Διαβεβαιώσεις προς όλες τις κατευθύνσεις «μοιράζει» η κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να εξισορροπήσει στην εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία λόγω της χρηματοδοτικής ασφυξίας στην οποία βρίσκεται η χώρα και τις συνεχιζόμενες, μετ’ εμποδίων, διαπραγματεύσεις σε Βρυξέλλες και Αθήνα.
Προς τους πιστωτές η κυβέρνηση έχει επανειλημμένως διαμηνύσει ότι η Ελλάδα θα είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της και ότι είναι αποφασισμένη να προχωρήσει με βήμα ταχύ στις μεταρρυθμίσεις που πρότεινε και των οποίων την υλοποίηση επεξεργάζεται, ήδη, με την βοήθεια του ΟΟΣΑ. Επίσης, παρά τις αλλεπάλληλες «παρεξηγήσεις», «ασάφειες» και άλλα τινά, οι διαβουλεύσεις σε πολιτικό επίπεδο στο Brussels Group ξεκίνησαν ενώ παράλληλα ξεκίνησαν, χωρίς κάμερες και με σαφώς χαμηλότερους τόνους, και οι διαβουλεύσεις σε επίπεδο τεχνικών συμβούλων στην Αθήνα. Οι δεύτερες φαίνεται ότι θα κρατήσουν κάποιες μέρες ακόμη με τα δημοσιονομικά της χώρας και την εκτέλεση του προϋπολογισμού να έχουν βρεθεί στο επίκεντρο ενώ αναμένεται και δεύτερο κλιμάκιο τεχνικών συμβούλων να ασχοληθεί με τα χρηματοοικονομικά ζητήματα.
Παρά τις κυβερνητικές διαρροές ότι όλα «βαίνουν καλώς» στις τεχνικές διαπραγματεύσεις, είναι προφανές ότι η ανησυχία της ελληνικής πλευράς είναι μεγάλη με δεδομένο ότι υπάρχει υστέρηση εσόδων τον Ιανουάριο, η οποία ναι μεν δεν συνεχίστηκε τον Φεβρουάριο αλλά δεν μπορεί παρά να καταγραφεί από τους πιστωτές. Με δεδομένο, επίσης, ότι αντικειμενικά η εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών προτάσεων της κυβέρνησης δεν μπορεί να ξεκινήσει άμεσα αφού βρίσκεται στο στάδιο της επεξεργασίας και θα χρειαστεί η εκ νέου γνωμοδότηση των πιστωτών, η Αθήνα «προετοιμάζεται» ψυχολογικά αλλά και πολιτικά για το ενδεχόμενο να ζητηθεί από τους πιστωτές η λήψη νέων δημοσιονομικών μέτρων προκειμένου να ισοσκελιστούν οι υπάρχουσες απώλειες.
Εν όψει αυτού του ενδεχομένου, εκτιμάται από αρκετούς, επανέφερε με δηλώσεις του ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Γαβριήλ Σακελλαρίδης το ενδεχόμενο διενέργειας δημοψηφίσματος, προκειμένου να στείλει ένα μήνυμα, και πάλι προς τους δανειστές, ότι με δεδομένη την πρόσφατη λαϊκή εντολή για τερματισμό των δημοσιονομικών σκληρών μέτρων, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει την πολυτέλεια να την αγνοήσει. Τους ίδιους αποδέκτες, αλλά με άλλο τρόπο, έχει ουσιαστικά και η δήλωση του Υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, από το Κόμο της Ιταλίας, ότι η Αθήνα είναι «έτοιμη» να καθυστερήσει την εφαρμογή προεκλογικών της δεσμεύσεων προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη των εταίρων της και να επιτευχθεί συμφωνία.
Η δήλωση αυτή μπορεί θεωρητικώς να έγινε δεκτή θετικά στα ώτα των δανειστών πυροδότησε όμως αναταράξεις στην Αθήνα, κυρίως εντός κυβέρνησης και εντός ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για ένα «έργο» που έχει ήδη αρχίσει «παίζεται» στο εσωτερικό, ήδη, από την υπογραφή της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου στο Eurogroup, για το περιεχόμενο της οποίας οι αντιδράσεις εντός ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην ακούγονται πολύ αλλά ουδέποτε κόπασαν. Οι δηλώσεις Βαρουφάκη απλώς αναζωπυρώνουν το «μέτωπο».
Εκτός από τα ενδοκυβερνητικά και τα ενδοκομματικά, ο κ. Τσίπρας, όμως, έχει να αντιμετωπίσει και τον άκρως άμεσο και ρεαλιστικό κίνδυνο της χρηματοδοτικής στεγνότητας. Η κυβέρνηση έχει αποδυθεί σε έναν ασφυκτικό αγώνα δρόμου για την συγκέντρωση ρευστού προκειμένου να καλύψει τις υποχρεώσεις της εντός και εκτός συνόρων.
Το «σαφάρι» εσόδων συνεχίζεται με αλλεπάλληλες τροπολογίες για ευνοϊκές διατάξεις προς όλους όσους έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές, με την τελευταία που κατατέθηκε το Σάββατο, να υπόσχεται διαγραφή ακόμη και μέχρι 100% των προσαυξήσεων σε όσους σπεύσουν να πληρώσουν τις οφειλές τους προς τις εφορίες μέχρι τις 27 Μαρτίου. Συνεχίζεται και η «εκστρατεία» προσέλκυσης των αποθεματικών των φορέων των δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων, η οποία, όμως, προσκρούει, πέραν των αντιπολιτευτικών επικρίσεων, στην δυσπιστία αρκετών εκ των ταμείων, που έχουν «καεί» στο παρελθόν και οι εγγυήσεις που δίνει η κυβέρνηση δεν τους αρκούν.
Επιπλέον, αργά το Σάββατο το βράδυ, έγινε γνωστό ότι σύμφωνα με πληροφορίες που επικαλείται το Βήμα της Κυριακής, οι Βρυξέλλες, με πρόσχημα ένα τεχνικό μικρής σημασίας ζήτημα, «παγώνουν» το ΕΣΠΑ, ύψους περίπου 25 δισεκατομμυρίων, για την Ελλάδα μέχρι να λυθεί το θέμα που σχετίζεται περισσότερο με οργανωτικές και λειτουργικές πτυχές, τις οποίες κατά 90% είχε αντιμετωπίσει και λύσει η προηγούμενη κυβέρνηση.
Σε μια προσπάθεια πάντως να κατευνάσει τυχόν ανησυχίες και φόβους που γεννιούνται από αυτήν την κατάσταση, η κυβέρνηση, μετά την συνεδρίαση του οικονομικού επιτελείου το Σάββατο το μεσημέρι στην οποία εξετάστηκε η πορεία των διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές σε Βρυξέλλες και Αθήνα με επίκεντρο, κατά πληροφορίες, τον εντοπισμό κατά τις διαβουλεύσεις των τεχνικών κλιμακίων «τρύπας» δύο δισεκατομμυρίων ευρώ στο πλεόνασμα του 2014, εξέδωσε ένα ακόμη non paper. Σε αυτό διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση να ληφθούν περαιτέρω υφεσιακά μέτρα «και να συνεχιστεί ο παραλογισμός της λιτότητας που με τόσο κόπο και πάθος τίμησε η κυβέρνηση του κ. Σαμαρά» και ότι δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα με την καταβολή μισθών και συντάξεων.
Σημειώνει επίσης ότι «στον ενάμιση μήνα της θητείας έχει βρεθεί αντιμέτωπη με μία δύσκολη κατάσταση που κληρονόμησε από την κυβέρνηση του κ. Σαμαρά» και προσθέτει ότι «σε όλους ήταν γνωστό το πόσο πλαστό ήταν το “success story” περί τέλους των Μνημονίων, εξόδου στις αγορές κι άλλα φληναφήματα». Καταλήγει ότι «η κυβέρνηση έχει και σχέδιο και λαμβάνει πρωτοβουλίες που θα τονώσουν τη ρευστότητα του Δημοσίου (Ν/Σ για ληξιπρόθεσμες οφειλές) και θα δώσουν ανάσα σε μία οικονομία και σε μία κοινωνία που δεν μπορεί να σφίξει άλλο το ζωνάρι».
Έντονα αντέδρασαν και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ στο νέο αυτό non paper με την πρώτη να επαναλαμβάνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε πολιτική αστάθεια και οικονομικό εκτροχιασμό εκβιάζοντας για τις εκλογές και καλώντας τους πολίτες προεκλογικά να μην πληρώνουν, ενώ το δεύτερο επισημαίνει η κυβέρνηση θριαμβολογεί επειδή δεν καταστράφηκε η χώρα μέσα στις πρώτες 50 ημέρες της διακυβέρνησής της. Είναι προφανές ότι η, χαμηλών τόνων, αντιπαράθεση κυβέρνησης – αντιπολίτευσης βαίνει και αυτή προς το τέλος της, αφήνοντας και αυτό το «μέτωπο» ανοιχτό.