«Αυτός που κλέβει το πορτοφόλι μου, κλέβει σκουπίδια… Αλλά αυτός που μου στερεί το καλό μου όνομα, ληστεύει από μένα κάτι που δεν θα τον κάνει πλούσιο, και εμένα με κάνει πραγματικά φτωχό», έγραψε σχεδόν προφητικά ο Σαίξπηρ. Ή μήπως όχι;
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που διατηρούν τις επιφυλάξεις τους για το εάν ο Σαίξπηρ όντως έγραψε τα έργα που φέρουν το όνομά του. Κανείς δεν μπορεί να εκφράζεται με βεβαιότητα, όμως, η αλήθεια είναι πως τα στοιχεία που έχουν επιβεβαιωθεί για τη ζωή του, δεν βρίσκονται με το μέρος του. Ένα από τα λίγα που γνωρίζουμε με σιγουριά για τον Σαίξπηρ είναι ότι απεβίωσε σαν σήμερα, 23 Απριλίου το 1616.
Είναι δυνατόν ο αμόρφωτος επαρχιώτης από το Στράτφορντ και ο συγγραφέας του Βασιλιά Ληρ να αποτελούν το ίδιο πρόσωπο; Ο αναλφαβητισμός των γονιών του αλλά και των παιδιών του εντείνουν τις υποψίες, αφού μοιάζει παράδοξο να αποτελεί τόσο λαμπρή εξαίρεση του περιβάλλοντός του. Πώς εξηγείται ένας τόσο απλός άνθρωπος να μιλάει με τόση ευχέρεια για την ζωή της αριστοκρατίας; Βέβαια, οι εικόνες από την ύπαιθρο -με τις οποίες είχε ανατραφεί- είναι εξίσου πολυάριθμες.
Βασικότερο επιχείρημα όσων αμφισβητούν την υπογραφή των έργων είναι το γεγονός πως τα κείμενα είναι εκπληκτικά πλούσια σε πληροφορίες και λεπτομέρειες τομέων όπως οι τέχνες, η ιατρική, η φιλοσοφία, η αστρονομία και η νομική.
Δύσκολο για έναν επαρχιώτη που φημολογείται ότι δεν παρακολούθησε ούτε τις τάξεις του δημοτικού, όχι όμως και ακατόρθωτο. Έπειτα, τις υποψίες κινεί, δικαιολογημένα, η έλλειψη στοιχείων ότι πέρασε ποτέ τα σύνορα του Ηνωμένου Βασιλείου, την ίδια στιγμή που τα έργα του βρίθουν εκτενών περιγραφών διάφορων Ιταλικών πόλεων.
Οι πρώιμες δημιουργίες του συμπίπτουν με την περίοδο που μεγαλουργούσε όσο βρισκόταν στο Λονδίνο. Όμως, επιστρέφοντας στο Στράτφορντ δεν έγραψε πλέον ούτε ένα ποίημα μέχρι το θάνατό του. Ακόμη και η ίδια του η υπογραφή τον προδίδει, αφού σώζονται έξι διαφορετικές υπογραφές σε αυθεντικά χειρόγραφα –όλες ανορθόγραφες…
Πολλοί, αμφισβητούν ακόμη και την ίδια την ύπαρξη του συγγραφέα. Υπήρχε –και υπάρχει- έντονη η υποψία ότι πιθανώς επρόκειτο για ένα ψευδώνυμο για κάποιον άλλο συγγραφέα, ή για μία ομάδα συγγραφέων, σίγουρα ανώτερης μόρφωσης.
Ορισμένα υποψήφια ονόματα για την συγγραφή των θεατρικών έργων, ανάμεσά τους τα περισσότερα διάσημων συγγραφέων, πολιτικών αλλά και εξεχουσών γυναικών του 17ου αιώνα, ήταν η κόμισσα Μ. Σύδνεϋ, o Κρίστοφερ Μάρλοου, ο 17ος λόρδος της Οξφόρδης και κυρίως ο Φράνσις Μπέικον. «Πώς θα μπορούσε κάποιος με ελάχιστη γνώση Λατινικών και μηδαμινή Ελληνικών, να αναδειχθεί στον μεγαλύτερο συγγραφέα της αγγλικής γλώσσας;», αναρωτιούνται πολλοί.
Θα μπορούσε να είναι βάσιμη μία τέτοια υποψία, και ο Σαίξπηρ να είναι τόσο μυθιστορηματικός όσο και οι χαρακτήρες που δημιούργησε; Η αλήθεια είναι πως, προς απογοήτευση των υποστηρικτών συνωμοσιολογικών θεωριών, οι μελετητές των σαιξπηρικών έργων απορρίπτουν τέτοιου είδους απόψεις. Μάλιστα, τουλάχιστον η ύπαρξη του συγγραφέα μπορεί να τεκμηριωθεί μέσα από ιστορικές και βιογραφικές καταγραφές.
Υπάρχει ωστόσο ένας άλλος τρόπος να ελεγχθεί εάν οι διάσημες σαιξπηρικές ρήσεις γράφτηκαν από τον ίδιο ή όχι. Η απάντηση δίνεται από τον κλάδο της γλωσσολογίας που είναι σε θέση να ερμηνεύσει ένα κείμενο και βάσει χρήσης γραμματικών φαινομένων, συντακτικού και πλούτου λεξιλογίου να διαπιστώσει εάν δύο κείμενα ανήκουν στον ίδιο συγγραφέα. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Πολωνός Vincent Lutoslawski επινόησε τον όρο της «στυλομετρίας», εφαρμόζοντάς την για να διερευνήσει ζητήματα λογοτεχνικής «πατρότητας», εστιάζοντας στα σαιξπηρικά θεατρικά έργα και προσπαθώντας να τοποθετήσει χρονικά τα πλατωνικά κείμενα.
Η βασική ιδέα της στυλομετρίας είναι πως κάθε συγγραφέας έχει ένα συγκεκριμένο τρόπο ερμηνείας και καταγραφής των ιδεών του, επαναλαμβάνοντας το ίδιο μοτίβο σε κάθε μεμονωμένο έργο του, με παρόμοια εφαρμογή στον κλάδο της μουσικής αλλά και των ζωγραφικών έργων. Κάτι τέτοιο μπορεί να παρατηρηθεί εύκολα, ακόμη και από εμάς, εάν εξετάσουμε το μάκρος των προτάσεων, τη συχνότητα χρήσης σημείων στίξης, τη διάταξη των λέξεων αλλά και πόσο συχνά εμφανίζεται κάθε μία από αυτές καθ’ όλη τη έκταση των κειμένων μας.
Πάντως οι μελετητές της στυλομετρίας… υποστήριξαν τον Σαίξπηρ, αφού τα κείμενα των διεκδικητών των σαιξπηρικών έργων δεν έχουν κανένα κοινό χαρακτηριστικό με αυτά του άγγλου συγγραφέα. Παρ’ όλ’ αυτά, ορισμένοι στατιστικολόγοι ανακάλυψαν κάποια στοιχεία συνεργασίας. Για παράδειγμα, κατέληξαν στο ότι ο Σαίξπηρ είχε συνεργαστεί με τον θεατρικό συγγραφέα Κρίστοφερ Μάρλοου για τη συγγραφή των πρώτων κεφαλαίων του «Βασιλιά του Ερρίκου Δ’», γεγονός που μπορεί να ευσταθεί αφού πολλοί δραματουργοί και θεατρικοί συγγραφείς της εποχής συνεργάζονταν στενά μεταξύ τους, στοχεύοντας σε ένα πιο ολοκληρωμένο αποτέλεσμα.
Συνεπώς, το σενάριο αυτό, μάλλον, λύνει και όλα τα προβλήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω περί έλλειψης επιστημονικών γνώσεων και ταξιδιών στις δυτικές πόλεις που περιγράφει.
Πάντως ο συγκεκριμένος κλάδος της γλωσσολογίας έχει λύσει αμέτρητα λογοτεχνικά προβλήματα όπως η τοποθέτηση έργων σε χρονική κλίμακα, το φύλο, τη μητρική γλώσσα, και τις πιθανότητες ο εκάστοτε γράφων να είχε άνοια, ενώ έχει συμβάλει στην αποκάλυψη πλαστογραφιών, ακόμη και στο πότε κάποιος φοιτητής έχει κάνει λογοκλοπή στις γραπτές εργασίες του!
Βέβαια, ακόμη κι αν η στυλομετρική ανάλυση είναι σε θέση να εξετάσει τις δομικές διαφορές των σαιξπηρικών έργων, σίγουρα υστερεί στο να αποτυπώσει τα συναισθήματα που εκφράζουν ή να μας εξηγήσει γιατί επηρεάζουν τη σκέψη μας. Και όσο κι αν επιμένουν να θέτουν υπό αμφισβήτηση το όνομα που τα υπογράφει, μικρή σημασία έχει, αφού τα έργα επιβιώνουν, εξακολουθούν να προσφέρουν και παραμένουν πάντοτε επίκαιρα.