Το ζήτημα των υιοθεσιών στην Ελλάδα, για χρόνια αποτελεί ένα πολυσύνθετο πρόβλημα, το οποίο η Πολιτεία προσπαθεί να επιλύσει με κάθε τρόπο και εργαλείο που έχει στη διάθεσή της.
Και αυτό διότι από τα 1.249 παιδιά που διαμένουν σήμερα σε 91 ιδρύματα όλης της χώρας (σύμφωνα με στοιχεία Απριλίου 2024 από το Τμήμα Αναδοχών – Υιοθεσιών ΕΚΚΑ), ελάχιστα είναι αυτά που είναι μικρότερα των πέντε ετών, για τα οποία υπάρχει έντονο ενδιαφέρον, ενώ η πλειονότητά τους είναι ηλικίας άνω των 12 χρόνων, αλλά και αρκετά μεγαλύτερα, ενώ υπάρχουν και τα παιδιά με αναπηρίες ή άλλα σοβαρά χρόνια προβλήματα υγείας. Το ενδιαφέρον γι’ αυτά τα παιδιά είναι μηδαμινό.
Μάχη κατά της ιδρυματοποίησης
Ένα χρόνο πριν, η Σοφία Ζαχαράκη ανέλαβε το νεοσύστατο υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, στις αρμοδιότητες του οποίου περιλαμβάνονται τα δικαιώματα του παιδιού και ως εκ τούτου το θέμα των υιοθεσιών και αναδοχών. Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου και τα στελέχη του, έχουν θέσει ως πρώτη προτεραιότητα την οικογενειακή αποκατάσταση των παιδιών που είναι δύσκολο να συνδεθούν με οικογένεια. Μία δύσκολη μάχη, καθώς δεν είναι εύκολο όλα αυτά τα παιδιά να βγουν από τα ιδρύματα και να ξεφύγουν από το βάρος της ιδρυματοποίησης.
«Σημαντικό νέο βήμα για την αποϊδρυματοποίηση, αποτελεί», κατά την κ. Ζαχαράκη, «η άμεση επανασύσταση υπό την αρμοδιότητα της Γενικής Γραμματείας Δημογραφικής και Στεγαστικής Πολιτικής, του Εθνικού Συμβουλίου Αναδοχής και Υιοθεσίας (Ε.Σ.Αν.Υ.), το οποίο αποτελεί το όργανο που υποβάλει προτάσεις για τις σχεδιαζόμενες πολιτικές, παρακολουθεί την εφαρμογή της οικείας νομοθεσίας για την υιοθεσία και την αναδοχή και τη συμμόρφωση με τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς κανόνες, παρέχει γνωμοδοτική και επιστημονική συνδρομή προς φορείς που υλοποιούν τους θεσμούς και υποβάλει προτάσεις για τη βελτίωση των θεσμών».
Σοβαρή αναντιστοιχία
Η Σοφία Ζαχαράκη θα αποκαλύψει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, τον Ιανουάριο του 2024 πάνω από το 80% των υποψήφιων γονέων εκδήλωνε ενδιαφέρον για να συνδεθεί με παιδί ηλικίας έως 5 ετών. Τα παιδιά προς αναδοχή και υιοθεσία έως 5 ετών είναι όμως ελάχιστα, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των παιδιών που ζουν σε ιδρύματα είναι άνω των 12 ετών. Οπότε δυστυχώς υπάρχει μια σοβαρή αναντιστοιχία μεταξύ των επιθυμιών των υποψηφίων γονέων και του ηλικιακού προφίλ των παιδιών».
Πρόγραμμα Ημιαυτόνομης Διαβίωσης για 15 ετών και άνω
Ωστόσο, αυτό το σημαντικό πρόβλημα έρχεται να καλύψει το υπουργείο με το Πρόγραμμα Ημιαυτόνομης Διαβίωσης για παιδιά μεγαλύτερα από 15 ετών. Η κ. Ζαχαράκη εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Επειδή λοιπόν διαπιστώσαμε ένα μεγάλο κενό στην προστασία της μετεφηβικής ηλικίας για τα παιδιά που ζουν σε ιδρύματα και ενηλικιώνονται εντός των ιδρυμάτων, στο υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας ερχόμαστε να καλύψουμε την έλλειψη ενός προστατευτικού πλαισίου για τα παιδιά αυτά, με το Πρόγραμμα Ημιαυτόνομης Διαβίωσης για παιδιά ηλικίας 15 ετών και άνω». Συμπληρώνει δε ότι «οι πιστοποιημένοι φορείς παιδικής προστασίας θα μπορούν να υποβάλουν αίτηση χρηματοδότησης ώστε να ιδρύσουν διαμερίσματα Ημιαυτόνομης Διαβίωσης, όπου τα παιδιά θα μπορούν να συνεχίσουν να διαμένουν έως την ηλικία των 26 ετών. Μέχρι τις αρχές του 2026 θα ενταχθούν σε διαμερίσματα 200 παιδιά».
Να επισημανθεί ότι υποχρέωση του κάθε φορέα που θα λειτουργήσει Διαμερίσματα Ημιαυτόνομης Διαβίωσης είναι να μεριμνά για την πλήρη σχολική και ακαδημαϊκή ένταξη των ωφελούμενων παιδιών και την καθημερινή τους φροντίδα. Σε κάθε διαμέρισμα θα εργάζεται κοινωνικός λειτουργός και ψυχολόγος για να εξασφαλιστεί η ψυχοκοινωνική ενδυνάμωση των παιδιών.
Τα παιδιά με αναπηρία
Το μεγαλύτερο όμως εμπόδιο στην υιοθεσία, αφορά τα παιδιά με αναπηρία, τα οποία παραμένουν σε ιδρύματα για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να συνδέονται με γονείς. «Για αυτόν ακριβώς το λόγο», όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Ζαχαράκη, «το υπουργείο υλοποιεί με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης τον θεσμό της επαγγελματικής αναδοχής. Έτσι, θα δοθεί η δυνατότητα σε ειδικά εκπαιδευμένους επαγγελματίες αναδόχους γονείς να αναλάβουν τη φροντίδα ανηλίκων με πιστοποιημένο ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67% ή ψυχική πάθηση, συμπεριλαμβανομένης της νοητικής ή και αναπτυξιακής αναπηρίας, με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 50%. Οι επαγγελματίες ανάδοχοι θα λαμβάνουν ως αποζημίωση 1850 ευρώ μικτά. Στόχος του προγράμματος είναι να εξασφαλίσουμε πως τα παιδιά με αναπηρία θα μπορέσουν να βγουν από τα ιδρύματα και να ζήσουν εντός της κοινότητας».
Σημαντική αύξηση στις υιοθεσίες και τις αναδοχές
Υπάρχουν όμως και αισιόδοξα μηνύματα. Σύμφωνα με στοιχεία, μεταξύ 2022 – 2023, υπάρχει αύξηση στις υιοθεσίες κατά 14 τοις εκατό, αλλά και θεαματική αύξηση στις αναδοχές (παιδιά που βρίσκουν μια οικογένεια μέχρι να επιστρέψουν στη φυσική τους βιολογική οικογένεια, αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις) κατά 80%. Ειδικότερα το 2022, είχαν πραγματοποιηθεί 170 υιοθεσίες και τον επόμενο χρόνο 194, ενώ το 2022 είχαν πραγματοποιηθεί 52 αναδοχές και το 2023 αυτές έφτασαν τις 94. Ήδη το 1ο τρίμηνο του 2024 έχουν πραγματοποιηθεί 33 υιοθεσίες και 10 αναδοχές.
Όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Ζαχαράκη, «η αύξηση τόσο στις αναδοχές όσο και στις υιοθεσίες σχετίζεται άρρηκτα με την λειτουργία του πληροφοριακού συστήματος αναδοχής και υιοθεσίας anynet.gr. Από το 2020 και μετά, όλα τα παιδιά που διαμένουν σε δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα είναι καταγεγραμμένα στο Πληροφοριακό Σύστημα Αναδοχής και Υιοθεσίας. Παράλληλα, όλες οι αναδοχές και υιοθεσίες παιδιών που διαμένουν σε ιδρύματα πραγματοποιούνται μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος Αναδοχής και Υιοθεσίας». Προσθέτει δε ότι «το πληροφοριακό σύστημα, είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο το οποίο μας επιτρέπει να γνωρίζουμε για κάθε παιδί που ζει σε ίδρυμα ποιο είναι το πλάνο οικογενειακής αποκατάστασής του. Έτσι, διασφαλίζουμε πως τα παιδιά δεν παραμένουν για χρόνια κλεισμένα σε ιδρύματα αλλά συνδέονται με οικογένειες. Μια από τις πρώτες μου προτεραιότητες στο υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας ήταν η αναβάθμιση του πληροφοριακού συστήματος ώστε να είναι πιο λειτουργικό και να διευκολυνθούν οι συνδέσεις μεταξύ υποψηφίων θετών και αναδόχων γονέων και παιδιών προς αναδοχή και υιοθεσία που ζουν σε ιδρύματα».
Οι προϋποθέσεις για υιοθεσία και αναδοχή
Όπως διευκρινίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Σοφία Ζαχαράκη, «υιοθεσία δύναται να πραγματοποιηθεί είτε από ένα άτομο μεμονωμένα, είτε από ένα έγγαμο ζευγάρι. Το άτομο το οποίο θα υιοθετήσει, πρέπει να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις για να κριθεί κατάλληλο για υιοθεσία. Οι προϋποθέσεις αυτές αναφέρονται ρητά στον Αστικό Κώδικα». Κάποιες απ’ τις προϋποθέσεις, που αξίζει να αναφερθούν, είναι οι εξής: Ο θετός γονέας πρέπει να έχει συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας του και να μην έχει υπερβεί το 60ο έτος της ηλικίας του. Σε περίπτωση υιοθεσίας και από τους 2 συζύγους, τουλάχιστον ο ένας από τους θετούς γονείς θα πρέπει να μην έχει συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του. Μια ακόμα προϋπόθεση είναι πως η ελάχιστη διαφορά ηλικίας μεταξύ του θετού γονέα και του τέκνου είναι 18 χρόνια και η μέγιστη 50 χρόνια.
Όσον αφορά την αναδοχή, αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί, σύμφωνα με την υπουργό, είτε από ένα άτομο μεμονωμένα, είτε από ένα έγγαμο ζευγάρι, είτε από άτομα σε σύμφωνο συμβίωσης. Οι υποψήφιοι ανάδοχοι γονείς θα πρέπει να έχουν συμπληρώσει τα 25 έτη και δεν θα πρέπει να έχουν υπερβεί τα 75 έτη. Επίσης, θα πρέπει να έχουν διαφορά ηλικίας από το αναδεχόμενο παιδί από 18 έως 60 έτη. Η κ. Ζαχαράκη αποσαφηνίζει ότι «το όριο ηλικίας για να γίνει κανείς ανάδοχος γονέας αυξήθηκε προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα σε μεγαλύτερης ηλικίας ζευγάρια να γίνουν ανάδοχοι γονείς εφήβων καθώς έχει παρατηρηθεί ιδιαίτερα περιορισμένο ενδιαφέρον για αναδοχή παιδιών άνω των 12 ετών. Η αναδοχή όμως, κατά βάση, είναι ένας θεσμός παιδικής προστασίας που λειτουργεί ως ένα μεταβατικό στάδιο έως ότου να αρθούν οι παθογένειες που οδήγησαν στην απομάκρυνση του παιδιού από την φυσική του οικογένεια παρέχοντας ένα ασφαλές περιβάλλον για την ανατροφή και ανάπτυξη του ανηλίκου».
Εδώ, πρέπει να επισημανθεί ότι οι ανάδοχοι γονείς ναι μεν έχουν την πραγματική φροντίδα ενός ανηλίκου, χωρίς όμως να μεταβάλλονται οι νομικές σχέσεις του παιδιού με τη φυσική του οικογένεια.
Δικλείδες Ασφαλείας
Το θέμα της ασφάλειας του παιδιού στο περιβάλλον της νέας οικογένειας του είναι αρκετά λεπτό. «Αρχικά», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Ζαχαράκη, «πρέπει να τονίσουμε πως η ένταξη ενός παιδιού το οποίο ζει σε ίδρυμα σε μια οικογένεια ακολουθεί μια σταδιακή και πολύ συγκεκριμένη διαδικασία. Η διαδικασία ξεκινά από αυτό που ονομάζουμε κοινωνική έρευνα και ουσιαστικά πρόκειται για την αξιολόγηση των υποψηφίων γονέων από τους κοινωνικούς λειτουργούς των περιφερειών και των κέντρων κοινωνικής πρόνοιας. Μετά την ολοκλήρωση της κοινωνικής έρευνας η οποία εγκρίνει πως ο υποψήφιος είναι σε θέση να αναλάβει τη φροντίδα ενός παιδιού, οι υποψήφιοι γονείς εντάσσονται στα Εθνικά Μητρώα Υποψηφίων Θετών ή Αναδόχων Γονέων ώστε να συνδεθούν με κάποιο από τα παιδιά που διαμένουν σε ιδρύματα».
Στη συνέχεια, η κ. Ζαχαράκη μας ενημερώνει διεξοδικά ότι «εκκινεί η διαδικασία της σύνδεσης των υποψηφίων γονέων με το παιδί μέσω του πληροφοριακού συστήματος αναδοχής και υιοθεσίας. Μετά την αρχική σύνδεση ενός παιδιού με υποψηφίους γονείς, ξεκινά η σταδιακή γνωριμία του παιδιού με τους υποψήφιους γονείς, εφόσον υπάρχει η σύμφωνη γνώμη του φορέα που φιλοξενεί το παιδί, του κοινωνικού λειτουργού των υποψηφίων γονέων και πρωτίστως η σύμφωνη γνώμη του ίδιου του παιδιού για να προχωρήσει η σύνδεση».
Έτσι, εφόσον υπάρχει η σύμφωνη γνώμη των τριών μερών ξεκινά η περίοδος προσαρμογής του παιδιού στη νέο του οικογενειακό περιβάλλον. Όπως αναφέρει η υπουργός «κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου ο φορέας εποπτείας της αναδοχής ή της υιοθεσίας οργανώνει επισκέψεις με ή χωρίς προειδοποίηση, τουλάχιστον μία φορά το μήνα και εκτάκτως, στην οικογένεια για να διαπιστώνει τους όρους διαβίωσης και ανατροφής του ανηλίκου. Όσον αφορά την αναδοχή, ο Φορέας εποπτείας συντάσσει και αποστέλλει ανά εξάμηνο στον αρμόδιο Εισαγγελέα Ανηλίκων έκθεση, σχετικά με τις δράσεις του, εκτός αν προκύψει ανάγκη για έκτακτη ενημέρωσή του, οπότε τον ενημερώνει αμελλητί. Αντίγραφο της έκθεσης αναρτάται στο αρχείο του Εθνικού Μητρώου Εγκεκριμένων Αναδοχών. Αντίστοιχα, προβλέπεται εποπτεία και των υιοθεσιών και μάλιστα και για 3 χρόνια μετά την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης υιοθεσίας».
Η υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας υπογραμμίζει ότι «με διάταξη που ψηφίστηκε στο πρώτο νομοσχέδιο του ΥΚΟΙΣΟ, διασφαλίζεται και διευκολύνεται ακόμη περισσότερο η διενέργεια της κοινωνικής έρευνας για τις υιοθεσίες και αναδοχές. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση που η κοινωνική υπηρεσία που είναι αρμόδια αδυνατεί να τη διεξαγάγει έχει τη δυνατότητα να το δηλώσει αιτιολογημένα στην αρμόδια Γενική Γραμματεία Δημογραφικής και Στεγαστικής Πολιτικής μέσα σε 15 ημέρες. Στην περίπτωση αυτή, ανατίθεται η διεξαγωγή της έρευνας σε άλλη κοινωνική υπηρεσία στον τόπο κατοικίας των υποψήφιων γονέων ή και σε άλλη κοινωνική υπηρεσία σε διπλανή περιφερειακή ενότητα αλλά εντός της ίδιας Περιφέρειας. Εφόσον και αυτό δεν καθίσταται εφικτό, σε πραγματογνώμονα κοινωνικό λειτουργό, εκπαιδευμένο σε θέματα αναδοχής και υιοθεσίας από τους φορείς εποπτείας, εγγεγραμμένο στον ειδικό κατάλογο πιστοποιημένων κοινωνικών λειτουργών που τηρεί ο Σύνδεσμος Κοινωνικών Λειτουργών (Σ.Κ.Λ.Ε.)».
Τέλος, η Σοφία Ζαχαράκη θέλοντας να τονίσει την ουσιαστική διάσταση του ζητήματος ανέφερε πως «στόχος μας είναι η πρόληψη ώστε να αποφευχθεί η ιδρυματοποίηση των παιδιών. Θέλουμε να καταστεί η Ελλάδα μια υποστηρικτική χώρα για τους νέους γονείς και τα παιδιά τους. Η υποστήριξη αυτή πρέπει να είναι αδιάλειπτη και να μην υπάρχει ασυνέχεια και αποσπασματικότητα στον τρόπο που λειτουργούν οι κοινωνικές υπηρεσίες».