Μέχρι το τέλος του 2015 αναμένεται να ολοκληρωθεί η αποκατάσταση του Μεγάρου Τσίλλερ – Λοβέρδου, ενός έργου απαιτητικού, λόγω της πρότερης κακής διατήρησης του ιστορικού κτηρίου. Η πολύ κακή κατάσταση διατήρησης του μνημείου, που σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν χειρότερη από τις αρχικές εκτιμήσεις, οδήγησε σε δύο επικαιροποιήσεις των αρχικών μελετών, μία για την απόσπαση διακοσμητικών στοιχείων για την πληρέστερη συντήρηση, τον περασμένο Οκτώβριο, και μία για την αποκατάσταση του κτηρίου, που εγκρίθηκε από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων.
Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις των εργασιών αποκατάστασης που εγκρίθηκαν αφορούν στους χώρους του αίθριου, στην αποκατάσταση του τρούλου του παρεκκλησίου και στην απλοποίηση των μεταλλικών κατασκευών του ορόφου. Η αποκατάσταση του Μεγάρου Τσίλλερ – Λοβέρδου άρχισε το 2011 με τη σύνταξη της αρχιτεκτονικής μελέτης, ενώ το 2013 το έργο εντάχθηκε στο ΕΣΠΑ, με τις εργασίες να ξεκινούν τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου. Με την ολοκλήρωση των εργασιών θα αποδοθούν 1.150 τετραγωνικά μέτρα αποκατεστημένων χώρων του μνημείου, όπως αναφέρει το naftemporiki.gr. Ο εγκεκριμένος προϋπολογισμός είναι 3,24 εκατομμύρια ευρώ για τη Διεύθυνση Αναστήλωσης και 1,7 εκατομμύρια ευρώ για τη Διεύθυνση Συντήρησης.
Η ιστορία του κτηρίου
Το Μέγαρο Τσίλλερ, οικοδόμημα του ώριμου νεοκλασικισμού στη νεότερη Ελλάδα, βρίσκεται στην οδό Μαυρομιχάλη 6 στην Αθήνα απέναντι από το κτήριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής της οδού Ακαδημίας. Ήταν η ιδιωτική κατοικία του Γερμανού αρχιτέκτονα Έρνστ (Ερνέστου) Τσίλλερ. Τον Ιούνιο του 1876, ο Τσίλλερ παντρεύτηκε στη Βιέννη με την Σοφία Δούδου, κόρη του Έλληνα εμπόρου Κωνσταντίνου Δούδου από την Κοζάνη. Μετά το γάμο του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα, έγινε Έλληνας υπήκοος και έζησε στην Αθήνα επί εξήντα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του.
Το 1882 αγόρασε οικόπεδο στο κέντρο της Αθήνας και έκτισε εκεί την ιδιωτική κατοικία του.
Το νεοκλασικό κτήριο της οδού Μαυρομιχάλη κοσμείται στην εξωτερική πρόσοψη με κεραμικές κεφαλές Καρυάτιδων, ενώ στο εσωτερικό του υπάρχουν διακοσμητικά στοιχεία υψηλής ποιότητας, τοιχογραφίες, οροφογραφίες, τζάκια, μια ξυλόγλυπτη σκάλα που οδηγεί στο ανώγειο της κατοικίας. Εδώ στεγαζόταν και το αρχιτεκτονικό γραφείο του Τσίλλερ. Η ζωγραφική διακόσμηση του Μεγάρου ήταν δημιουργία του Σλοβένου ζωγράφου Γιούρι Σούμπιτς, ο οποίος είχε αναλάβει και τον εικαστικό διάκοσμο του Μεγάρου Σλήμαν («Ιλίου Μέλαθρον»), έργο κι αυτό του Τσίλλερ.
Πιστός στις επιταγές του κλασικισμού
Ο Ερνέστος Τσίλλερ, από τους κύριους εκπροσώπους της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα και πιστός στις επιταγές του κλασικισμού, οικοδόμησε την κατοικία του με πλούσια διακοσμητική έφεση, συνδυάζοντας ποικίλα αρχαιοπρεπή στοιχεία με τις σύγχρονες ευρωπαϊκές τάσεις. Το Μέγαρο του Τσίλλερ ήταν πόλος έλξης και σημείο αναφοράς της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας. Ήταν περίφημες οι εσπερίδες που οργάνωνε η Σοφία Δούδου – Τσίλλερ, όπου συγκεντρώνονταν άνθρωποι της τέχνης και των γραμμάτων.
Στο Μέγαρο αυτό έζησε ο Τσίλλερ με την οικογένειά του μέχρι το 1912, οπότε αγοράστηκε σε πλειστηριασμό από τον Κεφαλλονίτη τραπεζίτη, φιλότεχνο και συλλέκτη έργων τέχνης Διονύσιο Π. Λοβέρδο (1878 – 1934), προσωπικότητα της προπολεμικής Αθήνας, για να το χρησιμοποιήσει ως κατοικία του. Ένα μέρος της κατοικίας Λοβέρδου χρησιμοποιήθηκε ως Μουσείο, όπου στέγασε τη συλλογή του από βυζαντινές εικόνες.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος (1872 – 1939), μετά από παραγγελία του Δ. Λοβέρδου, κτίζει στο βάθος της πίσω αυλής του οικήματος ένα παρεκκλήσι, ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα με εντυπωσιακά διακοσμημένο θόλο. Ο Τσίλλερ πέθανε στην Αθήνα στις 10 Νοεμβρίου του 1923 σε ηλικία 86 ετών και έχει ταφεί στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.