Κεντροαριστερά: Δεν βρήκαν «αντίπαλο του Μητσοτάκη» - Τους… βραχυκύκλωσε και η παρουσία Κασσελάκη

Ολοκληρώθηκε λίγο μετά τις 20:30 η εκδήλωση «Απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη, ποιος; Μία συζήτηση που επείγει» που διοργλανωσε η «Εφημερίδα των Συντακτών» στο θέατρο «Άλφα Ληναίος – Φωτίου» για το μέλλον της Κεντροαριστεράς με ομιλητές τον Διονύση Τεμπονέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ, τον Μανώλη Χριστοδουλάκη από το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και την Έφη Αχτσιόγλου από τη Νέα Αριστερά.

Τις εντυπώσεις έκλεψε ωστόσο, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Στέφανος Κασσελάκης, ο οποίος εμφανίστηκε απροειδοποίητα «σαρώνοντας» επικοινωνιακά το γεγονός προκαλώντας μάλιστα έντονες αντιδράσεις από τους παρευρισκομένους, όπως χειροκροτήματα και γιουχαΐσματα. Η εμφάνιση Κασσελάκη αποτέλεσε έκπληξη καθώς κεντρικά η Κουμουνδούρου είχε προσπαθήσει τα προηγούμενα 24ωρα να υποβαθμίσει την εκδήλωση.

Από την συζήτηση ωστόσο δεν προέκυψε κάποιο πολιτικό αποτέλεσμα που θα αποτελέσει καταλύτη των εξελίξεων στον ευρύτερο χώρο, όπως φάνηκε και από τις δηλώσεις που ακολούθησαν μετά το πέρας της εκδήλωσης. Στο πλαίσιο αυτό, απάντηση για το «ποιος θα είναι απέναντι στον Μητσοτάκη» δεν δόθηκε στην εκδήλωση.

Μετά το πέρας της εκδήλωσης ο κ. Χριστοδουλάκης σημείωσε πως ήταν θετικό το γεγονός πως υπήρχε μεγάλη συμμετοχή γιατί είναι φανερό πως υπάρχει ανάγκη στην κοινωνία να καλυφθεί το κενό ανάμεσα στην Κεντροαριστερά και στη Νέα Δημοκρατία. «Οφείλουμε πάνω από τα πρόσωπα να βάλουμε την πολιτική μας, τις θέσεις μας, τις ιδέες μας και οφείλουμε να δώσουμε την μάχη των ιδεών με αυτοπεποίθηση και η μάχη αυτή θα είναι τελικά νικηφόρα», είπε μεταξύ άλλων ενώ τόνισε πως ο αγώνας αυτός οφείλει να λαμβάνει υπόψιν ιστορία, αρχές και αξίες που μόνο το ΠΑΣΟΚ και η Δημοκρατική Παράταξη μπορούν να εκφράσουν και να εκπροσωπήσουν σήμερα.

Από την πλευρά της η Έφη Αχτσιόγλου σημείωσε πως η προσέλευση του κόσμου δείχνει το έντονο ενδιαφέρον του κόσμου για το ποια πολιτική δύναμη μπορεί να σταθεί απέναντι στην πολιτική της Νέας Δημοκρατίας η οποία δημιουργεί αδιέξοδα σε μεγάλη μερίδα του κόσμου. Η κυρία Αχτσιόγλου δε σχολίασε πως ήταν δικαίωμά του του κ. Κασσελάκη να παρευρεθεί και το έκανε. Έκανε δε ειδική μνεία σε μία αναφορά του κ. Τεμπονέρα λέγοντας πως ανοίγει περιθώρια διαλόγου. «Μία τοποθέτηση που να αφορά στην κοινωνική κινητοποίηση και την ανάγκη να υπάρχει γρήγορα και άμεσα η οργάνωση», είπε και συνέχισε αναφέροντας τον κ. Χριστοδουλάκη σχετικά με προγραμματικά ζητήματα στα οποία μπορούν να υπάρχουν συγκλίσεις.

Ο κ. Τεμπονέρας ρωτήθηκε ειδικά για την παρουσία του κ. Κασσελάκη λέγοντας πως ο ίδιος δεν είχε ενημερωθεί. Όπως έγινε γνωστό, ο Διονύσης Τεμπονέρας έστειλε το πρωί της Τρίτης πρόσκληση στον Στέφανο Κασσελάκη για να παραστεί στην εκδήλωση όπως επίσης και στους δύο γραμματείς της εκδήλωσης Ράνια Σβίγκου και Γιώργου Βασιλειάδη οι οποίοι δεν παρεβρέθηκαν.

«Έχω εδώ εκπρόσωπό μου»

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να μην απευθύνει χαιρετισμό στην εκδήλωση που είχε ως κεντρικό θέμα «Απέναντι στον Μητσοτάκη, ποιος; Μια πειστική απάντηση». Όταν ο συντονιστής της συζήτησης  Δημήτρης Τερζής πρότεινε να του δοθεί ο λόγος, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ απάντησε: «Έχω τον εκπρόσωπό μου, τον Διονύση».

Ο Θόδωρος Μαργαρίτης που καθόταν δίπλα από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ επικρότησε μάλιστα την απόφαση Κασσελάκη λέγοντας στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ: «Σωστά δεν μιλάς».

Δείτε φωτογραφίες από την αποχώρηση του Στέφανου Κασσελάκη

Η άφιξη Κασσελάκη με χειροκροτήματα και γιουχαΐσματα

Νωρίτερα, ανάμεικτα ήταν τα συναισθήματα των παρισταμένων όταν αντιλήφθηκαν την παρουσία του Στέφανου Κασσελάκη στην εκδήλωση. Κάποιοι τον χειροκρότησαν και άλλοι τον αποδοκίμασαν με τους διοργανωτές να συνιστούν… ψυχραιμία.  Ο συντονιστής της συζήτησης, Δημήτρης Τερζής όπως και η Έφη Αχτσιόγλου που είχε ξεκινήσει την ομιλία της, καλωσόρισαν τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ.


Η εκδήλωση

Με τη διαπίστωση ότι υπάρχει « ένα κενό πολιτικής εκπροσώπησης των κοινωνικών δυνάμεων που πλήττονται από την πολιτική της ΝΔ» ξεκίνησε την ομιλία της η Ε. Αχτσιόγλου, τονίζοντας όμως ότι αυτό το κενό δεν περιμένει έναν « χαρισματικό ηγέτη » για να το καλύψει.

« Για εμάς προηγείται η κοινωνική απεύθυνση, η ταξική απεύθυνση από τις αόριστες αναφορές σε μια δημοκρατική παράταξη που ερήμην πολιτικών προϋποθέσεων πρέπει να ενωθεί για να αντιμετωπίσει τη Δεξιά », υπογράμμισε η Ε. Αχτσιόγλου, προσθέτοντας ότι « για να μπορέσουν αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις να συνασπισθούν και να εκφραστούν πολιτικά με συγκροτημένο τρόπο, άρα και με λόγο που μπορεί να γίνει κυρίαρχος, απαιτούνται μια σειρά από πολιτικές προϋποθέσεις που αφορούν πρωτίστως την στρατηγική, το πρόγραμμα, τις θέσεις, τις διεκδικήσεις και δευτερευόντως τα πρόσωπα ».

« Αυτός ο πολιτικός χώρος που θα καταφέρει να ενοποιήσει τις κοινωνικές δυνάμεις κατά τη γνώμη μου δεν βρίσκεται ούτε στο σημερινό ΠΑΣΟΚ ούτε στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ », τόνισε η ίδια, ξεκαθαρίζοντας, ωστόσο, ότι υπάρχουν στο « εσωτερικό » των κομμάτων « δυνάμεις » που « μπορούν να κάνουν το βήμα ».

Εξάλλου, πρόσθεσε ότι « ο πολιτικός χρόνος δεν υπακούει στη λογική του ώριμου φρούτου », σχολιάζοντας ότι « ειδικά αυτή τη στιγμή κάθε παράταση της στασιμότητας οδηγεί στο σάπισμα » και κάνοντας λόγο για « υποχρέωση » όλων να αναλάβουν την « ευθύνη » που τους αναλογεί.

Κλείνοντας την ομιλία της, η Ε. Αχτσιόγλου είπε πως « υπάρχουν ελπιδοφόρα παραδείγματα κοινωνικών συμμαχιών » , όπως το αγροτικό ή το φοιτητικό κίνημα και τάχθηκε υπέρ των « συνεργασιών » και όχι των « συγχωνεύσεων », δηλαδή της διατήρησης της « πολιτικής αυτονομίας » της Αριστεράς.

Ο Μ. Χριστοδουλάκης σημείωσε από την πλευρά του ότι είναι « υποχρεωμένοι » οι εκπρόσωποι του προοδευτικού κόσμου να « συζητήσουν », αναγνωρίζοντας ότι υπάρχουν δύο κίνδυνοι, αφενός να αφεθεί η « ακροδεξιά » να γίνει ο μοναδικός αντίπαλος της « δεξιάς » και αφετέρου να συνεχιστεί η « υφιστάμενη κυβερνητική πολιτική » που έχει « συγκεκριμένο πρόσημο και προτεραιότητες ».

« Σήμερα δεν είναι απλώς ανάγκη ή ευκαιρία αλλά υποχρέωση του προοδευτικού χώρου να παρουσιάσει μια εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης απέναντι στην ΝΔ », είπε χαρακτηριστικά, τονίζοντας παράλληλα ότι για να γίνει αυτό είναι αναγκαία η « ιστορική συνέχεια » που φέρει μόνο η « δημοκρατική παράταξη ».

« Δεν μπορούμε να χαρίσουμε ούτε το κέντρο ούτε την αξιοπρέπεια της μεσαίας τάξης στη ΝΔ », συνέχισε ο ίδιος, ξεκαθαρίζοντας, ωστόσο, ότι « αυτή η πολιτική δεν μπορεί να δομηθεί στη λογική του αντί ».
« Δεν μπορούμε να πούμε ότι είστε κατά του κ. Μητσοτάκη, ελάτε μαζί μας. Δεν αθροίζουμε αγανακτήσεις, θυμό και απογοήτευση. Οφείλουμε να πούμε ποιοι είμαστε εμείς και ποια η ιδεολογική μας βάση, ως σύγχρονη ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία », σημείωσε, ενώ αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες αρχές της σοσιαλδημοκρατία, όπως η « ανοιχτή » και όχι « ελεύθερη » οικονομία, ο « πολιτικός φιλελευθερισμός » και « το κοινωνικό κράτος ». 
« Δε συζητάμε επουδενί για συνενώσεις κομμάτων και συνεννοήσεις σε κλειστές αίθουσες », είπε μεταξύ άλλων, υπογραμμίζοντας πως « οφείλουμε να επιδιώξουμε συγκλίσεις » σε επίπεδο κοινωνικής βάσης, κινημάτων, αλλά και προγραμμάτων. « Να έχουμε το θάρρος να βγουμε μπροστά σε αυτά που συμφωνούμε, απέναντι στη ΝΔ να προτάξουμε θέσεις, ιστορία, ιδέες, αρχές, αξίες », σημείωσε, ενώ τόνισε πως αυτό θα γίνει « με το ΠΑΣΟΚ και τη δημοκρατική παράταξη σε ρόλο πρωταγωνιστή ».

Στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ απευθύνθηκε αρχικά ο Διονύσης Τεμπονέρας, λέγοντας ότι με την παρουσία του στην εκδήλωση, « αποδεικνύει πως δεν μπορεί να γίνεται μια συζήτηση που να αφορά τον προοδευτικό χώρο και να λείπει ο ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ » και ότι « αυτή η συζήτηση δεν αφορά μόνο πρόσωπα αλλά κόμματα ».
Ο Δ. Τεμπονέρας αναφέρθηκε στην « αγωνία της προοδευτικής βάσης » και την ανάγκη « για μια ρεαλιστική διέξοδο », σχολιάζοντας πως γύρω από τον πρωθυπουργό « συσπειρώνεται ένα επιχειρηματικό και πολιτικό σύστημα εξουσίας που χτίζεται με τη λογική ενός ακραίου αντιδραστικού νεοφιλελεύθερου αφηγήματος ».

« Ο μεσσιανισμός στη συγκυρία αλλά και ο αλληλοσπαραγαμός του δημοκρατικού κόσμου δεν βοηθά σε μια στρατηγική εξόδου », σημείωσε, τονίζοντας ότι « το ορθό ερώτημα δεν είναι ποιος αλλά πώς απέναντι σε αυτό το αντιλαϊκό πολιτικό σύστημα είναι ανάγκη να συγκροτηθεί ένα πλατύ μέτωπο δημοκρατίας ». Όπως ανέφερε, αυτό θα συγκροτηθεί με τη συμμετοχή της κοινωνίας και των κομμάτων που αυτοπροσδιορίζονται στον προοδευτικό χώρο διατηρώντας την « πολιτική τους αυτοτέλεια και φυσιογνωμία ».

Εκφράζοντας τη διαφωνία του με τους « συντρόφους » του που αποχώρησαν από το ΣΥΡΙΖΑ, υπογράμμισε πως « χρειαζόμαστε πρόσθεση και όχι αφαίρεση ». « Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλίες ανασύνταξης χωρίς ίχνος μικροκομματικής ιδιοτέλειας », συνέχισε ενώ τόνισε πως « η λύση μπορεί να προέλθει μέσα από έναν κοινωνικά ισχυρό ΣΥΡΙΖΑ » και ότι ο Στ. Κασσελάκης « έχει την εντολή αλλά και την ευθύνη να φέρει πάλι το ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνητική τροχιά ». « Τα κόμματα του προοδευτικού χώρου είναι υποχρεωμένα να προχωρήσουν άμεσα σε συμπράξεις απέναντ στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα », είπε και κατέληξε: « δεν θα ψήσουμε να μπει η αριστερά στο περιθώριο ».

Οι αφίξεις

Προσερχόμενος στην εκδήλωση ο Διονύσης Τεμπονέρας είχε αναφέρει στις τηλεοπτικές κάμερες: «Είμαστε εδώ να συζητήσουμε δημόσια και στο φως αυτό που συζητάει η κοινωνία. Τη σύγκλιση των προοδευτικών δυνάμεων. Θέλουμε να θέσουμε το σωστό ερώτημα, όχι απέναντι στον Μητσοτάκη, «ποιος», αλλά «πώς». Είμαστε εδώ για να δώσουμε ελπίδα στον προοδευτικό κόσμο». Κληθείς να απαντήσει στην ερώτηση ότι οι σημερινές συνομιλίες γίνονται με αυτούς που διέσπασαν την Αριστερά απάντησε ότι η ιστορία της Αριστεράς στην Ελλάδα δεν είναι μόνο οι διασπάσεις αλλά και οι μεγάλες συνθέσεις.

Δείτε τις δηλώσεις Τεμπονέρα

«Είμαι υπέρ του διαλόγου, της συζήτησης και της αναζήτησης. Μπορούν να γίνουν πολλά πράγματα σε πολλά επίπεδα. Εμείς η Νέα Αριστερά θα χτίσουμε τη δική μας ταυτότητα, πάνω στις δικές μας αξίες», ανέφερε μεταξύ άλλων ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.

Είμαστε ανοιχτοί στον διάλογο και δεν θέλω να σχολιάσω τα εσωκομματικά άλλων κομμάτων ανέφερε στις δηλώσεις της η Έφη Αχτσιόγλου. Πρόσθεσε επίσης ότι το βασικό ζητούμενο είναι να συζητήσουμε για το πως θα υπάρξει απάντηση στις πολιτικές της Δεξιάς που έχουν δημιουργήσει ένα σύνολο αδιεξόδων για μια πολύ μεγάλη μερίδα των συμπολιτών μας. «Μπορούμε λοιπόν να συζητήσουμε για το πως βλέπουμε τα περιθώρια να υπάρξει μια απάντηση κοινωνική και πολιτική» ανέφερε.

Ο Μανώλης Χριστοδουλάκης προσερχόμενος στο θέατρο «Άλφα» δήλωσε: «Προσερχόμαστε με την αυτοπεποίηθηση των ιδεών μας, τη δύναμη των ιδεών του ΠΑΣΟΚ. Δεν συζητάμε για πρόσωπα αλλά για πολιτικές που μπορούν να δώσουν λύθσεις στις αγωνίες του κόσμου».

Από τη Νέα Αριστερά εκτός από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο και την κα Αχτσιόγλου στην εκδήλωση είναι οι Κώστας Πουλάκης και Ανδρέας Νεφελούδης. Από τον ΣΥΡΙΖΑ οι Γιάννης Δραγασάκης, Αντώνης Κοτσακάς και Χάρης Τσιόκας.

Η τοποθέτηση της Έφης Αχτσιόγλου στη συζήτηση που διοργάνωσε η ΕΦΣΥΝ

«Θα ήθελα να ευχαριστήσω την ΕΦΣΥΝ για την πρόσκληση σε αυτή τη συζήτηση η οποία από τον τίτλο της ακόμα υπαινίσσεται μια σχεδόν πανθομολογούμενη πραγματικότητα: ότι αυτή τη στιγμή υφίσταται ένα κενό πολιτικής εκπροσώπησης των κοινωνικών δυνάμεων, των κοινωνικών τάξεων καλύτερα, που πλήττονται από τη δεξιά πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ. Και το κενό αυτό δεν αφορά πρωτίστως πρόσωπα. Αυτό το «ποιος;» του τίτλου θα έπρεπε να διαβαστεί ή να ερμηνευτεί ως «ποια πολιτική δύναμη;» και «με ποιο πολιτικό σχέδιο;» μπορεί να αντιμετωπίσει την κυβέρνηση της Δεξιάς, την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη; Αυτό είναι το κύριο ερώτημα. Όχι το ερώτημα που αφορά τα πρόσωπα πέρα κι έξω από πολιτικές, πέρα κι έξω από στρατηγικές επιλογές, πέρα από κοινωνικές, ταξικές αναφορές.

Και είναι με αυτόν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το ερώτημα αυτό εμείς στη Νέα Αριστερά και για αυτό βρίσκομαι σήμερα εδώ δίχως δεύτερες σκέψεις. Γιατί για αυτόν ακριβώς τον λόγο ιδρύσαμε αυτόν τον φορέα: επειδή αναγνωρίσαμε αυτό το κενό πολιτικής εκπροσώπησης. Κενό που έχει πολιτικές και ιδεολογικές αιτίες.

Και φυσικά αυτό το κενό, προς απογοήτευση διαφόρων δημοσιολογούντων, δεν έχει να κάνει με την υποτιθέμενη έλλειψη ενός χαρισματικού ηγέτη που θα ενώσει δήθεν με τη λάμψη του και ερήμην της πολιτικής μια δημοκρατική παράταξη που δήθεν ήδη υπάρχει εκεί έξω και περιμένει απλώς να βρει την έκφρασή της σε αυτό το πρόσωπο.

Εξάλλου, όλα αυτά τα έχουμε χιλιοακούσει και αποδείχτηκε από τα πράγματα ότι δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, καμία σχέση με την πραγματική ζωή.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από την πραγματική ζωή. Τι είναι αλήθεια αυτό που ορίζει σήμερα την πολιτική συγκυρία; Αν δεν αναγνωρίσουμε ρεαλιστικά τη συνθήκη και δεν τη δούμε κατάματα, δεν θα μπορέσουμε να συζητήσουμε τις δυνατότητες και τις προϋποθέσεις υπέρβασής της.

Επικρατεί σήμερα στον ευρύτερο προοδευτικό, δημοκρατικό χώρο η αντίληψη ότι η διακυβέρνηση της ΝΔ, η διακυβέρνηση Μητσοτάκη συνίσταται απλώς στη διευθέτηση της ροής του δημόσιου χρήματος για την εξυπηρέτηση «πέντε οικογενειών και δέκα επιχειρήσεων, των φίλων του Μαξίμου». Η αντίληψη αυτή, παρότι έχει μια δόση αλήθειας, εντούτοις όχι απλώς δεν εξαντλεί την πολιτική της ΝΔ αλλά τελικά καταλήγει να παραγνωρίζει κρίσιμες, τις πιο κρίσιμες πτυχές της και τη στρατηγική συνθετότητά της.

Διότι αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι κάτι τελείως διαφορετικό: Δεν είναι πέντε οικογένειες που «τα τρώνε». Η ΝΔ είναι στην παρούσα συγκυρία ο πολιτικός εκφραστής των κερδισμένων της αγοράς, των κοινωνικών εκείνων τάξεων και μερίδων τάξεων που ενισχύουν τη θέση τους μέσα σε έναν νέο οικονομικό κύκλο που άνοιξε στη χώρα μετά την έξοδο από τα μνημόνια.

Είναι ο Μητσοτάκης και η ΝΔ, δηλαδή, ο πολιτικός εκφραστής ενός μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων, ενός νέου συνασπισμού εξουσίας που κατά κανέναν τρόπο δεν εξαντλείται σε πέντε οικογένειες όπως θέλει ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Διότι η ελληνική οικονομία παρά τα διαχρονικά της προβλήματα έχει μπει σε έναν ιστορικό κύκλο που χαρακτηρίζεται από μια σχετική ανάκαμψη, όχι εντυπωσιακή αλλά πάντως ανάκαμψη.
Και είναι ακριβώς μέσα σε αυτόν τον νέο οικονομικό κύκλο που η ΝΔ οργανώνει και εκφράζει/εκπροσωπεί πολιτικά αυτούς που προσδοκούν να κερδίσουν περισσότερα. Το έκανε αρχικά ως αντιπολίτευση και στη συνέχεια με την πολιτική της ως κυβέρνηση.

Εκφράζει και εκπροσωπεί αυτούς που κερδίζουν πράγματι όλο και περισσότερα μέσω της στρατηγικής της αντίστροφης αναδιανομής. Αυτός είναι ο πυρήνας της πολιτικής της. Υπηρετείται μέσα από την φορολογική πολιτική της, μέσα από την πολιτική της απέναντι στα δημόσια αγαθά (την υγεία, την παιδεία, την ενέργεια κλπ), μέσα από την πολιτική της στο κράτος και τον τρόπο που επιλέγει να παρεμβαίνει στην αγορά, μέσα από την πολιτική της στην αγορά εργασίας, μέσα από την πολιτική της για την πράσινη μετάβαση.

Μια εικόνα περιγράφει ίσως με ξεκάθαρο τρόπο αυτή την πολιτική αναδιανομής. Την ώρα που η Ελλάδα έχει τον δεύτερο χαμηλότερο πραγματικό μισθό στον ΟΟΣΑ και το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ευρώπη, οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες σημειώνουν τα τελευταία χρόνια δυσθεώρητα κέρδη και η αυξητική τους τάση κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις στην Ευρώπη. Προσοχή, σε μια Ευρώπη που ούτως ή άλλως στην παρούσα ιστορική συγκυρία ορίζεται από πολιτικές διεύρυνσης των ανισοτήτων.

Και δεν θα πρέπει να ξαφνιαστείτε αν σας πω ότι οι κερδισμένοι της αγοράς αν και επ’ ουδενί δεν είναι κοινωνική πλειοψηφία, το αντίθετο, δεν είναι καθόλου λίγοι: κατασκευαστικές εταιρείες, τουριστικές εταιρείες, εταιρείες πληροφορικής, μεγάλες δικηγορικές εταιρείες, τεχνικά, λογιστικά γραφεία, ασφαλιστικές εταιρείες, εταιρείες συμβούλων, ιδιωτικές κλινικές και ιδιωτικά κολλέγια, ανώτερα και ανώτατα στελέχη του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, εταιρείες ενέργειας, διυλιστήρια, Τράπεζες, κάτοχοι μεσαίας και μεγάλης ακίνητης περιουσίας, πλουτίζουν στην κυριολεξία σε βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας και του κόσμου της μισθωτής εργασίας από αυτή την πολιτική της αντίστροφης αναδιανομής. Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια είναι μια πρωτοφανής μεταφορά πλούτου από τα κάτω προς τα πάνω, η οποία συγκροτεί όλους τους παραπάνω σε έναν νέο συνασπισμό εξουσίας που έχει ως πολιτικό του εκφραστή τη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αν κανείς σε αυτούς προσθέσει και τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της Δεξιάς, κυρίως λόγω συντηρητικών πεποιθήσεων σε ζητήματα δικαιωμάτων, άμυνας, μειονοτήτων κλπ, ένα κοινό του οποίου τα συντηρητικά αντανακλαστικά φρόντισε και με το παραπάνω να τροφοδοτήσει η ΝΔ τότε αποκτά μια εικόνα των κοινωνικών δυνάμεων που συγκροτούν το έδαφος της πολιτικής κυριαρχίας της Νέας Δημοκρατίας.

Αυτό είναι το κοινωνικό μπλοκ που έχει ήδη συγκροτηθεί σταθερά, το οποίο εκφράζει, εκπροσωπεί και υπέρ του οποίου παράγει πολιτική η ΝΔ.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, ποια πρέπει να είναι η απάντηση στην δυναμική αυτού του κοινωνικού πολιτικού μπλοκ ; Ποιο είναι το αντίπαλο δέος;
Είναι προφανές ότι η απάντηση καταρχάς δεν μπορεί να έρθει μέσω συγκολλήσεων κορυφής, μεταγραφών προσωπικοτήτων κλπ. Διότι κάτι τέτοιο, για να το πω απλά, είναι εντελώς εκτός θέματος. Μπερδεύουμε μήλα με πορτοκάλια.

Η απάντηση στη ΝΔ και στον Κυριάκο Μητσοτάκη πρέπει να έρθει από τη συγκρότηση του αντίπαλου κοινωνικού μπλοκ, του δικού μας συνασπισμού κοινωνικών δυνάμεων που αυτή τη στιγμή εκφράζονται πολιτικά με τρόπο διάσπαρτο και εξ αυτού του λόγου με τρόπο αποδυναμωμένο.

Αυτό όμως το μπλοκ των κοινωνικών δυνάμεων έχει πραγματικά κάθε λόγο να συγκροτηθεί και να συνενωθεί. Και για να προστατευθεί, πρωτίστως όμως για να πρωταγωνιστήσει. Να πρωταγωνιστήσει πολιτικά στο δικό του μέλλον. Με κεντρικό πυλώνα τις δυνάμεις της μισθωτής εργασίας, τους επισφαλείς, τη νέα εργατική βάρδια, τους νέους επιστήμονες, τους αυτοαπασχολούμενους, τη νεολαία των κινημάτων και των χαμηλών προσδοκιών, τους μικρούς αγρότες, τους επαγγελματίες που ζουν από την εργασία τους, όλους αυτούς που σήμερα υφίστανται τις συνέπειες της κρίσης του κόστους ζωής, της αυταρχικής δημοκρατίας, των αναδιαρθρώσεων στην αγορά εργασίας, την άλωση του κοινωνικού κράτους από κυριολεκτικά ανεξέλεγκτα ιδιωτικά συμφέροντα.

Επομένως και εδώ θέλω να σταθώ με ένταση καθαρότητα και σαφήνεια: για εμάς προηγείται η κοινωνική απεύθυνση, η ταξική απεύθυνση από τις αόριστες αναφορές σε μια δημοκρατική παράταξη που ερήμην πολιτικών προϋποθέσεων πρέπει να ενωθεί για να αντιμετωπίσει τη Δεξιά.
Για να μπορέσουν αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις να συνασπισθούν και να εκφραστούν πολιτικά με συγκροτημένο τρόπο, άρα και με λόγο που μπορεί να γίνει κυρίαρχος, απαιτούνται μια σειρά από πολιτικές προϋποθέσεις που αφορούν πρωτίστως την στρατηγική, το πρόγραμμα, τις θέσεις, τις διεκδικήσεις και δευτερευόντως τα πρόσωπα.

Διότι αυτές οι δυνάμεις που σήμερα δεν βρίσκουν πολιτική διεξόδου ή καλύτερα εξόδου από το καθεστώς Μητσοτάκη δεν ψάχνουν ένα πρόσωπο για να τις κατευθύνει. Ξέρουν και από μόνες τους ποιες στρατηγικές ατομικής επιβίωσης να ακολουθήσουν, αν πρόκειται μόνο περί αυτού.
Αυτές οι δυνάμεις είναι απογοητευμένες, ματαιωμένες από την πολιτική γενικά και την πολιτική της Αριστεράς ειδικότερα, αδρανείς ενίοτε αλλά διαρκώς ρευστές. Όπως σήμερα είναι διάσπαρτες έτσι αύριο μπορεί να ενοποιηθούν, γιατί πρόκειται για ένα διαρκώς κινούμενο πλήθος. Πώς μπορούν να ενοποιηθούν και να εκφραστούν πολιτικά κυρίαρχα;

Ορισμένες βασικές ελάχιστες προϋποθέσεις είναι οι εξής – ο διάλογος ασφαλώς είναι ανοιχτός:

1.Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτός ο συνασπισμός των κοινωνικών δυνάμεων δεν θα μπορέσει ούτε να συγκροτηθεί πολιτικά ούτε να εκφραστεί κυρίαρχα αν ακολουθούνται λογικές μέσου όρου. Θα πούμε αυτή τη θέση σήμερα για να καλύψουμε τους μεν, την άλλη θέση αύριο – κι ας είναι αντιφατική με την πρώτη- για να καλύψουμε τους δε, και να τα έχουμε καλά με όλους. Απαιτούνται σαφείς διαχωριστικές γραμμές και σαφείς πολιτικές και ταξικές επιλογές. Δεν είμαστε γενικώς και αορίστως με όλους. Είμαστε με την κοινωνική πλειονότητα που υφίσταται τις αρνητικές συνέπειες της κυβερνητικής πολιτικής αντίστροφης αναδιανομής. Και είναι ακριβώς για αυτόν τον λόγο που δεν μας αφήνει αδιάφορους το ζήτημα της διακυβέρνησης. Για όσους σήμερα είμαστε στη Νέα Αριστερά αυτό είναι απολύτως ξεκάθαρο. Έχουμε και οφείλουμε να έχουμε σαφή κοινωνική απεύθυνση. Η λογική του μέσου όρου και της τοποθέτησης με γνώμονα ένα θολό πολιτικό κόστος, οδήγησε σε τεράστια αποδυνάμωση αλλά και σε μεγάλη απογοήτευση των κοινωνικών στρωμάτων που ανέφερα πιο πάνω.

2.Ο συνασπισμός των κοινωνικών δυνάμεων δεν θα μπορέσει ούτε να συγκροτηθεί πολιτικά ούτε να εκφραστεί κυρίαρχα αν δεν δίνεται η ιδεολογική μάχη. Η Δεξιά στη χώρα εδώ και δεκαετίες δίνει συστηματικά την ιδεολογική μάχη, με τέτοια επιμονή μάλιστα ώστε να μπορεί να επαναφέρει αυτά που πριν λίγα χρόνια απορρίπτονταν από το κοινωνικό σύνολο, ως απολύτως εύλογα και λογικά σήμερα. Δείτε πχ το ζήτημα της ιδιωτικοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης. Οι αριστερές και κεντροαριστερές δυνάμεις συχνά αποφεύγουν να δώσουν τη μάχη αυτή με αποτέλεσμα να έχει επιτευχθεί μια κυριαρχία του δεξιού λόγου στην ελληνική κοινωνία.

3.Η στρατηγική πρέπει να είναι πλήρως και ολοκληρωτικά αντιπαραθετική με αυτή της Δεξιάς. Δεν μπορεί να είναι συναινετική σε κορυφαία ζητήματα. Δεν μπορεί να περπατάει στο δρόμο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης. Δεν είναι δυνατόν να εκφραστεί κυρίαρχα ο συνασπισμός των κοινωνικών τάξεων που προανέφερα με πολιτικές θέσεις που δίνουν χώρο στις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις και τις αντιθεσμικές μεταρρυθμίσεις της ΝΔ: είτε αυτές αφορούν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, είτε την επιστολική ψήφο. Ή με συναινέσεις στην κούρσα εξοπλισμών, τις πολεμικές επιχειρήσεις, την αντιμεταναστευτική και αντιπροσφυγική υστερία -όπως με την ατζέντα Ισλαμαμπάντ-, την άγρια καταστολή κινητοποιήσεων, υπό το φόβο του πολιτικού κόστους. Κι εδώ οφείλω να πω ότι και ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ και το σημερινό ΠΑΣΟΚ οδηγούνται συχνά σε τέτοιες συντηρητικές μετατοπίσεις έχοντας τη φαντασίωση ότι τη λύση θα δώσει ο μεσαίος χώρος. Και αυτό συμβαίνει λόγω ακριβώς της παραγνώρισης της στρατηγικής συνθετότητας της πολιτικής του αντιπάλου. Είναι όμως ακριβώς αυτές οι πολιτικές που έχουν οδηγήσει στη σημερινή πολιτική κρίση.

4.Εδώ βέβαια θέλει προσοχή: σε καμία περίπτωση δεν ισχυρίζομαι ότι η λύση είναι η άλλη φαντασίωση: ότι αρκεί να κλίνουμε τη φράση «ριζοσπαστική αριστερά» σε όλες τις πτώσεις για να μας ακολουθήσουν οι δυνάμεις αυτές στον δρόμο της συνέπειας και της ανυποχώρητης μάχης ή να προτείνουμε την πλέον ριζοσπαστική και παντελώς ανεφάρμοστη κάθε φορά θέση. Αυτό το κάνουν δυνάμεις τις εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς εδώ και χρόνια χωρίς να τελεσφορούν. Είναι μια δοκιμασμένη και μάλλον όχι ιδιαίτερα αποτελεσματική πολιτική στρατηγική της οποίας φορείς υπάρχουν πάμπολλοι στην Ελλάδα χωρίς να έχουν καταφέρει να εκφράσουν τα υλικά συμφέροντα των πολλών.

5.Ίσως όχι και τόσο αυτονόητο μετά τις εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος. Μιλάμε για πολιτική. Η πολιτική είναι κάτι το εξαιρετικά σοβαρό. Γιατί η πολιτική επηρεάζει τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Δεν παίζουμε με την πολιτική. Μεταξύ των αναγκαίων προϋποθέσεων λοιπόν για τη συγκρότηση της συμμαχίας των κοινωνικών δυνάμεων οφείλουμε πλέον να συμπεριλαμβάνουμε και τη στοιχειώδη πολιτική σοβαρότητα.

6.Ο πολιτικός διάλογος που εκ των πραγμάτων ανοίγει και στον οποίο ως Νέα Αριστερά έχουμε τη διάθεση να συμμετέχουμε μπορεί να γίνει εφόσον υπάρχουν στοιχειώδεις προγραμματικές προϋποθέσεις: εντελώς ενδεικτικά αναφέρω την υπεράσπιση της μισθωτής εργασίας με πολιτικές αύξησης των μισθών και καθολικής εφαρμογής κλαδικών ΣΣΕ χωρίς εξαιρέσεις, κατάργησης των επισφαλών μορφών εργασίας, μείωσης του χρόνου εργασίας και προαγωγής της θέσης των εργαζομένων στις νέες συνθήκες της αγοράς εργασίας με τις προκλήσεις που δημιουργούν η τεχνητή νοημοσύνη, η ψηφιακή εργασία κλπ. Τη θωράκιση των δημοσίων αγαθών ως τέτοιων, την αναβάθμιση της ποιότητάς τους και την πρόσβαση σε αυτά όλων των πολιτών ανεξαρτήτως καταβολών. Τούτο προφανώς σημαίνει τη μη ιδιωτικοποίηση των ΑΕΙ και τη μη συναίνεση σε αυτήν κατ΄ ουδένα τρόπο, όχι όπως έπραξε χθες ο κ. Ανδρουλάκης, ο οποίος είπε ότι δεν θα σταθεί εμπόδιο και ζήτησε αναθεώρηση του Άρθρου 16. Μια φορολογική πολιτική που θα αντιστρέψει την αναδιανομή που συντελείται τα τελευταία χρόνια και θα περιλαμβάνει ασφαλώς την έκτακτη φορολόγηση των υπερκερδών σε Τράπεζες, Ενέργεια, Διυλιστήρια και επαναφορά του φόρου των μερισμάτων στο 20% αλλά και μια ουσιώδη φορολογική μεταρρύθμιση για την ελάφρυνση της μισθωτής εργασίας, τη αναπροσαρμογή της φορολογίας στα κέρδη και φυσικά τον αποκλεισμό οι οποιασδήποτε συζήτησης για ενιαίο συντελεστή φορολογίας (flat tax). Την ευθεία αντιπαράθεση με την πολιτική της κούρσας εξοπλισμών και την προάσπιση μιας εξωτερικής πολιτικής πολυδιάστατης και ενεργητικής.

7.Δεν αρκεί η άμυνα. Η Αριστερά πρέπει να μιλήσει επιμένοντας στις θετικές δυνατότητες των μεγάλων αλλαγών που συντελούνται σε πλανητική κλίμακα. Η εποχή που η Αριστερά έδινε μια μάχη χαρακωμάτων για να μην «περάσει» κάτι, έχει κλείσει την ιστορική της χρησιμότητα. Η δικιά μας δουλειά είναι με τεκμηρίωση και οραματικό λόγο να περιγράψουμε την ιστορική δυνατότητα αλλαγής των συνθηκών ζωής στο σήμερα. Η πρόκληση της τεχνητής νοημοσύνης, της κλιματικής μετάβασης, της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου αν παραμείνουν στην κυριαρχία της Δεξιάς τότε από τη μία το κοινωνικό τους κόστος θα είναι τεράστιο και από την άλλη θα μας εγκλωβίσουν σε μια αμυντική στάση που δεν μπορεί να εμπνεύσει τα πιο δυναμικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Γι’ αυτό και η Νέα Αριστερά θέλοντας να περιγράψει τη θετική αυτή δυνατότητα θέτει τρεις μεγάλους στόχους: κοινωνική ισότητα, κλιματική δικαιοσύνη, επανεκκίνηση της Δημοκρατίας. Αντιλαμβάνεστε φυσικά ότι περιθώρια συνεργασίας με ηγετικές ομάδες που λένε ότι η πράσινη μετάβαση είναι πράσινα άλογα, ε μάλλον δεν υπάρχουν.

8.Ο πολιτικός χώρος που θα επιδιώξει να ενοποιήσει με έναν μόνιμο τρόπο -όσο μόνιμα μπορεί να είναι τα πράγματα στην πολιτική- τις κοινωνικές δυνάμεις που προανέφερα και να τις εκφράσει με πολιτικά κυρίαρχο τρόπο, οφείλει να δει τον εαυτό του ως όχημα. Ως όχημα που οι κοινωνικές δυνάμεις θα μπορούν οι ίδιες να κατευθύνουν και να χρησιμοποιήσουν. Σε αυτές βρίσκεται ο πρωταγωνιστικό ρόλος. Αυτό επιδιώκουμε στη Νέα Αριστερά. Να αποτελέσουμε το όχημα, που οι κοινωνικές δυνάμεις στις οποίες αναφερόμαστε και ανήκουμε θα μπορέσουν να κατευθύνουν, να μας χρησιμοποιήσουν, να μας εκμεταλλευτούν, να μας διαμορφώσουν.

Αυτός ο πολιτικός χώρος που θα καταφέρει να ενοποιήσει τις κοινωνικές δυνάμεις κατά τη γνώμη μου δεν βρίσκεται ούτε στο σημερινό ΠΑΣΟΚ ούτε στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ. Και αν, όπως ταυτόχρονα πιστεύω, υπάρχουν δυνάμεις που ασφυκτιούν σήμερα στο εσωτερικό των κομμάτων αυτών και ευρύτερα στο χώρο της σύγχρονης Αριστεράς και της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, τις καλώ κάνουν το βήμα, να προτάξουν τη σημασία και την αναγκαιότητα του πολιτικού περιεχομένου. Ο πολιτικός χρόνος δεν υπακούει στη λογική του ώριμου φρούτου- ειδικά αυτή τη στιγμή εκτιμώ ότι κάθε παράταση της στασιμότητας οδηγεί στο σάπισμα. Και όλες και όλοι μας έχουμε την υποχρέωση να αναλάβουμε την ευθύνη που μας αναλογεί.

Υπάρχουν σήμερα έστω και στιγμές που ο χώρος αυτός, οι κοινωνικές δυνάμεις αυτές εμφανίζονται ενοποιημένες; Ναι. Νομίζω ότι τα παραδείγματα των αγροτικών κινητοποιήσεων και των φοιτητικών κινητοποιήσεων είναι χαρακτηριστικά, το καθένα για τους δικούς του λόγους. Στο αγροτικό κίνημα η λαϊκή υποστήριξη είναι συντριπτική καθώς αφορά τελικά την κρίση του κόστους ζωής. Και είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι οι κοινωνικές δυνάμεις στις οποίες αναφερόμαστε είδαν ίσως και πριν από μας τον κρίκο που τους συνδέει με αυτό το κίνημα και ένιωσαν ότι ανήκουν στην ίδια πλευρά. Ενώ στο φοιτητικό και πανεπιστημιακό κίνημα αν και τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα διαμορφώνεται ένα ρεύμα που μπορεί να μην είναι πλειοψηφικό αλλά υπάρχουν οι προϋποθέσεις να γίνει, αν δοθεί η ιδεολογική μάχη για την προστασία του χώρου της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης από τη λογική της αγοράς και των αποκλεισμών που θέλει να προωθήσει η κυβέρνηση της ΝΔ και ταυτόχρονα να μιλήσει για τη νέα εποχή του δημόσιου πανεπιστημίου -και κατ’ επέκταση των δημόσιων, κοινών αγαθών- στον 21ο αιώνα.

Νομίζω πως πρόκειται για δύο ελπιδοφόρα παραδείγματα κοινωνικής συμμαχίας.
Κλείνω λέγοντας τα εξής. Στη σημερινή μου τοποθέτηση προσπάθησα να ορίσω το πεδίο της συζήτησης που ξεκινά από τη ρεαλιστική αναγνώριση της συνθετότητας της πολιτικής στρατηγικής του αντιπάλου. Από την πλευρά μας, από την πλευρά της Νέας Αριστεράς, είμαστε σαφώς ανοιχτοί στον πολιτικό διάλογο, υπό κάποιες βασικές προϋποθέσεις όπως αυτές που προανέφερα, χωρίς ασφαλώς να διαπραγματευόμαστε την πολιτική μας αυτονομία. Οι συνεργασίες είναι εγγεγραμμένες στην κουλτούρα μας. Όχι οι συγχωνεύσεις. Γιατί όπου η Αριστερά δεν δρα ως αυτόνομη οντότητα , δεν λειτουργεί υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να μετατοπίζεται η ατζέντα προς τα δεξιά. Σχέδια συγχωνεύσεων, λοιπόν, που δεν έχουν κάτι να προσφέρουν στις κοινωνικές δυνάμεις στις οποίες αναφερόμαστε και στις οποίες ανήκουμε, όπως φαντάζεστε από τα όσα είπα μέχρι τώρα, δεν μας αφορούν. Η πολιτική δεν είναι παιχνίδια παραγόντων και μικροκομματικοί σχεδιασμοί.

Αυτό που μας αφορά, αυτό που αφορά τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα είναι η δυνατότητα διαμόρφωσης ενός πολιτικού και κοινωνικού ρεύματος που θα δείξει την έξοδο στις πολιτικές της Δεξιάς και θα γίνει πρωταγωνιστής του δικού του μέλλοντος. Η Νέα Αριστερά ιδρύθηκε για αυτόν τον σκοπό και σε αυτόν θα συμβάλλουμε με όλες μας τις δυνάμεις.

ΚασσελάκηςΚεντροαριστεράΜητσοτάκης