πεδινό τμήμα του λόφου και χρονολογούνται στα ύστερα αρχαϊκά – πρώιμα κλασικά χρόνια, σύμφωνα με την τεχνοτροπία της τοιχοδομίας. Ο χώρος φαίνεται ότι αναδιαμορφώθηκε σε μια δεύτερη φάση σε τυπική πόλη των κλασικών – ελληνιστικών χρόνων με πολεοδομικό ιστό, οικίες, ακόμα και Αγορά, όπως διαπιστώθηκε κατά τη γεωφυσική διασκόπηση. Ο οικισμός εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. ενώ επανακατοικήθηκε κατά τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους”.
Ερευνητές: Ο κόσμος των διεθνών ΜΜΕ είναι διαφορετικός από αυτόν της διεθνούς αρχαιολογίας
Στο ίδιο μήκος κύματος και η ομάδα των ερευνητών – που αποτελείται από Σουηδούς, Βρετανούς και Έλληνες επιστήμονες- οι οποίοι αναφέρουν στην ιστοσελίδα του αρχαιολογικού προγράμματος (VLAP- Vlochos Archaeological Project): «Ο κόσμος των διεθνών ΜΜΕ είναι κάπως διαφορετικός από αυτόν της διεθνούς αρχαιολογίας. Αυτό βιώσαμε σήμερα, καθώς η μικρή μας ανακοίνωση σχετικά με τη δουλειά αυτού του έτους εμφανίστηκε στα νέα. Χαιρόμαστε πολύ για την προσοχή, αλλά…δυστυχώς φαίνεται πως κάποιες δυνάμει παραπλανητικές πληροφορίες βρέθηκαν σε κάποιες από τις αναφορές».
Και διευκρινίζουν:
-Τα αρχαιολογικά ευρήματα στον Βλοχό είναι γνωστά εδώ και τουλάχιστον 200 χρόνια. «Είναι μόνο η ιδιότητα της πόλης που μπορεί να επιβεβαιωθεί από αυτό το νέο εγχείρημα. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές θεωρίες σχετικά με το τι αντιπροσωπεύουν τα απομεινάρια αυτά, όλα βασισμένα σε λιγότερο ή περισσότερο μη συστηματικές παρατηρήσεις. Τα προκαταρκτικά ευρήματα δείχνουν πως τα απομεινάρια στον Βλοχό όντως ανήκουν σε έναν μεγάλο αστικό οικισμό. Θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε ότι τα αρχαιολογικά ευρήματα στον χώρο ήταν γνωστά στην τοπική αρχαιολογική υπηρεσία, και ότι η συνεργασία μας επικεντρώνεται στην ανακάλυψη των άγνωστων πτυχών του χώρου».
-Το VLAP είναι ένα ελληνικό-σουηδικό-βρετανικό συνεργατικό πρόγραμμα. «Εν αντιθέσει με όσα είπαν κάποιοι, το VLAP είναι μια συνεργασία μεταξύ της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καρδίτσας (Ελλάδα) και του Σουηδικού Ινστιτούτου στην Αθήνα. Αρχαιολόγοι της Εφορείας, του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ (Σουηδία) και του Πανεπιστημίου του Μπόρνμαουθ (Μ. Βρετανία) δουλεύουν μαζί, με ίδιες αρμοδιότητες στον χώρο».
«Λυπόμαστε αν κάποιες από τις επικεφαλίδες είναι κάπως υπερβολικές, και ελπίζουμε αυτό το blog post να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα πάνω στο ζήτημα» καταλήγει η ανακοίνωση.