Είμαστε 15. Μία Γερμανίδα, ένας Άγγλος, δεκατρείς Έλληνες. Ποιος θα μας το ’λεγε, οι δεκατρείς Έλληνες μοιάζουν να έχουν περισσότερες πολιτικοικονομικές διαφορές απ’ ότι ο Έλληνας με τον Γερμανό, ο Έλληνας με τον Άγγλο, ο Άγγλος με τον Γερμανό… Το ενδιαφέρον δεν είναι όμως ο αριθμός των διαφορών, ή η γεωγραφική τους κατανομή, είναι το γεγονός ότι όταν η συζήτηση ξεφεύγει, όταν οι τόνοι ανεβαίνουν, πάντα υπάρχει κάποιος να μας φέρει σε τάξη, ερωτώμενος, είναι άραγε αυτός ο καλύτερος τρόπος να εκφράσουμε τις απόψεις μας; Ακόμη πιο ενδιαφέρον, το γεγονός ότι στο κέντρο της συζήτησης επανέρχεται ξανά και ξανά η ανάγκη να θέσουμε κάποια ground rules, ή καλύτερα, να συμφωνήσουμε σε κάποια “στοιχειώδη”, έτσι ώστε η συζήτηση να μπορεί να κυλήσει, αντί να κολλάει συνέχεια στα βασικά θεμέλια της σκέψης του καθένα. Πιο ενδιαφέρον από όλα; Το ότι όλοι μοιάζουν να αντιλαμβάνονται τη συζήτηση με τους ίδιους όρους: επιχείρημα έναντι επιχειρήματος, λογικής έναντι λογικής, όπου κι αν αυτά οδηγούν, ακόμη και σε μια θεμελιώδη διαφωνία. Ακόμη κι αυτό στις μέρες μας είναι κάτι. Κι ας διαφωνούμε σε όλα τα άλλα.