Στην Ολομέλεια της Βουλής το νομοσχέδιο για τη συν-επιμέλεια

Το συμφέρον του παιδιού είναι αόριστη νομική έννοια που εξειδικεύεται σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά, επισημαίνει, μεταξύ άλλων, η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, στην έκθεση της επί του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης για τη συν επιμέλεια, το οποίο και εισάγεται σήμερα για συζήτηση και ψήφιση στην ολομέλεια της Βουλής.

Η Επιστημονική Υπηρεσία επισημαίνει ότι χρήζουν αποσαφήνισης και ο όρος «εξίσου» στην άσκηση γονικής μέριμνας και ο χρόνος επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει, στο 1/3 του συνολικού χρόνου, διότι μπορεί να οδηγήσει στην εναλλασσόμενη κατοικία.

Μεταξύ άλλων, η Επιστημονική Υπηρεσία στην έκθεσή της επισημαίνει ότι:

  • Το συµφέρον του τέκνου είναι αόριστη νοµική έννοια, η οποία προστατεύεται και από υπερεθνικούς κανόνες δικαίου, όπως είναι η Διεθνής Σύµβαση για τα Δικαιώµατα του Παιδιού και ο Χάρτης των Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ε.Ε. Ως αόριστη νοµική έννοια, το συµφέρον του τέκνου εξειδικεύεται σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση µε κριτήρια αξιολογικά, τα οποία αντλούνται, µεταξύ άλλων, και από τα πορίσµατα της ψυχολογίας. Παρέχεται, συνεπώς, στον δικαστή η δυνατότητα να δίνει σε αυτή διαφορετικό περιεχόµενο σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση, υπό το φως της ιδιαιτερότητας κάθε έννοµης σχέσης και των υποκειµένων της, εξατοµικεύοντας τα κριτήρια που καθορίζει κατά τρόπο γενικό ο νοµοθέτης και που αφορούν το συµφέρον του τέκνου.
  • Η εξατοµικευµένη κρίση συνιστά και εφαρµογή της επιταγής του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγµατος, η οποία αποκλείει τη στερεότυπη αντιµετώπιση ως προς την αξιολόγηση ατόµων και προσωπικών σχέσεων.
  • Η κρίση του δικαστή πρέπει να σχηµατίζεται, αφού ληφθούν υπόψη όλα τα στοιχεία, χωρίς να είναι αποφασιστικό ένα και µόνο κριτήριο και πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εµπεριστατωµένα.
  • Σε σχέση µε την εξειδίκευση του συµφέροντος του τέκνου κατά την ανάθεση της γονικής µέριµνας και του τρόπου άσκησής της, παρατηρείται ότι, σύμφωνα µε τη νοµολογία, «όταν το δικαστήριο καλείται να αποφασίσει σχετικά µε την ανάθεση της γονικής µέριµνας ή επιµέλειας ανηλίκου τέκνου σε έναν από τους εν διαστάσει ευρισκόµενους γονείς του, πρέπει να έχει ως αποκλειστικό οδηγό της δικαιοδοτικής του κρίσης το γενικό συµφέρον και µόνον του ανηλίκου τέκνου σωµατικό, υλικό, πνευµατικό, ψυχικό και ηθικό, χωρίς να επιδρά αυτοτελώς στη λήψη της απόφασής του κανένας από τους διαφορετικούς παράγοντες, που συνοδεύουν το πρόσωπο κάθε γονέα, όπως είναι το φύλο, η φυλή, η γλώσσα, η θρησκεία, η κοινωνική προέλευση, η περιουσιακή κατάσταση κλπ.
  • Για τη λήψη της απόφασης το δικαστήριο λαµβάνει υπόψη και τους µε ανεπηρέαστη επιλογή αναπτυχθέντες µέχρι τότε δεσµούς του διαθέτοντος ικανότητα διακρίσεως τέκνου µε τους γονείς του (και τους τυχόν αδελφούς του), τις τυχόν συµφωνίες των γονέων σχετικά µε την επιµέλεια και την περιουσία του, καθώς και τη γνώµη του, εφόσον αυτό, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, εν όψει της ηλικίας του και της πνευµατικής του ανάπτυξης, είναι ικανό να αντιληφθεί το πραγµατικό του συµφέρον. Οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευµατική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρµογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας µέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιµετώπισης των θεµάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαµβάνονται στα κριτήρια προσδιορισµού του συµφέροντος του τέκνου.
  • H λέξη «εξίσου» στην άσκηση γονικής μέριμνας χρήζει αποσαφήνισης.
  • Θα µπορούσε η λέξη «εξίσου» να σηµαίνει «ισόχρονη» άσκηση της γονικής µέριµνας.
  • Η έννοια της από κοινού και ισόχρονης άσκησης της γονικής µέριµνας, αν υποτεθεί ότι αυτή η εκδοχή ανταποκρίνεται στη βούληση του νοµοθέτη, θα µπορούσε να υποστηριχθεί ότι οδηγεί στην εισαγωγή της υποχρεωτικής ίσης χρονικής κατανοµής της γονικής µέριµνας και της συνακόλουθης εναλλασσόµενης κατοικίας του ανήλικου τέκνου.
  • Είναι κοινώς γνωστό, σύµφωνα µε τα πορίσµατα της επιστήµης, ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη κατοχύρωσης της συναισθηµατικής µονιµότητας, της σταθερότητας και της συνέχειας στη φροντίδα τους, που θα τους επιτρέψει να αναπτύξουν έναν ασφαλή ψυχοσυναισθηµατικό δεσµό µε το βασικό πρόσωπο φροντίδας τους. Οι ανάγκες αυτές δεν µπορούν να εξασφαλιστούν µε απλό µοίρασµα του χρόνου των παιδιών µεταξύ των δύο γονιών. Η σταθερότητα αυτή επιτυγχάνεται χάρη στο σταθερό χώρο κατοικίας, στη συνέχεια στη φροντίδα, στη σταθερότητα του βασικού προσώπου φροντίδας, στο ήρεµο κλίµα που επικρατεί στις οικογενειακές σχέσεις, τη σαφήνεια των ρόλων, των χώρων και των σχέσεων. Οποιαδήποτε σύγχυση, οποιοδήποτε βίαιο “µοίρασµα” του παιδιού προς όφελος των ενηλίκων αποβαίνει σε βάρος της ψυχοσυναισθηµατικής ισορροπίας του παιδιού».
  • θα ήταν σκόπιµο να αποσαφηνισθεί το εννοιολογικό περιεχόµενο της λέξης «εξίσου» στην προτεινόµενη ρύθµιση, άλλως, αν το «εξίσου» δεν ορίζει κάτι το διαφορετικό σε σχέση µε την από κοινού άσκηση της γονικής µέριµνας, η απάλειψη της λέξης.
  • Χρήζει αποσαφήνισης η διάταξη για το χρόνο επικοινωνίας του τέκνου στο 1/3 του συνολικού χρόνου. Για την εφαρµογή της ρύθµισης, χρήζει αποσαφήνισης ποια είναι η βάση υπολογισµού του 1/3, π.χ., έτος, µήνας, 24ωρο. ι «Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου µε φυσική παρουσία µε τον γονέα, µε τον οποίο δεν διαµένει, τεκµαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου» θα µπορούσε, για λόγους νοµοτεχνικής αρτιότητας και σαφήνειας, να αναδιατυπωθεί, υπό την έννοια ότι, όπως φαίνεται, αντικείµενο της ρύθµισης είναι ο χρόνος επικοινωνίας που υπηρετεί το συµφέρον του τέκνου, εκτός εάν ο δικαιούχος γονέας, όπως αναφέρεται στην προτεινόµενη ρύθµιση, «ζητά µικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί µικρότερος ή µεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συµφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθηµερινότητα του τέκνου».

Το νομοσχέδιο

Με το νομοσχέδιο, το οποίο εισάγεται σήμερα Τετάρτη στην Ολομέλεια, εισάγονται μεταρρυθμίσεις στο ισχύον νομικό πλαίσιο αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων μετά τη διακοπή της κοινής συμβίωσης. Οι κυριότερες μεταβολές εστιάζονται στα ακόλουθα σημεία:

  • Θεσπίζεται υποχρέωση ενημέρωσης από τον γονέα με τον οποίο διαμένει το τέκνο, προς τον άλλο γονέα, αναφορικά με την επίδοση και το περιεχόμενο εγγράφων τα οποία αφορούν το παιδί.
  • Με έγγραφη συμφωνία ή κοινή ψηφιακή δήλωση (ισχύος τουλάχιστον 2 ετών με δυνατότητα παράτασης) ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τη γονική μέριμνα, τον τόπο διαμονής του παιδιού, τον γονέα με τον οποίο θα διαμένει κλπ.
  • Προβλέπεται ότι η άσκηση της γονικής μέριμνας, προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, εξυπηρετείται με την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων, στην ανατροφή και τη φροντίδα του.
  • Παρέχεται η δυνατότητα προσφυγής των γονέων σε διαμεσολάβηση, για την εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων, κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας.
  • Θεσπίζεται η από κοινού και εξίσου άσκηση γονικής μέριμνας από τους δύο γονείς, στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή λύσης ή ακύρωσης του συμφώνου συμβίωσης (κατά τα ισχύοντα ρυθμίζεται από το δικαστήριο). Οι γονείς μπορούν, με έγγραφη βεβαίωση που θα έχει ισχύ τουλάχιστον 2 ετών που παρατείνεται αυτοδίκαια, να ρυθμίζουν διαφορετικά την κατανομή της γονικής μέριμνας.
  • Στην περίπτωση παιδιού που γεννήθηκε χωρίς γάμο, αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας την οποία ασκεί από κοινού με τη μητέρα, στην περίπτωση που το παιδί αναγνωρίζεται εκούσια ή δικαστικά, με αγωγή που άσκησε ο πατέρας.
  • Θεσπίζεται η υποχρέωση κάθε γονέα να διαφυλάσσει και να ενισχύει τη σχέση του τέκνου με τον άλλο γονέα, τους αδελφούς του, καθώς και με την οικογένεια του άλλου γονέα, ιδίως όταν οι γονείς δεν ζουν μαζί ή ο άλλος γονέας έχει αποβιώσει.
  • Οι αποφάσεις για την ονοματοδοσία του παιδιού, το θρήσκευμα, ζητήματα υγείας και εκπαίδευσής του, όταν η επιμέλεια ασκείται από τον ένα γονέα ή έχει γίνει κατανομή της μεταξύ των γονέων, λαμβάνονται από τους δύο γονείς από κοινού.
  • Παρέχεται η δυνατότητα στον οποίο δεν έχει ανατεθεί η άσκηση επιμέλειας, να ζητά από τον άλλο γονέα πληροφορίες για το πρόσωπο και την περιουσία του παιδιού.
  • Καθιερώνεται ελάχιστος χρόνος επικοινωνίας, με φυσική παρουσία του παιδιού με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει μαζί, ο οποίος ορίζεται στο 1/3 του συνολικού χρόνου, με ειδικότερες προβλέψεις ώστε να μην διαταράσσεται η καθημερινότητα του παιδιού. Επιτρέπεται ο αποκλεισμός ή ο περιορισμός της επικοινωνίας μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους (ακαταλληλότητα του γονέα).
  • Απαριθμούνται ενδεικτικά οι περιπτώσεις που συνιστούν κακή άσκηση της γονικής μέριμνας (υπαίτια μη συμμόρφωση ή παράβαση δικαστικών αποφάσεων ή συμφωνιών των γονέων, διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον άλλο γονέα, αδικαιολόγητη άρνηση του γονέα να καταβάλει διατροφή που επιδικάστηκε, καταδίκη του γονέα, με οριστική δικαστική απόφαση, για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας) για τις οποίες το δικαστήριο διατάσσει κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο.
  • Καταρτίζεται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, ειδικό μητρώο οικογενειακών διαμεσολαβητών.
  • Οι υποθέσεις τού υπό ψήφιση νόμου εκδικάζονται από δικαστές που έχουν παρακολουθήσει επιτυχώς τα ειδικά σεμινάρια επιμόρφωσης στην Εθνική Σχολή Δικαστών.

Κατά το στάδιο της επεξεργασίας του νομοσχεδίου, στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, υπέρ του νομοσχεδίου τάχθηκε η ΝΔ. Κατά του νομοσχεδίου τάχθηκαν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΜέΡΑ25. Το Κίνημα Αλλαγής, το ΚΚΕ και η Ελληνική Λύση δήλωσαν επιφύλαξη για την Ολομέλεια.

Διατάξεις του νομοσχεδίου έχουν βρεθεί στο επίκεντρο κριτικής και των βουλευτών της ΝΔ Μαριέττας Γιαννάκου και Όλγας Κεφαλογιάννη οι οποίες μάλιστα με δέκα κοινές τροπολογίες που έχουν καταθέσει, ζητούν τροποποιήσεις στον πυρήνα του σχεδίου νόμου.

Η κυβέρνηση έχει δηλώσει ανοιχτή σε νομοτεχνικές βελτιώσεις. Ο ίδιος ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας έχει,επίσης, καλέσει τα κόμματα να καταθέσουν συγκεκριμένες προτάσεις, με τροπολογίες τους, αλλά έχει καταστήσει σαφές ότι δεν είναι δυνατό να δεχθεί αλλαγές που συνιστούν αποδόμηση του πυρήνα και της φιλοσοφίας του νομοσχεδίου.

«Το νομοσχέδιο θέτει μία βάση διαλόγου και συνεννόησης μεταξύ των γονέων», τονίζει η εισηγήτρια της ΝΔ- «Η κοινωνία και η επιστημονική κοινότητα είναι αντίθετες στο νομοσχέδιο», δηλώνει ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ

Ένα παιδί μεγαλώνει πιο σωστά όταν έχει τη φροντίδα και των δύο γονέων, όπως ανέφερε η εισηγήτρια της ΝΔ, Άννα Μάνη Παπαδημητρίου, κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για τη συν επιμέλεια.

«Το παιδί πρέπει και μετά τον χωρισμό των γονέων του να απολαμβάνει τη φροντίδα και την αγάπη τους, να εξακολουθεί να έχει και τους δύο δίπλα του και αυτό είναι απαραίτητο για την ψυχοσωματική του υγεία, για την ομαλή ανάπτυξή του, για την ολοκληρωμένη διαμόρφωση της προσωπικότητας του. Ακριβώς τις ίδιες παραδοχές, ακριβώς τις ίδιες απόψεις, ακούσαμε και κατά την ακρόαση των φορέων, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους τάχθηκαν υπέρ του νομοσχεδίου», σημείωσε η ίδια.

«Αυτό που επιχειρεί το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης είναι να θέσει μία βάση διαλόγου και συνεννόησης μεταξύ των γονέων. Το νομοσχέδιο έχει αποκλειστικά κοινωνικό και ανθρώπινο πρόσημο», είπε η βουλευτής της ΝΔ και κατηγόρησε τα κόμματα της αντιπολίτευσης ότι δεν επέδειξαν δημιουργικό πνεύμα διαλόγου, με συγκεκριμένες προτάσεις.

«Η συνεισφορά σας περιορίστηκε στην αποδόμηση του νομοσχεδίου, η μόνη σας πρόταση ήταν αυτή για τα οικογενειακά δικαστήρια. Όχι μόνο οικογενειακό δικαστήριο δεν ίδρυσαν, όμως, στα χρόνια που κυβέρνησαν, αλλά δεν τόλμησαν να αγγίξουν αυτό το ευαίσθητο θέμα που η δική μας κυβέρνηση το τολμά», τόνισε η κ. Παπαδημητρίου για τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόσθεσε: «Ο διάλογος με τους κοινωνικούς φορείς, τα κόμματα και την κοινωνία διήρκεσε περισσότερο από 1,5 χρόνο. Οι περισσότερες προτάσεις των επίσημων φορέων έγιναν δεκτές από τον υπουργό, ενσωματώθηκαν παρατηρήσεις από τον Συνήγορο του Πολίτη, την Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων. Είναι κρίμα που δεν καταφέραμε να συμβαδίσουμε σε αυτήν τη μεγάλη μεταρρύθμιση που δεν έχει κανένα κομματικό πρόσημο».

Η εισηγήτρια της ΝΔ απευθύνθηκε, επίσης, ξεχωριστά σε όλους τους συναδέλφους της βουλευτές και τους κάλεσε να δουν το νομοσχέδιο ως μία ειλικρινή προσπάθεια να καλλιεργήσει κουλτούρα συναίνεσης και να παραμερίσουν τον εγωισμό τους, για το καλό των παιδιών τους.

«Κόλαφο», για το σχέδιο νόμου που κατέθεσε η κυβέρνηση, χαρακτήρισε την έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Θεόφιλος Ξανθόπουλος, λέγοντας ότι δεν αντιδρά μόνο η κοινωνία αλλά και η επιστημονική κοινότητα.

Ο βουλευτής δεν αρνήθηκε το πρόβλημα για την αδυναμία επικοινωνίας και των δύο γονέων με το παιδί, αλλά επεσήμανε ότι το νομοσχέδιο «δεν απαντά στο πρόβλημα», «θα πυροδοτήσει εντάσεις», «θα οξύνει τις αντιθέσεις παρά θα τις καταλαγιάσει» και κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι δεν συζήτησε με τις γυναικείες οργανώσεις και άλλους φορείς, τη γνώμη των οποίων έπρεπε να ακούσει, και πως αγνόησε το κείμενο της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που είχε συγκροτηθεί για την αναμόρφωση των διατάξεων οικογενειακού δικαίου. Ιδίως για την έννοια «συμφέρον του τέκνου», ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ υπογράμμισε ότι είναι μία αόριστη νομική έννοια διότι ο δικαστής είναι εκείνος που κάνει συγκεκριμένο το συμφέρον του παιδιού, με την απόφαση που θα εκδώσει, με κριτήρια αξιολογικά με βάση και τα πορίσματα της ψυχολογίας.

Ο κ. Ξανθόπουλος χαρακτήρισε μείζον θέμα, τον όρο «εξίσου» στην άσκηση της γονικής μέριμνας και κάλεσε τον υπουργό Δικαιοσύνης είτε να τον απαλείψει είτε να τον αντικαταστήσει με τη λέξη «ισότιμα», διότι μπορεί να ερμηνευθεί ως «ισόχρονη» άσκηση γονικής μέριμνας.

Αναφερόμενος στο δικαίωμα επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει, στο 1/3 του συνολικού χρόνου, ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ επικαλέστηκε την έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας περί των διαφορετικών συνθηκών μέσα στις οποίες ζει το κάθε παιδί.

 

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

 

 

 

γονείς-τέκναδιαζύγιονομοσχέδιοΟλομέλεια της Βουλήςσυν επιμέλεια: