Το ερώτημα αν συμφωνούν με τους πιστωτές και τις απαιτήσεις τους και ζητούν από την κυβέρνηση να τις εφαρμόσει χωρίς αντίρρηση ή αν συμμερίζονται την άποψη ότι η ελληνική οικονομία δεν αντέχει άλλα υφεσιακά μέτρα ούτε ο ελληνικός λαός άλλες θυσίες και θα πρέπει να γίνει σκληρή διαπραγμάτευση και να μην υπάρξει υποχώρηση από κινήσεις όπως το νομοσχέδιο για την ανθρωπιστική κρίση, αναμένεται να θέσει στα κόμματα της αντιπολίτευσης ο Πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της έκτακτης συζήτησης για την δανειακή σύμβαση και τις διαπραγματεύσεις. Η συζήτηση, την οποία ζήτησε ο Αλέξης Τσίπρας, εκτιμάται ότι θα κινηθεί σε υψηλούς τόνους, με δεδομένες τις διαφωνίες και τις επικρίσεις που έχει εκφράσει η αντιπολίτευση, ενώ οπωσδήποτε την ατμόσφαιρα καθιστά ακόμη πιο εκρηκτική η παρατεινόμενη χρηματοδοτική ασφυξία.
Περαιτέρω ένταση αναμένονται να προκαλέσουν και πληροφορίες από ανώνυμους (πάλι) Ευρωπαίους αξιωματούχους οι οποίοι υποστήριζαν ότι η συζήτηση στο Brussels Group κατά την διάρκεια του Σαββατοκύριακου κύλησε σε καλό κλίμα αλλά αφορούσε περισσότερο τις «αρχές» επί των οποίων κινούνται οι προτάσεις μεταρρυθμίσεων της Αθήνας και όχι τις ίδιες τις μεταρρυθμίσεις. Και αυτό γιατί εκτός του ότι, για μια ακόμη φορά, ο πολυσέλιδος (35 σελίδες) κατάλογος δεν περιείχε εντελώς ποσοτικοποιημένες και κοστολογημένες προτάσεις, επιπλέον δεν είχε συζητηθεί σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων στην Αθήνα προκειμένου να γίνει η πρώτη «πρακτική» αξιολόγηση των προτάσεων και στη συνέχεια να ενημερωθεί σχετικά το Brussels Group.
Με απλά λόγια, αυτό σημαίνει, εφόσον ισχύουν οι πληροφορίες αυτές, ότι στις Βρυξέλλες έγινε μια πρώτη ανταλλαγή απόψεων επί των ελληνικών προτάσεων, με την ελληνική πλευρά να παραθέτει αναλυτικά και ποια μέτρα αποκλείεται να δεχτεί, ποια μέτρα συζητά και ποια μέτρα δέχεται σε σχέση με το προηγούμενο πρόγραμμα. Η συζήτηση επί των αριθμών, όμως, αναμένεται να γίνει στην Αθήνα, ανάμεσα στους τεχνικούς συμβούλους και στους αρμόδιους αξιωματούχους των ελληνικών υπουργείων, καθώς στις συναντήσεις αυτές θα εξεταστούν με «νούμερα» οι ελληνικές προτάσεις, και η γνωμοδότηση αυτή θα μεταφερθεί στο Brussels Group.
Στο πλαίσιο αυτό, προφανώς, εντάσσεται και η δήλωση του εκπροσώπου του γερμανικού Υπουργού Οικονομικών, Μάρτν Γιέγκερ, σύμφωνα με την οποία ούτε η Γερμανία ούτε κάποιος άλλος εταίρος έχει λάβει τον κατάλογο με τις ελληνικές μεταρρυθμίσεις.
Εξαρχής φαίνεται ότι Αθήνα και πιστωτές διαφωνούν, βασικά, σε τρία βασικά νούμερα: στο ύψος της ανάπτυξης, στο ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος και κατά συνέπεια στο ύψος του πακέτου μέτρων που θα πρέπει να συμφωνηθεί για να κλείσει το δημοσιονομικό κενό του 2015. Σημειώνεται ότι λίγο πολύ σε αυτά τα σημεία διαφωνούσαν οι πιστωτές και με την προηγούμενη κυβέρνηση. Η τωρινή κυβέρνηση έχει καταθέσει προτάσεις που στοχεύουν στην είσπραξη 2,5 – 3,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ο στόχος αυτός, όμως, αμφισβητείται από τους πιστωτές καθώς εκτιμούν ότι δεν θα υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα αλλά πιθανότατα έλλειμμα αλλά και ότι τα μέτρα που προτείνει η κυβέρνηση δεν έχουν «σίγουρο» δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Για το θέμα τοποθετήθηκε και ο Υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης, με αφορμή δήλωση που είχε καταθέσει ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας κ. Αυγεράκης, λέγοντας ότι οι στόχοι του προϋπολογισμού του 2015 έχουν σχεδιαστεί με βάση τους δείκτες και τις εκτιμήσεις που υπήρχαν όταν εκπονήθηκε και δεν αποκλείεται οι στόχοι του προϋπολογισμού ν’ αλλάξουν προκειμένου να εναρμονιστούν με το ό,τι αποφασιστεί με τους πιστωτές στις διαβουλεύσεις.
Το βέβαιο είναι ότι με τον ρυθμό αυτό η όποια συνεδρίαση του Eurogroup που θα μπορούσε να δώσει το «πράσινο φως» για εκταμίευση χρημάτων μετατίθεται για την επόμενη εβδομάδα με την ημερομηνία πλέον της 9ης Απριλίου να είναι «βραχνάς» για την Αθήνα καθώς θα πρέπει ν’ αποπληρώσει λίγο λιγότερο από μισό δισεκατομμύριο στο ΔΝΤ και ν’ ακολουθούν οι ημερομηνίες 14 και 17 Απριλίου όταν λήγουν δύο εκδόσεις εντόκων γραμματίων συνολικού ύψους 2,4 δισεκατομμυρίων ευρώ.