Μέχρι τα τέλη Μαΐου αναμένεται να έχει ψηφιστεί το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εργασίας που προβλέπει την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την σταδιακή αύξηση του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ, το οποίο κατατέθηκε χθες στην Κοινωνική και Οικονομική Επιτροπή (ΟΚΕ) προκειμένου να συνεχιστούν οι διαβουλεύσεις μεταξύ των εργοδοτικών οργανώσεων και της ΓΣΕΕ και να κατατεθούν οι τελικές προτάσεις.
Όπως αποσαφήνισαν χθες ο Υπουργός Πάνος Σκουρλέτης και το επιτελείο του, «καταργεί την απαγόρευση της χορήγησης αυξήσεων λόγω ωριμάσεων (πολυετιών) και δεν τις επαναφέρει… αυτόματα». Με αυτή την απόφαση η ηγεσία του Υπουργείου εκτιμά ότι θα «καμφθούν» οι αντιρρήσεις των εργοδοτικών οργανώσεων που σύσσωμες είχαν ταχθεί εναντίον της επαναφοράς των πολυετιών επικαλούμενες το ιδιαίτερα υψηλό κόστος για τις επιχειρήσεις (άνω των 2,9 δισ. ευρώ). Ο κ. Σκουρλέτης, ωστόσο, διεμήνυσε ότι θα ενεργοποιήσει, άμεσα, το άρθρο 39 του ν. 3863/10 που επιβάλλει στους εργοδότες να καταθέτουν ταυτόχρονα και συνολικά τις αποδοχές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα με τις ασφαλιστικές εισφορές και τον φόρο μισθωτών υπηρεσιών σε τράπεζα. Η συγκεκριμένη υποχρέωση είχε προβλεφθεί να ισχύσει από την 1η Ιουλίου του 2011, αλλά η σχετική υπουργική απόφαση δεν εκδόθηκε ποτέ, ενώ, στο διάστημα που ακολούθησε, έγιναν μειώσεις μισθών έως 40% και, με βάση τα στοιχεία του υπουργείου, διπλασιάστηκε ο αριθμός των αμειβομένων με τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων (στο 24% από 12% για τους εργαζόμενους με πλήρη απασχόληση και στο 45% από 17% αν συνυπολογιστούν και οι εργαζόμενοι με καθεστώς μερικής απασχόλησης).
Σύμφωνα με τα στελέχη του Υπουργείου Εργασίας, αμέσως μετά θα ακολουθήσει νομοσχέδιο για την αναμόρφωση και την ενίσχυση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας (ΣΕΠΕ). Ανώτερο στέλεχος του Υπουργείου Εργασίας, σχολίαζε ότι οι κινήσεις αυτές διαμορφώνουν το πλαίσιο για να ακολουθήσουν και άλλες νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως η διευθέτηση του θέματος των ενοικιαζόμενων εργαζομένων, οι ελαστικές μορφές απασχόλησης και η επαναφορά του ορίου των ομαδικών απολύσεων.
Με τον νέο νόμο επανέρχονται οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και καταργείται η δυσμενής μισθολογική διάκριση για τους νέους κάτω των 25 ετών. Τα στελέχη του Υπουργείου Εργασίας εκτιμούν οι νέοι κάτω των 25 ετών δεν υπερβαίνουν το 10% των 137.000 εργαζομένων που αμείβονται σήμερα με τον κατώτατο μισθό.
Τα ίδια στελέχη εκτιμούν ότι οι καθυστερήσεις στην καταβολή του μισθού στην αγορά εργασίας κυμαίνονται σήμερα στους πέντε μήνες κατά μέσο όρο. Καθιερώνεται εκ νέου, η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) και επαναφέρεται η καθολικότητα της ισχύος της για όλους και για τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν συμμετέχουν στις επαγγελματικές οργανώσεις που υπογράφουν την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση. Προβλέπεται, επίσης, η αύξηση του κατώτερου μισθού στα 651 ευρώ μεικτά.
Η νομοθετική παρέμβαση κρίθηκε αναγκαία, καθώς, σύμφωνα με τα στελέχη του Υπουργείου Εργασίας, υπήρξε προηγούμενη βίαιη μείωση επίσης με νόμο, η οποία συμπίεσε όλους τους κλαδικούς μισθούς στα κατώτατα όρια. Η αύξηση του κατώτερου μισθού θα επιφέρει και αντίστοιχη αύξηση του επιδόματος ανεργίας που ακολουθεί πάντοτε το ύψος του κατώτερου μισθού.
Συγκεκριμένα το επίδομα ανεργίας θα αυξηθεί κατά 11% και θα φθάσει τα περίπου 400 ευρώ από 360 που είναι σήμερα. Αίρεται ο νομοθετικός περιορισμός για το πάγωμα των μισθολογικών ωριμάνσεων, οι οποίες θα αποτελούν στο εξής, αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Επανέρχεται, επίσης, η μετενέργεια με όλους τους μισθολογικούς και μη μισθολογικούς όρους που περιέχονται στη συλλογική σύμβαση. Ενισχύεται ο ρόλος της Μεσολάβησης και της Διαιτησίας.
Προβλέπεται και μονομερής προσφυγή στη Διαιτησία του μέρους που δεν έχει συμφωνήσει κατά τη διαδικασία της Μεσολάβησης ενώ αντικείμενο της Μεσολάβησης και της Διαιτησίας είναι το σύνολο της διαφοράς και όχι μόνο το ύψος του κατώτερου μισθού.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναστέλλονται επ’ αόριστον οι όροι της αυτενέργειας, ενώ η διαδικασία της Μεσολάβησης και της Διαιτησίας δεν θα μπορεί να υπερβεί τις 50 ημέρες.
Σύμφωνα με τα στελέχη του υπουργείου Εργασίας, το συνολικό δημοσιονομικό κόστος των μέτρων που περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο δεν ξεπερνά τα 30 εκατ. ευρώ.
Ειδικότερα εκτιμούν ότι για το 2015 το συνολικό κόστος θα ανέλθει στα 11 εκατ. ευρώ. Συγκεκριμένα το ΙΚΑ αναμένεται να αυξήσει τα έσοδά από εισφορές κατά 13,4 εκατ. ευρώ ενώ ο ΟΑΕΔ να καταβάλλει επιπλέον για επιδόματα ανεργίας κατά 24,4 εκατ. ευρώ. Το 2016 η εικόνα αναμένεται να αντιστραφεί η εικόνα και να υπάρξει δημοσιονομικό όφελος της τάξης των 12 εκατ. ευρώ, καθώς το ΙΚΑ θα αυξήσει τα έσοδά του κατά 130,5 εκατ. ευρώ, ενώ ο ΟΑΕΔ θα καταβάλει επιπλέον 118,5 εκατ. ευρώ.