Οι Kalfayan Galleries (Χάρητος 11, Κολωνάκι, Αθήνα) παρουσιάζουν την ατομική έκθεση του εικαστικού Τάσου Παυλόπουλου με τίτλο “Phantasmagoria”. Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν σήμερα, Πέμπτη, 14 Μαΐου 2015, 20.00 – 22.00.
Η έκθεση «Phantasmagoria» είναι μια «παρανοϊκή» εγκατάσταση, η οποία έχει σκοπό τη μετατροπή του χώρου της γκαλερί σε «φαντασμαγορικό σόου». Με έναν ιδιαιτέρως παράδοξο τρόπο, ο καλλιτέχνης παρουσιάζει για πρώτη φορά χιλιάδες σχέδια πολλών δεκαετιών. Δηλώνει ότι ασπάζεται τις ανατρεπτικές απόψεις του Μπρετόν, ο οποίος υποστήριζε πως η έρευνα του ασυνείδητου οφείλει να παραμείνει ανοιχτή στους καλλιτέχνες, ώστε να μπορέσουν να αναζητήσουν το «θαυμαστό». Έτσι θα βρουν εναλλακτικές λύσεις στην κοινή λογική, συμβάλλοντας στην αναδόμησή της. Την εγκατάσταση αυτή συμπληρώνουν τα πρωτοεμφανιζόμενα μπρούτζινα γλυπτά του καλλιτέχνη, καθώς και η προβολή ενός «απίστευτα βαρετού» φιλμ.
Η έκθεση συνοδεύεται από μια ομότιτλη έκδοση, όπου στον πρόλογό της ο καλλιτέχνης, περιγράφοντας το σκεπτικό της δημιουργίας του, σημειώνει: «Ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία το πάθος και η ψυχή έχουν αντικατασταθεί από φτιασιδωμένα ειδικά εφέ. Όπου οτιδήποτε ασυμβίβαστο θεωρείται ανορθόδοξο. Η ανθρωπότητα έχει πια οργανωθεί και χειραγωγείται σε παγκόσμια κλίμακα από κάποιους υποταγμένους χαρτογιακάδες που μετρούν τη ζωή με το κουταλάκι του καφέ. Έτσι αποκαλούσε ο απροσάρμοστος Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί τους ξινούς τεχνοκράτες και τους ανιαρούς ορθολογιστές…
Πώς μπορεί να επαναφέρει κανείς την περιπέτεια του ταξιδιού και το μυστήριο της δημιουργίας; Τη διέξοδο φυγής από την πεζή πραγματικότητα; Πώς μπορούν να εμφανιστούν εκείνες οι εικόνες που τυχαία διαπλέκονται στο φαντασιακό του ατόμου; Πώς μπορεί ένας ζωγράφος, λειτουργώντας ως σύγχρονος αλχημιστής, να συνδυάσει τη μείξη φαντασίας και πραγματικότητας με τη διεκδίκηση του ασυμβίβαστου; Πώς μπορούμε να διανθίσουμε την καθημερινότητά μας με τη μαγεία, με τη συγκίνηση, με το γέλιο και με το αναπάντεχο; Ο γνήσιος καλλιτέχνης, έστω και μέσα από το εργαστήρι-καταφύγιό του, πρέπει να ριχτεί στο άπειρο και να περιοδεύσει σ’ αυτό, κοπιάροντας τη δεξιοτεχνία του ταχυδακτυλουργού και του σαλτιμπάγκου. Με όλη την ποιητική διάθεση που διαθέτει.
Χωρίς να φοβηθεί τις γκάφες και τις παλαβομάρες. Ίσως και να τις επιδιώξει κιόλας. Τότε όλα θα μπορούν να συμβούν μπροστά στα μάτια μας… Πάντως, πολλά απ’ αυτά τα σχέδια που παρουσιάζω, τα έκρυβα επιμελώς για χρόνια. Γιατί μοιάζουν με βαθειά σκαμμένες, μέσα μου, τρύπες από τυφλοπόντικες. Αποτελούν, όμως, τα κουκούτσια της τέχνης μου. Ποτέ δεν τα έφτυσα, γιατί είναι η Ψυχή της δημιουργίας μου! Μην κάνετε το τραγικό λάθος να πιστέψετε πως πρόκειται για νοσταλγία ή για αναδρομή. Ούτε καν για παρωδία. Υπάρχουν, ασφαλώς, αναφορές στον ντανταϊσμό και τα κολάζ του Κουρτ Σβίτερς ή του Ραούλ Χάουσμαν. Είναι μια ολόφρεσκη, σουρεαλιστική και αντι-φιλοσοφική ματιά στο μέλλον. Είναι ένα ατέρμονο κόμικ. Είναι μια προσπάθεια εξήγησης εικόνων σε νεκρούς λαγούς…»