Από τις εκδόσεις “Πλέθρον” κυκλοφορεί το βιβλίο “Το μπλε είναι φέτος στη μόδα…” του Ρολάν Μπαρτ, σε μετάφραση Βασίλειος Πατσογιάννης.
Λίγα λόγια για το βιβλίο:
Τα κείμενα του βιβλίου μαρτυρούν έναν δεκάχρονο και πλέον (1957-1969) σταθερό προβληματισμό του Ρολάν Μπαρτ για το ένδυμα, γι’ αυτό το, όπως πίστευε, ολικό κοινωνικό φαινόμενο. Προβληματισμός που θα κορυφωθεί, άλλωστε, με τη λαμπρή σημειολογική ανάλυση του βιβλίου του Σύστημα της μόδας (1967). Εκκινώντας από το όραμα του Σωσσύρ για μια ολική επιστήμη των σημείων, ο συγγραφέας οδηγείται πέρα από την παραδοσιακή ιστοριογραφία του ενδύματος (με τις λεπτομερείς απογραφές πολύτιμων ρούχων του παρελθόντος ή τη συσχέτισή τους με το «πνεύμα της εποχής»), και εφαρμόζει με τόλμη σκαπανέα τις κατακτήσεις της γλωσσολογίας στη μελέτη του ενδύματος. Μας προτρέπει να δούμε την ενδυμασία όχι ως μία αέναη ανανέωση αλλά ως ένα σύστημα που διέπεται από βαθύτατη κανονικότητα. Αυτή η εσωτερική περιπέτεια των μορφών του ενδύματος πρέπει να μελετηθεί, πριν να συσχετιστεί με οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός. Διότι το ένδυμα, πέρα από την καθαρά πρακτική και καλλωπιστική του λειτουργία, επιτελεί προπάντων ως σύστημα μια σημασιοδοτική λειτουργία. Για την καλύτερη επεξήγησή της θα οριστούν θεωρητικά από τον συγγραφέα έννοιες όπως δανδισμός, λεπτομέρεια, μόδα, σικ, διάκριση, γούστο.
«Η Μόδα είναι, ουσιαστικά, συλλογική μίμηση μιας κανονικής καινοτομίας. Aκόμη κι όταν χρησιμοποιεί ως άλλοθι την έκφραση της ατομικότητας, ή, όπως λένε σήμερα, της ‘προσωπικότητας’, είναι, βασικά, ένα μαζικό φαινόμενο, ιδιαίτερα προσφιλές στους κοινωνιολόγους, εφόσον ανακαλύπτουν σ’ αυτό το προνομιακό παράδειγμα μιας διαυγούς διαλεκτικής μεταξύ του ατόμου και της συλλογικότητας. […] Η Μόδα είναι ένας θεσμός, και κανείς δεν μπορεί να πιστέψει σήμερα ότι παράγει διάκριση: μόνο το ντεμοντέ είναι μια έννοια που παράγει διάκριση. Mε άλλα λόγια, από μαζική σκοπιά, η Μόδα γίνεται πάντα αντιληπτή μόνο μέσα από το αντίθετό της: η Μόδα είναι η υγεία, είναι η ηθική, και το ντεμοντέ είναι απλώς η ασθένεια ή η διαστροφή της».
Roland Barthes